Τι πιθανότητες θα δίνατε ότι ίσως υπάρξει και νέα χρηματοπιστωτική κρίση; Αυτόν τον μήνα, αυτοί που βγάζουν τα στοιχεία στην εταιρεία ερευνών Oxford Economics, έθεσαν το ερώτημα σε 162 επιχειρηματίες ανά τον κόσμο. Η μέση απάντησή τους ήταν 20% τα επόμενα δυο χρόνια.
Αυτό είναι δυο φορές υψηλότερο από τον εκλαμβανόμενο κίνδυνο ενός δεύτερου παγκόσμιου κύματος της πανδημίας της Covid-19 και επίσης, δυστυχώς, της πιθανότητας να έχουμε νωρίς ένα αποτελεσματικό εμβόλιο κατά της νόσου.
Αυτοί οι φόβοι έχουν ήδη απτές συνέπειες: μείωσαν περισσότερο απ’ όσο δικαιολογούν τα πραγματικά στοιχεία το επιχειρηματικό κλίμα στην έρευνα της Oxford αυτόν τον μήνα. «Η ανάλυσή μας υποδηλώνει πως μεγάλο μέρος του ζοφερού κλίματος οφείλεται στους φόβους για μια χρηματοπιστωτική κρίση», ανέφερε ο επικεφαλής οικονομολόγος της δημοσκόπησης, Jamie Thompson.
Αυτό θα πρέπει να απασχολεί τους επενδυτές, όχι όμως επειδή είναι πιθανό να «σκάσει» μια χρηματοπιστωτική κρίση αυτή τη στιγμή, τουλάχιστον όχι όπως αυτή του 2008. Τουλάχιστον δυο παράγοντες μετριάζουν αυτόν τον κίνδυνο.
Πρώτον, η Fed και άλλες κεντρικές τράπεζες έχουν ξεκαθαρίσει πως θα κάνουν «ό,τι χρειαστεί» - για να θυμηθούμε την υπόσχεση του Mario Draghi το 2012- ώστε να συνεχίσουν να λειτουργούν οι αγορές κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Τα γεγονότα του Μαρτίου το έδειξαν αυτό: όταν «πάγωσε» η αγορά αμερικανικών κρατικών ομολόγων, η Fed παρενέβη με έκτακτη στήριξη ρευστότητας.
Δεύτερον, δεν είναι οι τράπεζες η πηγή του φετινού οικονομικού σοκ. Μάλιστα, είναι καλύτερα κεφαλαιοποιημένες στις ΗΠΑ και στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης απ’ ότι ήταν το 2008. «Οι μεγάλες αμερικανικές τράπεζες εισήλθαν στην κρίση όντας σε ισχυρή κατάσταση, και η Fed έχει λάβει αρκετά σημαντικά μέτρα για να βοηθήσει ώστε να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα των τραπεζών», ανέφερε ο Randal Quarles, ανώτατο στέλεχος της Fed. Ή, όπως το θέτει ο όμιλος χρηματοοικονομικών δεδομένων Morningstar, «ο κίνδυνος χρεοκοπίας και μιας κεφαλαιακής κρίσης για το αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα φαίνεται πως είναι πολύ χαμηλότερος αυτή τη φορά».
Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα: μια χρηματοπιστωτική κρίση δεν εκδηλώνεται πάντα με τον ίδιο τρόπο, όπως με την κατάρρευση της Lehman Brothers. Κάποιες φορές οι χρηματοπιστωτικές πιέσεις εκδηλώνονται με πιο «ύπουλο» τρόπο. Οι ακριβολόγοι μπορεί να διαφωνούν για το αν ένα τέτοιο σενάριο δικαιολογείται να χαρακτηριστεί ως «κρίση». Αλλά το σημείο-κλειδί είναι πως οι χρόνιες πιέσεις μπορεί να είναι οικονομικά εξαιρετικά εξουθενωτικές, όπως οπωσδήποτε γνωρίζουν αυτοί που συμμετείχαν στην έρευνα της Oxford.
Ένα πρόβλημα που «στοιχειώνει» τη χρηματοοικονομική, όπως σημειώνει η επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, Carmen Reinhart, είναι πως η μόχλευση σε πολλά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ήταν στα ύψη ακόμα και πριν την Covid-19. «Αν κοιτάξεις τα ευάλωτα σημεία του χρηματοπιστωτικού τομέα, μακροπρόθεσμα είναι δύσκολο να μην είναι ζοφερή η εικόνα» μου είπε κατά τη διάρκεια ενός webinar.
