Το έτος είναι 2040. Για δεκαετίες οι επενδυτές και οι ρυθμιστικές αρχές ενθάρρυναν εταιρείες σε όλο τον κόσμο να μειώσουν τις εκπομπές άνθρακα μέχρι τα μέσα του αιώνα.
Ως αποτέλεσμα, ο MSCI ανακοινώνει για πρώτη φορά στα 54 χρόνια ύπαρξής του πως κάθε εταιρεία στον δείκτη World Index -περισσότερες από 1.500 εισηγμένες- έχουν πετύχει μηδενικές καθαρές εκπομπές. Ωστόσο, λίγοι είναι αυτοί που πανηγυρίζουν. Παρά το ότι οι μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου έχουν δεσμευτεί για ουδετερότητα στον άνθρακα, έκθεση του ΟΗΕ δείχνει πως οι εκπομπές άνθρακα παγκοσμίως έχουν στην πραγματικότητα αυξηθεί.
Πώς είναι δυνατόν; Λοιπόν, πάνω στη βιασύνη τους να γίνουν «πράσινες» κάποιες εταιρείες υιοθέτησαν στρατηγικές που μείωναν τα εκπομπές τους ή τους βοηθούσαν να γίνουν πιο αποδοτικές, άλλες όμως απλώς βασίστηκαν σε αντισταθμίσματα που καθυστερούσαν το αναπόφευκτο. Ακόμα χειρότερα, ορισμένες επέλεξαν να αποφύγουν παντελώς τον δημόσιο έλεγχο.
Πράγματι, ενώ πολλοί στα media έχουν εκμεταλλευτεί το «πράσινο ξέπλυμα» -εταιρείες που ενστερνίζονται τις βιώσιμες πρακτικές για λόγους δημοσίων σχέσεων-, ένας πολύ μεγαλύτερος κίνδυνος είναι αυτός της «καφέ στροφής» (brown-spinning): της πώλησης των στοιχείων εκείνων της επιχείρησης που εκπέμπουν τους περισσότερους ρύπους, σε private equity και hedge fund με έκπτωση. Αυτό μπορεί να μειώσει τη δημοσιοποίηση στοιχείων, να προστατεύσει αυτούς που μολύνουν και να περιθωριοποιήσει τη φωνή των επενδυτών.
Οπωσδήποτε η ώθηση για μηδενικές καθαρές εκπομπές ρύπων είναι και επείγουσα και απαραίτητη. Με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Joe Biden να επανεντάσσεται στη Συμφωνία του Παρισιού, οι επιχειρήσεις σε όλον τον κόσμο βλέπουν τα προειδοποιητικά μηνύματα και καθορίζουν φιλόδοξους στόχους για μηδενικές καθαρές εκπομπές. Οι επενδυτές ενισχύουν και αυτοί τις προσπάθειές τους. Για παράδειγμα η Net Zero Asset Managers Initiative που στοχεύει να βοηθήσει τους μεγάλους επενδυτές να αφαιρέσουν τις βλαπτικές εκπομπές άνθρακα έχει τώρα 87 συμβαλλόμενους, που εκπροσωπούν σχεδόν το 40% όλων των υπό διαχείριση assets παγκοσμίως.
Εν τω μεταξύ, υπάρχει επείγουσα ανάγκη να ανταποκριθούν οι επιχειρήσεις: σήμερα η αποτυχία να αντιμετωπιστούν οι κλιματικές ανησυχίες συνοδεύεται από αυξημένους κινδύνους για τη φήμη των εταιρειών. Αλλά το να πιέζονται οι επιχειρήσεις να ορίσουν επιθετικούς στόχους για τις εκπομπές ρύπων είναι μόνο η μισή δουλειά σε ό,τι αφορά τη μετάβαση σε ένα μέλλον μηδενικών καθαρών ρύπων. Πώς θα φτάσουν εκεί οι επιχειρήσεις;
Πολλές θα εξελίξουν τα επιχειρηματικά τους μοντέλα από πιο βιώσιμες πηγές ενέργειας, ώστε να ενσωματώσουν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όπως η αιολική και η ηλιακή, όπως βλέπουμε να συμβαίνει σε πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες πετρελαίου και αερίου. Ορισμένες θα αναπτύξουν νέες τεχνολογίες για να κατασκευάζουν προϊόντα όπως «πράσινος χάλυβας», μειώνοντας τις μεγαλύτερες πηγές βιομηχανικών εκπομπών ρύπων. Και άλλες μπορεί να αξιοποιήσουν τη στιγμή για να επανεφεύρουν ριζικά τις δραστηριότητές τους. Αυτά θα είναι καλά αποτελέσματα για το περιβάλλον μας και για τις επιχειρήσεις -όλοι θα είναι κερδισμένοι.
