Οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές ήταν αμφίρροπες ως και τις πρωινές ώρες της Τετάρτης.
Είναι πιθανό να παραμείνουν έτσι για κάποιο διάστημα. Αλλά -και υποθέτω σε αντίθεση με ό,τι πιστεύουν οι περισσότεροι- ανεξάρτητα από το ποιος τελικά θα κερδίσει, τρία πράγματα είναι ξεκάθαρα στο στάδιο αυτό και προμηνύουν μπελάδες για την αμερικανική οικονομία και όχι μόνο.
Οι εκλογές του 2020 επιβεβαίωσαν ότι οι ΗΠΑ παραμένουν μια βαθιά διχασμένη χώρα, που είναι αντιμέτωπη με διαρκώς μεγαλύτερες προκλήσεις που απειλούν τόσο αυτή όσο και τις μελλοντικές γενιές. Παρά το συλλογικό σοκ που ήρθε με τη μορφή μιας δριμείας υγειονομικής και οικονομικής κρίσης, η χώρα φαίνεται απρόθυμη αλλά και ανίκανη να εφαρμόσει τα αποφασιστικά μέτρα που απαιτούνται.
Η απροθυμία πηγάζει από τις ριζικά διαφορετικές αντιλήψεις σχετικά με το ποιες είναι οι δέουσες μεταρρυθμίσεις για την οικονομία και το χρηματοοικονομικό σύστημα, εν μέσω της απειλής της Covid-19. Η ανικανότητα οφείλεται στο, όπως φαίνεται, διχασμένο Κογκρέσο, όπου η ζημιά που έγινε τα τελευταία χρόνια στις στοιχειώδεις διακομματικές σχέσεις συνεργασίας επιδεινώθηκε από την κατεπείγουσα έγκριση ενός νέου μέλους του Ανώτατου Δικαστηρίου τον περασμένο μήνα.
Ο κίνδυνος δεν αφορά μόνο τις μακροπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις που έχουν στόχο να αποτρέψουν μια ακόμα μείωση της παραγωγικότητας, αλλά και μια παράταση της οικονομικής ανασφάλειας των νοικοκυριών και μια διεύρυνση των ανισοτήτων. Κίνδυνος υπάρχει και για τις άμεσες υγειονομικές και οικονομικές προσπάθειες να ανακάμψει η χώρα από τη μεγάλη ζημιά που προκάλεσε το πρώτο κύμα της Covid-19.
Δεύτερον, οι βαθιές διαιρέσεις σημαίνουν επίσης ότι το δεύτερο κύμα, το οποίο αποκτάει τώρα μεγαλύτερη δυναμική, μπορεί να επιδεινωθεί σημαντικά προτού καν φανεί στον ορίζοντα μια δυνατότητα αντιστροφής της πορείας του. Ένα βαθιά διαιρεμένο σύνολο πολιτειών αναμένεται να υιοθετήσουν διαφορετικά μέτρα αντιμετώπισης ενός ιού που τις έχει πλήξει όλες και δεν γνωρίζει γεωγραφικά σύνορα. Με το κέντρο ανήμπορο να επιβάλει μια ενιαία προσέγγιση, ακόμα και αν το ήθελε, οι ΗΠΑ θα επαναλάβουν πιθανότητα ό,τι συνέβη και στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου οι τοπικές προσεγγίσεις απέτυχαν. Αυτό που ακολούθησε, ήταν εκτεταμένα lockdown για την προστασία του συστήματος υγείας και την αποκατάσταση του συστήματος διάγνωσης και ιχνηλάτησης, το οποίο είχε καταρρεύσει από τη συνεχή αύξηση των μολύνσεων, των νοσηλειών και των θανάτων.
Τρίτον, η Fed θα δεχθεί νέες πιέσεις να κάνει περισσότερα με ολοένα και λιγότερο αποτελεσματικά και εντέλει στρεβλωτικά εργαλεία. Η παραδοσιακή προσέγγιση στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής θα συνεχίσει να χάνει έδαφος καθώς η Fed θα πρέπει να ασφαλίσει ρίσκα τα οποία είναι δύσκολο να τα αποτιμήσει, πόσο μάλλον να τα εγγυηθεί.
