Κάθε φορά που η ευρωζώνη έρχεται αντιμέτωπη με κρίση, αποδυναμώνεται. Το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό κραχ του 2008 επέφερε πλήγμα στον τραπεζικό τομέα. Η κρίση χρέους της ευρωζώνης έπληξε όσους είχαν αγοράσει ομόλογα κρατών της Νότιας Ευρώπης. Τα μέτρα καραντίνας που επιβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας θα ζημιώσουν περισσότερο τις ιδιωτικές εταιρείες και τους υπαλλήλους.
Ενώ οι προηγούμενες κρίσεις ήταν ως επί το πλείστον μακροοικονομικές, τούτη έχει μικροοικονομικό χαρακτήρα. Οι εταιρικές χρεοκοπίες και η υψηλότερη ανεργία θα είναι οι πληγές που θα αφήσει.
Οι φορείς άσκησης πολιτικής της ευρωζώνης, προς τιμήν τους, κατόρθωσαν να αποφύγουν κάποια από τα πιο σοβαρά λάθη του παρελθόντος. Έπραξαν ορθά που στήριξαν τις εταιρείες μέσω πιστωτικών εγγυήσεων και τους εργαζομένους μέσω επιδομάτων. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έπραξε επίσης ορθά που διεύρυνε την πιστωτική της στήριξη και επέκτεινε τις αγορές στοιχείων ενεργητικού. Ως τώρα, κανείς δεν έχει διαπράξει κάποιο καταστροφικό λάθος. Αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει.
O μεγαλύτερος κίνδυνος τώρα είναι να κάνουν οι κυβερνήσεις το 2021 ό,τι έκαναν και το 2020. Ορθώς συνεχίζουν να προσφέρουν σημαντική δημοσιονομική στήριξη, αλλά η έμφαση πρέπει να μετατοπιστεί από την προστασία στην αύξηση της παραγωγικότητας.
Για παράδειγμα, η απόφαση της Γερμανίας την περασμένη εβδομάδα να παρατείνει τα προγράμματα για τη βραχυπρόθεσμη εργασία ως το τέλος του 2021 ήταν λανθασμένη. Παράταση έλαβαν και οι εξαιρέσεις για τις εταιρικές χρεοκοπίες. Οι εταιρείες δεν θα είναι πλέον υποχρεωμένες να κηρύξουν χρεοκοπία λόγω υψηλού χρέους. Αυτή θα είναι η δεκαετία της ρύθμισης χρέους.
Το πολιτικό σκεπτικό πίσω από όλα αυτά είναι ξεκάθαρο: το 2021 είναι χρονιά εκλογών στη Γερμανία και κανείς από τον κυβερνητικό συνασπισμό δεν θέλει να προκαλέσει την οργή των ψηφοφόρων. Ακόμα και έτσι, δεν έχει οικονομική λογική η προστασία θέσεων εργασίας σε τομείς που βρίσκονταν ήδη υπό απειλή πριν την κρίση όπως τα λιγνιτωρυχεία, οι προμηθευτές ανταλλακτικών αυτοκινήτων και κάποια τμήματα της βιομηχανίας χημικών και μηχανολογικού εξοπλισμού. Η Γερμανία θα έπρεπε αντίθετα να στηρίξει τις ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις στις τηλεπικοινωνίες, την τεχνητή νοημοσύνη και την πράσινη ενέργεια.
Oι συνέπειες της αδύναμης παραγωγικότητας είναι εμφανείς σε όλη την ευρωζώνη, ειδικά στην Ιταλία. Ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι δεν είχε ποτέ άλλοτε τόσο δίκιο, όταν είπε πρόσφατα ότι οι δημόσιες δαπάνες πρέπει να επικεντρωθούν στη στήριξη των νέων και την τεχνολογική έρευνα. Δυστυχώς, η Ιταλία υποφέρει από ένα τριπλό πρόβλημα: βιώνει μια εξαιρετικά μεγάλη πτώση στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας, είναι «κλειδωμένη» σε μια νομισματική ένωση και είναι υπερβολικά εξαρτημένη από τον τουρισμό, ο οποίος αντιστοιχεί περίπου στο 13% του ΑΕΠ ή περίπου σε €200 δισ. τον χρόνο.
