Εδώ και πολλά χρόνια, η ευκολία χάραξης στρατηγικής για τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια έρχεται σε αντίθεση με την πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει τις εθνικές και παγκόσμιες προοπτικές.
Απλώς προβλέποντας σωστά τη νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών και τοποθετώντας μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων τους σε δείκτες, οι επενδυτές επωφελήθηκαν σημαντικά τόσο από τις επενδύσεις σε μετοχές όσο και από αυτές σε ομόλογα. Την ίδια στιγμή, οι οικονομολόγοι δυσκολεύτηκαν να προβλέψουν ακόμη και βασικές οικονομικές μεταβλητές, όπως η ανάπτυξη και ο πληθωρισμός.
Αυτή η συνθήκη μπορεί να αλλάξει και όχι επειδή η τεράστια ρευστότητα που διοχετεύει η Fed είναι πιθανό να σταματήσει σύντομα. Δεν θα σταματήσει.
Αντίθετα, νέα πακέτα δημοσιονομικής τόνωσης αναμένεται να προστεθούν στη ρευστότητα με την οποία έχει κατακλύσει το σύστημα η Fed. Αυτό εγείρει ενδιαφέροντα ερωτήματα σχετικά με το αν θα ενισχυθεί ο θετικός αντίκτυπος για τις αγορές ή αντίθετα θα οδηγήσει σε ασταθείς αντιφάσεις που απαιτούν προσεκτική ενεργό διαχείριση.
Με την υποστήριξη της άφθονης και προβλέψιμης ρευστότητας, οι επενδυτές έχουν βάλει στην άκρη πολλές παραδοσιακές οικονομικές και πολιτικές επιρροές, καθώς η Fed αγοράζει τίτλους σε μη εμπορικές τιμές. Το έμμεσο αποτέλεσμα έχει αποδειχθεί εξίσου καθοριστικό, παρακινώντας τους επενδυτές να αγοράζουν μετοχές σε κάθε sell-off, ανεξάρτητα από την αιτία και να τοποθετούν περισσότερα κεφάλαια σε ολοένα και πιο ριψοκίνδυνες επενδύσεις.
Στις πρόσφατες παρατηρήσεις του, ο πρόεδρος της Fed Τζερόμ Πάουελ έχει καταστήσει σαφές ότι η κεντρική τράπεζα δεν έχει καμία πρόθεση να αλλάξει αυτή τη νομισματική πολιτική, είτε πρόκειται για τη μαζική αγορά στοιχείων ενεργητικού (στα 120 δισεκατομμύρια δολάρια τον μήνα σήμερα ή περίπου το 7% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση) είτε τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια. Αυτό συμβαίνει παρά το πιο θετικό outlook λόγω της επιτάχυνσης των εμβολιασμών, της επιτυχίας στη μείωση των λοιμώξεων, των εξαιρετικά χαλαρών χρηματοοικονομικών συνθηκών και των ολοένα και περισσότερων ενδείξεων υπερβολικής ανάληψης ρίσκου. Το τελευταίο περιλαμβάνει τον πολλαπλασιασμό των κερδοσκοπικών εταιρειών εξαγοράς ειδικού σκοπού (spac), τον ρυθμό-ρεκόρ στην έκδοση εταιρικού χρέους και την αύξηση των συναλλαγών με τη χρήση δανεισμένων κεφαλαίων.
Αλλά κατά τον υπολογισμό του αντίκτυπου των ενέσεων ρευστότητας της Fed στις τιμές των στοιχείων ενεργητικού, οι επενδυτές πρέπει να λάβουν τώρα υπόψη τους και τον αντίκτυπο της νέας επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής. Το πρώτο σκέλος της πολιτικής αυτής περιλαμβάνει την έγκριση από το Κογκρέσο ενός σχεδίου τόνωσης $1,9 τρισ., το οποίο ανέρχεται περίπου 9% του ΑΕΠ. Αναμένεται να ακολουθήσει ένα δεύτερο πακέτο επικεντρωμένο στις υποδομές, αυξάνοντας τη συνολική τόνωση στα 3 με $4 δισ., στο 14% με 19% του ΑΕΠ.
