H επενδυτική βιομηχανία υπενθυμίζει στους πελάτες ότι οι ως τώρα επιδόσεις δεν εγγυώνται τις μελλοντικές. Αυτή η κλασική αποποίηση ευθυνών αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα σε μια περίοδο που οι επενδυτές είναι αντιμέτωποι με έναν κόσμο υψηλών τιμών στα ομόλογα και φουσκωμένων αποτιμήσεων για τις τεχνολογικές και ποιοτικές εταιρείες που κυριαρχούν στην αμερικανική και σε άλλες αγορές μετοχών.
Με αυτές τις τιμές στις δύο βασικές κατηγορίες ενεργητικού – τις μετοχές και τα ομόλογα – το μέλλον προμηνύεται δύσκολο. Πολλοί διαχειριστές κεφαλαίων αναμένουν χαμηλές μονοψήφιες αποδόσεις τα επόμενα πέντε χρόνια. Οι επιδόσεις αναμένεται να είναι πολύ χειρότερες σε ένα πιο πληθωριστικό περιβάλλον.
Oι παραδοσιακοί επενδυτές είναι αντιμέτωποι με ένα διττό πρόβλημα. Οι προοπτικές περαιτέρω κεφαλαιακής ανατίμησης στις μετοχές και τα ομόλογα φαίνονται περιορισμένες, δεδομένων των σημερινών υψηλών τιμών. Πράγματι, κάποιες εστίες της αγοράς μετοχών μακριά από τον ταχύτατα αναπτυσσόμενο τεχνολογικό τομέα μοιάζουν να προσφέρουν ορισμένες καλές ευκαιρίες. Αλλά είναι φθηνές για κάποιο λόγο, εξαιτίας ανατρεπτικών δυνάμεων που πιθανότατα θα συνεχίσουν να υφίστανται ακόμα και όταν η πανδημία εξασθενήσει ή έρθει ένα εμβόλιο.
Όσον αφορά τις πηγές εισοδήματος που επανεπενδύονται, όχι μόνο είναι κοντά στο μηδέν οι παγκόσμιες αποδόσεις των ομολόγων, αλλά μειώνονται και οι σταθερές αποδόσεις για το εταιρικό χρέος υψηλής απόδοσης. Για παράδειγμα, η Citi Private Bank υπολογίζει ότι η παγκόσμια αγορά ομολόγων αποδίδει 1%, συμπεριλαμβανομένων και των αγορών υψηλής απόδοσης και των αναδυόμενων. Ακόμα και για τις μετοχές, η δωδεκάμηνη μερισματική απόδοση του blue chip δείκτη S&P 500 βρίσκεται στο 1,86% και έχει περάσει την τελευταία δεκαετία κοντά στο 2%.
Η διόρθωση στις τεχνολογικές μετοχές είχε σαν αποτέλεσμα η Wall Street να υποχωρήσει με διπλάσιο ρυθμό από τα άλλα χρηματιστήρια τον Σεπτέμβριο. Αλλά αυτό που ξεχωρίζει αυτή τη στιγμή είναι η έλλειψη ενός ράλι στην αξία των 10ετών treasuries.
Συνήθως, η πτώση στις τιμές των μετοχών συνοδεύεται από μεγάλη άνοδο στην αξία των treasuries, το οποίο αντανακλά τον ρόλο τους ως ασφαλών καταφυγίων σε ένα διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο. Αντίθετα, τα treasuries έχουν καταγράψει ήπιες μεταβολές από τις αρχές Αυγούστου και η διατήρηση της απόδοσης του 10ετούς ομολόγου κοντά στο 0,66% καταδεικνύει μια περιορισμένη δυναμική για σημαντικά κέρδη που θα αντισταθμίσουν τις απώλειες από μια βουτιά στα στοιχεία ενεργητικού με μεγαλύτερο ρίσκο.
Εξού και οι ανησυχίες για το νόημα ενός χαρτοφυλακίου με 60% μετοχές και 40% ομόλογα και γιατί κάποιοι επενδυτές τάσσονται υπέρ της μεγαλύτερης έκθεσης σε μετοχές εις βάρος των treasuries, που λειτουργούν περισσότερο σαν ένα εργαλείο ρευστότητας. Αλλοί βλέπουν τα εταιρικά ομόλογα υψηλότερης απόδοσης, τα οποία στηρίζουν τώρα οι κεντρικές τράπεζες, ως δυνητικό αντικαταστάτη του κρατικού χρέους στα χαρτοφυλάκια.
