Μια φορά και έναν καιρό ας πούμε πριν από μια δεκαετία- οι επενδυτές μετοχών και ομολόγων χώριζαν τις χώρες σε δυο κατηγορίες. Υπήρχαν αυτές των «αναδυόμενων αγορών», όπου οι επενδυτές συχνά έπρεπε να προεξοφλούν πολιτικούς κινδύνους λόγω των εύθραυστων θεσμών, των άστατων ηγετών ή των λαϊκιστικών τροπών. Υπήρχαν και οι «αναπτυγμένες» χώρες, όπου οι πολιτικοί θεσμοί υποτίθεται πως ήταν τόσο σταθεροί που οι κίνδυνοι μπορούσαν να μετρηθούν με υπολογιστικά φύλλα και η αβεβαιότητα οφείλονταν κυρίως στην πολιτική και όχι στην πολιτική διαδικασία.
Αυτό δεν ισχύει πια. Ακόμα και πριν ξεκινήσει με όλη της την ορμή η αμερικανική προεκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ, οι επενδυτές είχαν αρχίσει να αντιλαμβάνονται πως η πηγή του πολιτικού κινδύνου και της αστάθειας αλλάζει μεταξύ των αναπτυγμένων και των αναδυόμενων αγορών.
Αυτήν την εβδομάδα, ο επικεφαλής του London Metal Exchange, Matthew Chamberlain, μου είπε πως στις αγορές εμπορευμάτων, τα γεγονότα στις δυτικές αγορές είναι αυτά που τείνουν να δημιουργούν μεταβλητότητα στις τιμές, ενώ η Κίνα έχει γίνει μια σχετική πηγή σταθερότητας. «Είναι μια μεγάλη αλλαγή» για την επενδυτική ψυχολογία.
Τα γεγονότα στις ΗΠΑ τώρα προσφέρουν ένα πιο εντυπωσιακό παράδειγμα αλλαγής. Τις τελευταίες εβδομάδες η κίνηση των τιμών των παραγώγων υποδηλώνει πως οι επενδυτές σπεύδουν να αγοράσουν συμβόλαια για να προστατευθούν από την άγρια μεταβλητότητα στις τιμές των τίτλων γύρω στην περίοδο των εκλογών του επόμενου μήνα. Πράγματι, αυτό φαίνεται να το κάνουν με τους πιο φρενήρεις ρυθμούς που έχουν δει ποτέ οι επαγγελματίες της αγοράς σε περίοδο αμερικανικών εκλογών.
«Οι προεδρικές εκλογές του 2020 βλέπουν ένα ιστορικά ευρύ περιθώριο even risk να έχει τιμολογηθεί από τις αγορές option σε διάφορους τίτλους», σημειώνει η JP Morgan σε σημείωμά της προς πελάτες, αναφέροντας πως οι μετοχές, τα επιτόκια και ο πιστωτικός τομέας είναι οι βασικοί τίτλοι που επηρεάζονται.
Αυτό που είναι αναμφίβολα εντυπωσιακό είναι πως αυτές οι έντονες μεταβολές στα παράγωγα εκτείνονται πέραν των συμβολαίων για την 3η Νοεμβρίου, την υποτιθέμενη ημερομηνία των εκλογών, φτάνοντας στο 2021. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτό υποδηλώνει πως οι επενδυτές φοβούνται μια εκτεταμένη διαμάχη για τα αποτελέσματα, σε σύγκριση με αυτό που συνέβη το 2000. Στη χειρότερη φοβούνται πως θα υπάρξει βία ή πως θα υπάρξει αδιέξοδο εάν ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αρνηθεί να φύγει από τον Λευκό Οίκο αν χάσει. «Προσπαθούμε να προεξοφλήσουμε ένα παντελώς νέο τύπο ρίσκου», σημείωνε μεγαλοστέλεχος hedge fund.
Το ζήτημα δεν είναι αν μια νίκη του υποψηφίου των Δημοκρατικών Τζο Μπάιντεν θα προκαλέσει ράλι στα πράσινα assets (αν και κατά πάσα βεβαιότητα αυτό θα συμβεί). Αυτό που πραγματικά προκαλεί ανησυχία στους επενδυτές είναι η προοπτική να καταρρεύσει η εμπιστοσύνη στην ευρύτερη πολιτική διαδικασία. «Οι φόβοι για κοινωνικές συγκρούσεις επηρεάζουν τώρα και τις αναπτυγμένες αγορές», παρατηρεί ο Henri Wallard της AXA insurance, επικαλούμενος μια νέα δημοσκόπηση.