Αυτή η διολίσθηση σε ολοένα και πιο πειραματικές, αντισυμβατικές νομισματικές πολιτικές θα έχει ελάχιστα αποτελέσματα στην ουσιαστική τόνωση της οικονομίας. Αντίθετα, είναι πιθανό να δημιουργήσει περαιτέρω στρεβλώσεις στις χρηματοοικονομικές αγορές, να αυξήσει τα κίνητρα για ανεύθυνη ανάληψη ρίσκου και να οδηγήσει σε ανορθολογική κατανομή των πόρων στην οικονομία. Τούτο θα αυξήσει τον κίνδυνο χρηματοοικονομικής αστάθειας. Στην πορεία, η ήδη μεγάλη απόκλιση ανάμεσα στη Wall Street και την πραγματική οικονομία θα διευρυνθεί περαιτέρω, δημιουργώντας νέες πολιτικές και κοινωνικές προκλήσεις.
Οι τρεις αυτές πραγματικές και υφιστάμενες προκλήσεις για την αμερικανική οικονομία μεταφράζονται σε ένα πιο δύσκολο outlook τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και μακροπρόθεσμο επίπεδο. Σημαίνει λιγότερο δυναμική προσφορά και λιγότερο ζωηρή ζήτηση. Η μεγέθυνση της οικονομικής πίτας δεν θα είναι απλώς μικρότερη από αυτή που χρειάζεται. Θα είναι επίσης μικρότερη και από αυτό που οι δύο αντίπαλες πολιτικές πλευρές πιστεύουν ότι είναι εφικτό, αν εφαρμοστούν οι δικές τους προσεγγίσεις, πυροδοτώντας έναν κύκλο αλληλοκατηγοριών που θα υπονομεύσει ακόμα περισσότερο τον κοινωνικό ιστό.
Η δραματική κατάσταση των ΗΠΑ είναι προβληματική και για την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία αναμένεται να γίνει ακόμα πιο άνιση και αβέβαιη. Οι εσωτερικές διαιρέσεις των ΗΠΑ θα τις εμποδίσουν να αναλάβουν γρήγορα τον παραδοσιακό τους ρόλο στο να προωθούν, να επηρεάζουν και ορισμένες φορές να επιβάλλουν αποτελέσματα στα πολυμερή οικονομικά φόρουμ. Θα αυξήσουν επίσης τον κίνδυνο της αποπαγκοσμιοποίησης και της περαιτέρω οπλοποίησης των οικονομικών και επενδυτικών εργαλείων.
Ανεξάρτητα από το ποιος θα επικρατήσει σε αυτή την οριακή εκλογική αναμέτρηση, ο πολιτικός διχασμός των ΗΠΑ σημαίνει και μεγαλύτερες προκλήσεις για την εγχώρια οικονομία, σε μια στιγμή όπου ένα δεύτερο κύμα της Covid-19 διαταράσσει ήδη την οικονομική δραστηριότητα σε μεγάλο μέρος των δυτικών πολιτειών. Στο τέλος, η επιστήμη θα αναγκάσει τους πολιτικούς να αναλάβουν δράση, αλλά ο κίνδυνος οικονομικών και χρηματοοικονομικών διαταραχών αυξάνεται σημαντικά.
Τελικά, ο συνδυασμός μιας ακόμα έκτακτης υγειονομικής κατάστασης, μιας αποδυναμωμένης οικονομίας και της αυξημένης χρηματοοικονομικής αστάθειας θα αναγκάσει τις ΗΠΑ να αναλάβουν αποφασιστική δράση -αλλά όχι χωρίς να προκληθεί σημαντική ζημιά στις ζωές, στις δουλειές και στην ψυχική υγεία αυτής της γενιάς και ενδεχομένως και των μελλοντικών.
*Ο αρθρογράφος είναι πρόεδρος του Queens’ College του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ και σύμβουλος των Allianz και Gramercy.