Σε αυτό έρχεται να προστεθεί και ότι εξακολουθεί να είναι αδύνατον να υπολογιστεί η κλίμακα των μελλοντικών πιστωτικών απωλειών από την Covid-19 όσο συνεχίζει να βρίσκεται σε έξαρση η πανδημία, ιδιαίτερα καθώς η ευρεία πολιτική της πιστωτικής αναστολής κρύβει μεγάλο μέρος της ζημιάς. «Αν και οι τράπεζες δεν ήταν η πηγή της κρίσης, ωστόσο δεν μπορεί να περιμένουν ότι θα μείνουν αλώβητες», σύμφωνα με τον Hyun Song Shin, επικεφαλής οικονομολόγο της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS). «Η πρώτη φάση ρευστότητας της κρίσης δίνει τώρα τη θέση της στη φάση της φερεγγυότητας, και οι τράπεζες αναμφίβολα θα επωμιστούν το βάρος».
Οι μεγάλες αμερικανικές τράπεζες έχουν αυξήσει τα αποθεματικά τους για να το αντιμετωπίσουν αυτό. Όμως η κα Reinhart ανησυχεί πως οι τράπεζες σε χώρες όπως η Ινδία και η Ιταλία είναι λιγότερο προετοιμασμένες. Επιπλέον, τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια διαβρώνουν την κερδοφορία των τραπεζών.
Ένα άλλο ζήτημα είναι πως είναι δύσκολο να δημιουργηθεί μοντέλο για τους μελλοντικούς κινδύνους ελλείψει ιστορικού προηγούμενου. «Οι κρίσεις συνήθως συμβαίνουν λόγω ενός κύκλου boom-to-bust και οι επενδυτές ξέρουν με τι μοιάζει αυτό. Αυτό είναι διαφορετικό», συμπληρώνει η κα Reinhart. Καθώς πολλή περισσότερη χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ρέει μέσω του μη τραπεζικού τομέα, των κεφαλαιαγορών, μπορεί εύκολα να υπάρξουν άσχημες εκπλήξεις.
Το έναυσμα για το πάγωμα των treasuries τον Μάρτιο, για παράδειγμα, μπορεί να εντοπιστεί στα hedge funds, σε έναν τομέα που οι ρυθμιστικές αρχές δεν γνωρίζουν τόσο καλά όσο τις τράπεζες. Αν ή όταν αυξηθούν τα επιτόκια, μπορεί να προκύψουν περισσότερα τέτοια σοκ. Όπως είπε σε πελάτες της αυτήν την εβδομάδα η Deutsche Bank, «βλέπουμε έναν αυξανόμενο κίνδυνο να υπάρξουν στη συνέχεια χρηματοοικονομικές διαταραχές από την αυξανόμενη υπερεκτίμηση των στοιχείων ενεργητικού και από τα αυξανόμενα επίπεδα χρέους».
Φυσικά, μια τέτοια διαταραχή μπορεί να μην δικαιολογεί πηχυαίους τίτλους στον Τύπο, δεδομένων όλων των άλλων πιο άμεσα ανησυχητικών ειδήσεων που υπάρχουν αυτή τη στιγμή. Όμως οι επενδυτές θα πρέπει να θυμούνται ότι αν οι τράπεζες αντιδράσουν σε μια κρυφή αύξηση της αθέτησης πληρωμών–και το σημαντικότερο, σε έναν φόβο μελλοντικής πίεσης- αυτό θα μπορούσε να συσφίξει τις πιστωτικές συνθήκες παρά τις πολιτικές των κεντρικών τραπεζών.
«Οι έρευνες ήδη δείχνουν μια σημαντική σύσφιξη των standards δανεισμού» παρατηρεί ο κ. Shin. Ή όπως σημειώνει η κα Reinhart, «μια πιστωτική κρίση φαίνεται πράγματι πολύ πιθανή». Έτσι, δεν είναι απορίας άξιο που η Oxford βρήκε ότι οι φόβοι για τα χρηματοοικονομικά δηλητηριάζουν την εμπιστοσύνη, ούτε ότι η πιθανότητα μιας οικονομικής ανάκαμψης τύπου “V” μοιάζει όλο και μικρότερη.