Αλλά για άλλες οι αποφάσεις θα είναι πιο δύσκολες, πιο κοστοβόρες και πιο περίπλοκες. Για παράδειγμα, ενώ τα αντισταθμίσματα για τον άνθρακα μπορεί να είναι μια οικονομικά βιώσιμη εναλλακτική, δεν μειώνουν τις συνολικές εκπομπές ρύπων και πιθανότατα θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν μόνο εάν δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Ομοίως, οι επιχειρήσεις που δυσκολεύονται περισσότερο να μειώσουν κατευθείαν τις εκπομπές τους ίσως επενδύσουν στη δέσμευση ρύπων ή λάβουν περισσότερα ενδιάμεσα μέτρα όπως το να αγοράσουν credits ρύπων.
Κάποιες εταιρείες μπορεί απλά να ακολουθήσουν τον εύκολο δρόμο του brown-spinning και να πουλήσουν τα περιουσιακά στοιχεία εκείνα που εκπέμπουν τους περισσότερους ρύπους στον ιδιώτη που θα προσφέρει τα περισσότερα και ο οποίος ενδέχεται να μην ενδιαφέρεται τόσο για την κλιματική αλλαγή.
Σίγουρα, ορισμένες εταιρείες private equity έχουν ενστερνιστεί τo ESG και τη βιωσιμότητα και κάνουν σπουδαία πράγματα σ’ αυτόν τον τομέα. Δυστυχώς όμως ο λαός έχει περιορισμένη γνώση για την επίπτωση των ρύπων στις ιδιωτικές εταιρείες. Γι’ αυτό ο ρόλος που παίζουν οι επενδυτές στη λογοδοσία των εταιρειών στο ταξίδι προς τις μηδενικές καθαρές εκπομπές είναι τόσο σημαντικός. Όταν βρίσκονται στο τραπέζι οι επενδυτές, μπορούμε να χρησιμοποιούμε τη φωνή μας για να πιέσουμε για δημοσιοποίηση μετρικών και στρατηγικής και, αν δεν προβλέπεται να υπάρξει κάποια ενέργεια επ’ αυτών, τότε μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την ψήφο μας.
Ως επενδυτές, πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι ως προς τις προσδοκίες μας από τις επιχειρήσεις, τηρώντας τις δεσμεύσεις, αξιολογώντας τα σχέδια μετάβασης, μοιραζόμενοι τις καλές πρακτικές και ερευνώντας σε βάθος τα όποια αντισταθμίσματα ή τα spin offs εταιρειών χαρτοφυλακίου. Ο στόχος μας είναι να διασφαλίσουμε πως τα σχέδια μετάβασης των εταιρειών χαρτοφυλακίου σε έναν ουδέτερο σε ρύπους κόσμο αντιπροσωπεύουν καλή αξία για τους επενδυτές μακροπρόθεσμα.
Θα πρέπει επίσης να πιέσουμε για καλύτερη, καθολική δημοσιοποίηση στοιχείων. Τόσο οι δημόσιοι όσο και οι ιδιώτες επενδυτές θα επωφελούνταν από πιο σχετικά και τυποποιημένα δεδομένα ESG, που μας βοηθούν να καταλάβουμε τις κατανομές κεφαλαίων των εταιρειών και την ποιότητα των σχεδίων μετάβασής τους.
Ενώ πολλά είναι αβέβαια, αυτό που δεν τίθεται εν αμφιβόλω είναι πως με τους επενδυτές στο τραπέζι θα υπάρχουν λιγότερες ευκαιρίες για να βγάλει κανείς κέρδος από τη μόλυνση. Η δημοσιοποίηση θα αυξηθεί και δεν θα εξαϋλωθεί. Και με την προσοχή να βρίσκεται στο «πώς», θα υπάρχει πολύ μεγαλύτερη λογοδοσία για να έρθει η κλιματική πρόοδος που όλοι θέλουμε να δούμε.
(*) Ο συγγραφέας είναι διευθύνων σύμβουλος της State Global Advisors