Ορισμένοι asset managers αντιδρούν σε αυτό και αποσύρονται στο περιθώριο, ιδιαίτερα δεδομένου του αυξανόμενου κόστους της προστασίας. «Γίνεται όλο και πιο ακριβό να κάνεις αντιστάθμιση κινδύνου του εκλογικού αποτελέσματος» αναφέρονταν σε πρόσφατο σημείωμα του hedge fund Weiss Multi-Strategy Advisers.
Άλλοι αναπτύσσουν νέες πυξίδες για να παρακολουθήσουν τον πολιτικό κίνδυνο. Επειδή οι εθνικές δημοσκοπήσεις ήταν κακός οδηγός για την πρόβλεψη του εκλογικού αποτελέσματος το 2016, υπάρχει ένα αυξανόμενο επενδυτικό ενδιαφέρον για τη χρήση της πολιτικής πρόβλεψης και των αγορών στοιχηματισμού, ιδιαίτερα καθώς οι υποδηλούμενες προβλέψεις μπορεί να διαφέρουν από τις δημοσκοπήσεις. (νωρίτερα φέτος οι ιστοσελίδες στοιχηματισμού έδιναν στον Τραμπ καλύτερες πιθανότητες νίκης απ’ ότι οι δημοσκοπήσεις, αλλά αυτό έχει τώρα περιοριστεί).
Και ενώ οι ιστοσελίδες στοιχηματισμού έχουν βασιστεί μέχρι στιγμής σε κάπως «χοντροκομμένες» μεθοδολογίες, ωστόσο ορισμένοι επιχειρηματίες προσπαθούν να τις βελτιώσουν, λόγω της ζήτησης των πελατών. «Οι πολιτικές αγορές ήταν ο φτωχός συγγενής του αθλητικού στοιχηματισμού. Αλλά αυτό ωριμάζει ταχύτατα», αναφέρει ο Jose Garay, Ισπανός επιχειρηματίας που χτίζει μια πλατφόρμα με την ονομασία Guesser.
Οι επιχειρήσεις από την πλευρά των πωλητών αναμορφώνουν και αυτές τα εργαλεία κινδύνου τους. Η JPMorgan αποτελεί παράδειγμα. Το περασμένο έτος έκανε το (πρωτότυπο εκείνη την περίοδο) βήμα να λανσάρει τον λεγόμενο δείκτη Volfefe, για να παρακολουθεί το πώς διαμορφώνουν τις τιμές των futures τα tweets του Τραμπ. Αυτόν τον μήνα επικαιροποίησε το εργαλείο λόγω της αυξανόμενης εκλογικής αβεβαιότητας. «Τα μη παραδοσιακά μέτρα πολιτικής αβεβαιότητας έχουν γίνουν όλο και πιο χρήσιμα για την εκτίμηση της μεταβλητότητας στις αγορές των επιτοκίων», εξηγούσε στους πελάτες της. Με απλά λόγια, οι τραπεζίτες προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το παράξενο.
Ένας αισιόδοξος θα μπορούσε να θεωρήσει πως αυτό είναι απλώς άλλη μια ένδειξη της αγάπης της Wall Street για την καινοτομία. Ένας κυνικός μπορεί να πει πως η παρουσία αυτών των εργαλείων σημαίνει πως το μεγαλύτερος του κινδύνου των αμερικανικών εκλογών έχει ήδη προεξοφληθεί –και το πραγματικό «σοκ» θα ήταν μια κανονική εκλογική διαδικασία.
Όπως και να έχει, το σίριαλ δείχνει τον βαθμό στον οποίον ο ρόλος της Αμερικής στην παγκόσμια σκηνή αλλάζει, καθώς οι επενδυτές ξανασκέφτονται τις υποθέσεις που έκαναν στα τέλη του 20ου αιώνα. Αυτό είναι απίθανο να αλλάξει σύντομα, ακόμα και αν ο κ. Μπάιντεν κερδίσει τον Λευκό Οίκο, όπως υποδηλώνουν και οι αγορές στοιχηματισμού, αλλά και οι δημοσκοπήσεις.