Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που κυβερνά την Τουρκία για περισσότερα από 17 χρόνια, είναι γνωστός πραγματιστής αλλά και φιλοπόλεμος.
Έτσι, εν μέσω κλιμακούμενων εντάσεων στην ανατολική Μεσόγειο για τα εδαφικά όρια και τα θαλάσσια κοιτάσματα αερίου, η Τουρκία απέσυρε ένα ερευνητικό πλοίο και συμφώνησε να ξαναρχίσει τις συνομιλίες με την Ελλάδα, σύμμαχο στο ΝΑΤΟ και παλαιό αντίπαλο στο Αιγαίο. Όλα αυτά μόλις πριν την Ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής, που κατά κορυφαίο σύμβουλο του κ. Ερντογάν αποτελεί μια ευκαιρία για επανεκκίνηση στις σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρώπη.
Ωστόσο, φαίνεται ταυτόχρονα να μπλέκεται και σε μια ακόμα σύγκρουση: σε μια θανατηφόρα αναζωπύρωση της διαμάχης μεταξύ της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν για τον θύλακα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Αυτό θα μπορούσε να τον φέρει ενώπιον μιας ακόμα αντιπαράθεσης με τον πάλαι ποτέ φίλο του και επίσης ισχυρό άνδρα, τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν.
Για ανακεφαλαίωση: η Τουρκία και η Ρωσία βρίσκονται σε αντίθετες πλευρές στους εμφύλιους πολέμους στη Συρία και τη Λιβύη, ωστόσο προσπαθούν να συνεργαστούν στην προσπάθεια να διαχειριστούν αυτούς τους πολέμους προς αμοιβαίο τους όφελος.
Ο κ. Ερντογάν στήριξε σθεναρά την κυρίως σουνητική εξέγερση ενάντια στον Μπασάρ αλ Άσαντ στη Συρία από το 2011. Τότε είχε μια πιο ανοικτά νεο-ισλαμιστική μορφή, που περίμενε ότι οι δυνάμεις που συμμαχούσαν με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα θα τα σαρώσουν όλα σε μια σειρά αραβικών επαναστάσεων. Ο κ. Πούτιν διέσωσε το καθεστώς Άσαντ, στέλνοντας ρωσικές αεροπορικές δυνάμεις στη Συρία το 2015, από κοινού με τους Ιρανούς Φρουρούς της Επανάστασης και άλλους μαχητές στην περιοχή.
Όταν, το καλοκαίρι του 2016, ο κ. Ερντογάν κατέστειλε την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία -που κατά τον ίδιο, συνένοχες ήταν οι ΗΠΑ και ορισμένες χώρες της ΕΕ-, ο κ. Πούτιν κινήθηκε με ταχύτητα και ευελιξία για να «επουλώσει» το ρήγμα με την Άγκυρα. Αντιλαμβανόμενος πως βασική ανησυχία του κ. Ερντογάν ήταν να διώξει από τα σύνορά του τους Συροκούρδους αντάρτες, που συμμαχούσαν με τους Κούρδους αντάρτες εντός της Τουρκίας αλλά στηρίζονταν από τις ΗΠΑ στη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους, ο κ. Πούτιν επέτρεψε τρεις διαδοχικές εισβολές της Τουρκίας στη βόρεια Συρία, το 2016, το 2018 και το 2019.
Όμως καθώς η Ρωσία ανέκαμπτε ως περιφερειακή υπερδύναμη, ήρθε σε σύγκρουση με την επιθυμία της Τουρκίας για στρατηγικό βάθος. Αυτό τον Φεβρουάριο οι δύο χώρες έφτασαν στο χείλος του πολέμου στη Συρία.
Η παρέμβαση της Τουρκίας στη Λιβύη σκοπό είχε εν μέρει να διασφαλίσει τις διεκδικήσεις της στα κοιτάσματα πετρελαίου και αερίου στη Μεσόγειο. Τον Ιούνιο άλλαξε την ισορροπία στον εμφύλιο πόλεμο σε βάρος του Χαλίφα Χάφταρ, του πολέμαρχου που στηρίζουν η Ρωσία, η Γαλλία, η Αίγυπτος, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία.