Η αρχική αντίδραση των επενδυτών ήταν να δουν τις δύο τεράστιες ενέσεις ως ενισχυτικά των τιμών των στοιχείων ενεργητικού. Οι μετοχές σκαρφάλωσαν σε επίπεδα-ρεκόρ τις πρώτες έξι εβδομάδες του έτους. Τις τελευταίες ημέρες, ωστόσο, ενώ οι συζητήσεις στην αγορά συνεχίζονται, οι επενδυτές αναγκάζονται σιγά σιγά να αντιμετωπίσουν ένα ζήτημα που έχει ήδη συζητηθεί έντονα μεταξύ των οικονομολόγων: πότε είναι η τόνωση υπερβολική;
Το επιχείρημα ότι δεν είναι ποτέ, βασίζεται στην άποψη ότι οι ατελείωτες ενέσεις ρευστότητας προστατεύουν από τις περισσότερες εταιρικές χρεοκοπίες. Το αντεπιχείρημα τονίζει δύο φόβους όσον αφορά τη ρευστότητα.
Ο ένας είναι ότι η αποσταθεροποίηση των πληθωριστικών προσδοκιών που θα προκαλέσει απότομα αύξηση της κλίσης της καμπύλης αποδόσεων, διαταράσσοντας την εμπιστοσύνη των επενδυτών και αυξάνοντας την πιθανότητα ενός ατυχήματος στην αγορά. Ο δεύτερος είναι ότι από τη στιγμή που η Fed είναι απρόθυμη να μειώσει την τόνωση, θα έρθει αντιμέτωπη με επιλογές όπου όλοι βγαίνουν χαμένοι -να διακινδυνεύσει να αυξηθεί ο κίνδυνος χρηματοοικονομικής αστάθειας και να απειλήσει την πραγματική οικονομία ή να παρέμβει περαιτέρω στη λειτουργία των αγορών, να επιδεινώσει την ανισότητα και να διακινδυνεύσει περισσότερες στρεβλώσεις που υπονομεύουν την αποτελεσματική κατανομή των χρηματοοικονομικών και οικονομικών πόρων.
Δεδομένου του πόσο μακριά έχουν φτάσει οι αγορές και με πόση ταχύτητα, αυτό που είναι καλό για μια οικονομική ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς μπορεί να μην είναι θετικό βραχυπρόθεσμα για τους επενδυτές. Επιπλέον, έχοντας επίγνωση του «σιωπηρού συμβολαίου» με τις αγορές, η Fed είναι πιθανό να αντιδράσει σε μια πολύ απότομη αύξηση των αποδόσεων με περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, παρά τις υπάρχουσες ανησυχίες σχετικά με την υπερθέρμανση. Αυτό θα επιδεινώσει μόνο μια ήδη ανθυγιεινή σχέση αλληλεξάρτησης με τις αγορές.
Η απάντηση δεν είναι να εγκαταλείψουμε τη δημοσιονομική τόνωση. Αντίθετα, είναι να βελτιωθεί η άμεση στόχευση των μέτρων και να επιταχυνθεί ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος στην ανάπτυξη. Και η Fed πρέπει να εξετάσει σοβαρά τον καλύτερο τρόπο για να σηκώσει αργά το πόδι της από το «γκάζι».
Αυτή η πολύ αναγκαία αλλαγή από τη νομισματική στη δημοσιονομική πολιτική, θα ήταν πολύ πιο ομαλή αν οι κανονισμοί προληπτικής εποπτείας προσαρμόζονταν πιο γρήγορα στη μαζική μετατόπιση του ρίσκου από τις τράπεζες στις μη τράπεζες, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για τον μετριασμό της ανάληψης υπερβολικού ρίσκου.
Όσο περισσότερο μας διαφεύγει αυτή η τρισδιάστατη λύση, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος χρηματοοικονομικής αστάθειας που υπονομεύει την οικονομική ευημερία.