Το ζήτημα, λοιπόν, είναι αν πρέπει να κοιτάξει κανείς για εναλλακτικές. Κατά την τελευταία δεκαετία, οι επενδυτές επιλέγουν λιγότερο ρευστοποιήσιμα στοιχεία ενεργητικού -όπως το real estate, οι υποδομές και μη εισηγμένα στοιχεία ενεργητικού- για να εξασφαλίσουν αποδόσεις που δεν επηρεάζονται από τις διακυμάνσεις στην τιμή των μετοχών και των ομολόγων. Να αναμένετε μεγαλύτερη στροφή στις εναλλακτικές αυτές, ειδικά από τη στιγμή που η τρέχουσα τάση αποστροφής του ρίσκου συνοδεύεται από μια επικίνδυνη δυναμική ανάμεσα στις αγορές μετοχών και ομολόγων.
Ο Μαρκ Χάεφελ, CIO στη UBS Wealth, είναι από τους υπέρμαχους της διαφοροποίησης των χαρτοφυλακίων μέσω μη εισηγμένων σε χρηματιστήρια στοιχείων ενεργητικού. Υποστηρίζει ότι μπορεί να αυξήσουν τις αποδόσεις για τους επενδυτές, δεδομένου του ότι η πανδημία θυμίζει τις οικονομικές και χρηματιστηριακές κρίσεις του 2001 και 2008. «Αυτή η κατηγορία ενεργητικού συνήθως αποφέρει υψηλότερες αποδόσεις από τους εισηγμένους τίτλους καθώς κερδίζει ένα illiquidity premium από 1 με 3 περίπου ποσοστιαίες μονάδες τον χρόνο» τόνισε.
Στο real estate για παράδειγμα, η Citi Private Bank πιστεύει ότι οι κεραίες κινητής τηλεφωνίας, οι επενδύσεις σε βιομηχανικούς και αποθηκευτικούς χώρους και οι δομές υγείας μπορεί να επωφεληθούν από τις αυξημένες δαπάνες στις υποδομές ή στην υγεία.
Προσγειώνοντας τις προσδοκίες, αναλυτές στη Bernstein υπογραμμίζουν ότι «τα ιστορικά υψηλά επίπεδα» ιδιωτικού κεφαλαίου μπορεί να οδηγήσουν την τιμή εισόδου των στοιχείων ενεργητικού υψηλότερα και ως εκ τούτου να μειώσουν τις μακροπρόθεσμες αποδόσεις για τους επενδυτές. Το ποσό που έχει επενδυθεί σε private equity, real estate, υποδομές, ιδιωτικό χρέος και φυσικούς πόρους έχει σκαρφαλώσει στα $2,5 τρισ. φέτος, σύμφωνα με στοιχεία της Prequin.
Μια άλλη ανησυχία είναι ότι ένας κύκλος πτωχεύσεων θα πλήξει την επίδοση του private equity, ειδικά στον τομέα του εμπορικού real estate. Οι επενδυτές είναι αντιμέτωποι με ένα είδος λοταρίας όσον αφορά τις αποδόσεις σε έναν τομέα που δεν διστάζει να χρεώνει μεγάλες προμήθειες.
Περισσότεροι πόροι θα κατευθυνθούν πιθανότατα προς εναλλακτικά στοιχεία ενεργητικού, αλλά το πολύ μικρότερο μέγεθος της αγοράς αυτής, σε σχέση με τις αγορές εισηγμένων τίτλων, περιορίζει τη δυνατότητα μιας τέτοιας προσέγγισης να οδηγήσει σε ισχυρότερες μακροπρόθεσμες επιδόσεις. Οι αποδόσεις από τα μη εισηγμένα στοιχεία ενεργητικού θα βοηθήσουν, αλλά εν τέλει, μια ευρύτερη στρατηγική παραμένει σημαντική: μια στρατηγική που αναζητά ροές μερισμάτων και κουπόνια σε μετοχές και χρεόγραφα που επηρεάζονται λιγότερο από τις απότομες αλλαγές στα επιτόκια.
Καλωσήρθατε στoυς δύσκολους καιρούς των χαμηλών επιτοκίων και των υψηλών αποτιμήσεων.