Πέρασα μερικές εβδομάδες σε διάφορες πόλεις του ιταλικού Βορρά αυτό το καλοκαίρι και πρώτη φορά είδα τόσο άδεια τη Βενετία και την Μπολόνια. Σύμφωνα με ανεπίσημα στοιχεία από τοπικούς ξενοδόχους, η τουριστική κίνηση υποχώρησε κατά 80%. Ακόμα και αν η μέτρηση αποδειχθεί ιδιαίτερα απαισιόδοξη, είναι ασφαλές να προβλέψει κανείς μια συνολική απώλεια τουριστικών εσόδων πάνω από € 100 δισ. τη φετινή χρονιά. Ένας ξενοδόχος ανέφερε πως δεν αναμένει σημαντική ανάκαμψη στον τουρισμό ούτε και την επόμενη χρονιά.
Οπότε η οικονομική πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει μακροπρόθεσμα η Ιταλία είναι πώς θα γίνει λιγότερο εξαρτημένη από τον τουρισμό και πιο παραγωγική. Δυστυχώς, γίνεται ελάχιστη συζήτηση για μεταρρυθμίσεις, πέρα από τη νομοθεσία για τη μείωση της γραφειοκρατίας. Είναι πολύ πιθανό το Κίνημα των Πέντε Αστέρων και το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα να καταφέρουν να περάσουν την κρίση αυτή με τη βοήθεια των χρημάτων από το Ταμείο Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά δεν υπάρχει μια ευρύτερη στρατηγική.
Η Γερμανία διαφέρει βέβαια από την Ιταλία όσον αφορά τη διαχείριση της οικονομίας, την ανθεκτικότητά της και στους τομείς εξειδίκευσης. Αλλά και οι δύο εισέρχονται στη δεκαετία αυτή με παρόμοια νοοτροπία και ελάχιστη στήριξη για την επιχειρηματικότητα και τις ελεύθερες αγορές.
Η οικονομική μεταρρύθμιση στην Ευρώπη αποτελεί αντικείμενο συζήτησης εδώ και δεκαετίες. Δυστυχώς η συζήτηση έχει επικεντρωθεί υπερβολικά στην αγορά εργασίας και όχι όσο θα έπρεπε στην καινοτομία. Η Ιταλία πρέπει να συρρικνώσει τον κρατικό τομέα και να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις στο αναποτελεσματικό δικαστικό σύστημα, που παρακωλύει την επιχειρηματική δραστηριότητα. Κανένας ξένος δεν θα διανοηθεί να ξεκινήσει μια startup στην Ιταλία, γνωρίζοντας ότι χρειάζονται χρόνια για να εξεταστεί μια υπόθεση στο δικαστήριο. Άλλες προτεραιότητες είναι μεταξύ άλλων -και αυτό ισχύει και για τη Γερμανία- οι φοροελαφρύνσεις για την ενθάρρυνση των ιδιωτικών επενδύσεων, η στήριξη του δημοσίου στους τομείς που έχουν στρατηγική σημασία για την οικονομία και η σταδιακή απόσυρση των έκτακτων κονδυλίων στήριξης για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Αλλά αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Η ευρωζώνη βγαίνει από μια μακρά περίοδο λιτότητας και αποχής και ξανακυλάει στις κακές συνήθειες. Μόλις τα έκτακτα μέτρα στήριξης παραταθούν ως το 2021, θα είναι ολοένα και πιο δύσκολο να αποσυρθούν. Είναι πολύ πιθανό ότι το τέλος της τρέχουσας κρίσης θα αφήσει την ευρωζώνη στην πιο αδύναμη θέση από τις μεγάλες ανεπτυγμένες οικονομίες.