Η Ρωσία φέρεται να έστειλε ως απάντηση μαχητικά αεροσκάφη στην ανατολική Λιβύη από τη βορειοδυτική Συρία. Η Αίγυπτος, με τη στήριξη των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και των μαχητικών της, απειλεί να εισβάλει στη Λιβύη για να σταματήσει την περαιτέρω προέλαση της Τουρκίας. Ενώ η Άγκυρα φαίνεται να μην έχει πάρει και πολύ στα σοβαρά αυτή την απειλή, ωστόσο υπάρχει περιθώριο για λάθος υπολογισμό.
Και περνάμε στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, όπου οι τωρινές συγκρούσεις είναι οι μεγαλύτερες από το σύντομο αλλά βίαιο ξέσπασμα του 2016, που είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν περίπου 200 άνθρωποι, αναθερμαίνοντας τους φόβους για μια επιστροφή του πολέμου των αρχών της δεκαετίας του 1990.
Η περιοχή και ο εθνοτικά αρμενικός πληθυσμός της αποσχίστηκε από το εθνοτικά τουρκικό Αζερμπαϊτζάν μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, σε μια σύγκρουση που επισκιάστηκε από τους πολέμους της Γιουγκοσλαβίας. Τώρα, υπάρχει ένας σημαντικός αγωγός πετρελαίου και αερίου που ξεκινά από το Αζερμπαϊτζάν και φτάνει στην Ευρώπη δια μέσου της Τουρκίας. Η Ρωσία, που έχει στρατιωτική βάση στην Αρμενία και αμυντική συμφωνία μαζί της, πουλά επίσης όπλα στο Αζερμπαϊτζάν και προσπαθεί να αποκλιμακώσει τη σύγκρουση.
Οι ισχυρισμοί της Αρμενίας πως η Τουρκία έχει στείλει Σύρους αντάρτες στο μέτωπο του Αζερμπαϊτζάν -επαναλαμβάνοντας την ανάπτυξη Σύρων ανταρτών στη Λιβύη- δεν έχουν ακόμα επιβεβαιωθεί και διαψεύδονται από το Αζερμπαϊτζάν, αν και η χώρα είχε πραγματοποιήσει κοινές στρατιωτικές ασκήσεις με την Τουρκία το καλοκαίρι. Και εδώ υπάρχει περιθώριο λάθος υπολογισμού.
Το να αμφισβητεί η Τουρκία τη Ρωσία στη Βόρεια Αφρική ή ακόμα και στην Εγγύς Ανατολή δεν είναι το ίδιο με μια αντιπαράθεση στον Καύκασο. Μπορεί να ήταν πρώην οθωμανικά εδάφη, όμως είναι πρώην σοβιετική περιοχή. Υπό την αυταρχική διακυβέρνηση του κ. Ερντογάν, το εννοιολογικό όριο μεταξύ της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής έχει σβήσει. Και τα δύο τροφοδοτούνται από έναν υπερ-εθνικισμό καθώς προσπαθεί να ενισχύσει τη συρρικνούμενη βάση του. Το ότι προσφεύγει στην επίδειξη σκληρής δύναμης στο εξωτερικό, παρακάμπτοντας γενιές πολύπειρων διπλωματών, δίνει την εντύπωση πως η Τουρκία έχει γίνει ανεξέλεγκτη.
Υπάρχουν οπωσδήποτε υποστηρικτές της άποψης αυτής στην ΕΕ και στις ΗΠΑ. Αν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ δεν καταφέρει να επανεκλεγεί τον Νοέμβριο, ο κ. Ερντογάν θα χάσει την ασπίδα που του προσέφερε η κυβέρνηση Τραμπ. Όλα αυτά έρχονται σε μια περίοδο που ο κ. Ερντογάν είναι πολιτικά ευάλωτος· ο τυχοδιωκτισμός του θα μπορούσε να ανακάμψει λόγω της αποδυνάμωσης της οικονομίας και του νομίσματος.
Λίγοι σύγχρονοι ηγέτες έχουν κυριαρχήσει τόσο στις χώρες τους, κερδίζοντας περισσότερες από δέκα εκλογικές αναμετρήσεις και δημοψηφίσματα μέσα σε σχεδόν δύο δεκαετίες. Ακόμα λιγότεροι το έχουν πράξει αυτό και ταυτόχρονα δείχνουν να μπορούν να διευρύνουν συνεχώς την εξουσία τους.
Αν ο κ. Ερντογάν το παρακάνει τώρα, μπορεί καταστρέψει αυτό το ρεκόρ.