Oι λαϊκιστές αρέσκονται να χρησιμοποιούν σλόγκαν με τρεις λέξεις, τα οποία ξεκινάνε πάντα με ρήμα. Τα συνθήματα «ανακτήστε τον έλεγχο» και «χτίστε τον τοίχο» φάνηκαν ιδιαίτερα χρήσιμα στους αγγλοσάξονες λαϊκιστές το 2016.
Oι ηγέτες γίνονται φλύαροι όταν αναλάβουν καθήκοντα – οι αυλικοί, αυτοί οι υπομονετικοί ακροατές, ενθαρρύνουν τις κακές συνήθειες – αλλά ένα από τα πιο επιτυχημένα «τιτιβίσματα» του Ντόναλντ Τραμπ ακολουθεί πιστά το μοτίβο. «Ανοίξτε τα σχολεία!!!» έγραψε ο Αμερικανός πρόεδρος, με τις αναδημοσιεύσεις του μηνύματος να φτάνουν τις 400.000 σε 24 ώρες.
Το πνεύμα, όπως θα παρατηρήσατε, είναι το αντίθετο από αυτό ενός απολυταρχικού ηγέτη. Αλλά ανάλογη ήταν και η αρχική του αντίδραση στη Covid-19: η καθυστέρηση να απαγορεύσει δραστηριότητες, να ενθαρρύνει ή ακόμα και να σεβαστεί τη χρήση μάσκας. Και το ίδιο πνεύμα διακρίνει και τη γραμμή του Λευκού Οίκου στη δημοσιονομική ανακούφιση. Ο Λάρι Κάντλοου, ο οικονομικός του σύμβουλος, ανησυχεί για τα «αντικίνητρα» στην εργασία. Όποιο πνεύμα και αν διαπνέει το σχόλιο αυτό, δεν είναι αυτό του κρατικού πατερναλισμού.
Aκόμα και προτού εκλεγεί, οι φιλελεύθεροι διάβαζαν τον Τραμπ πρωτίστως ως απολυταρχικό. Η Αν Απλμπάουμ δεν είναι η μόνη που τον συγκρίνει με τον Ούγγρο πρωθυπουργό, Βίκτορ Όρμπαν, στο νέο της βιβλίο «H Χαραυγή της Δημοκρατίας».
Η αντίληψη αυτή δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία αν δεν οδηγούσε σε απατηλές προσδοκίες. Υπονοεί ότι η εκλογική ήττα του Τραμπ τον Νοέμβριο μπορεί να συνιστά και απόρριψη της απολυταρχίας. Μετά από μια σκοτεινή πενταετία, η ελεύθερη κοινωνία θα μπορεί να στηριχτεί σε μια νέα ψήφο εμπιστοσύνης από τους πολίτες. «Η αρπαγή της ελευθερίας μας θα σας στοιχίσει» θα είναι το μήνυμα των ψηφοφόρων στους ηγέτες.
Είναι τόσο καθησυχαστική η σκέψη αυτή που είναι κρίμα ότι είναι εσφαλμένη. Ο Τραμπ δεν θα χάσει τις εκλογές αυτές λόγω του απολυταρχισμού του. Αντίθετα, έχασε την πίστη των πολιτών λόγω της χαλαρότητας που επέδειξε. Η παθητική προσέγγισή του απέναντι στον ιό (150.000 Αμερικανοί έχασαν τη ζωή τους) είναι αυτό που άλλαξε το τοπίο στις δημοσκοπήσεις εναντίον του. Οι πιο απολυταρχικές συμπεριφορές του δεν είχαν τέτοιο αποτέλεσμα. Μετά τη σκληρότητα που επέδειξε απέναντι στους μετανάστες στα μεξικανικά σύνορα, παρέμεινε σταθερός στις δημοσκοπήσεις. Μετά τις διάφορες ταξιδιωτικές απαγορεύσεις, η δημοτικότητά του ανέκαμψε. Μετά τις επιθέσεις του ενάντια σε δημοσιογράφους, δικαστές, δημοσίους υπαλλήλους και όλους όσους τον αμφισβητούσαν, είχε ισότιμες πιθανότητες επανεκλογής με τον αντίπαλό του.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιθετική αντίδρασή του στις διαδηλώσεις αυτού του καλοκαιριού δεν ήταν δημοφιλής. Κάντε το νοητικό πείραμα: αν ο κ. Τραμπ είχε ελέγξει άμεσα και αποτελεσματικά τον ιό, αλλά έδινε εντολή να καθαρίσει η πλατεία Λαφαγιέτ για να βγάλει μια φωτογραφία, θα ήταν 10 μονάδες πίσω από τον Δημοκρατικό Τζο Μπάιντεν;
Οι ψηφοφόροι δεν τιμωρούν την εξαύλωση των φιλελεύθερων αξιών από τον πρόεδρο. Είναι η έλλειψη πυγμής αυτό που δεν μπορεί να συγχωρεθεί σε έναν ηγέτη ο οποίος είχε παρουσιαστεί ως σκληρός. Το πρόβλημα του Τραμπ είναι ότι προσφέρει στους Αμερικανούς τη μορφή και το στιλ της απολυταρχίας αλλά όχι το αίσθημα της ασφάλειας που αποτελεί το ουσιαστικό της χαρακτηριστικό. Είναι αυταρχικός, αλλά όχι ισχυρός. Από αυτό συνάγεται ότι ένας γνήσιος απολυταρχικός ηγέτης – ο οποίος θα έχει πραγματικά πυγμή – θα μπορούσε να κερδίσει τη στήριξή τους. Ακόμα και μια σαρωτική νίκη των Δημοκρατικών στον Νοέμβριο δεν θα αποδείκνυε το αντίθετο. Ο ενθουσιασμός των φιλελεύθερων τη νύχτα εκείνη θα πρέπει να είναι συγκρατημένος.
Oι λαϊκιστές έχουν δύο διαφορετικές πλευρές όσον αφορά το ζήτημα της ανθρώπινης ελευθερίας. Τάσσονται υπέρ ενός πιο παρεμβατικού κράτους σε κάποιους τομείς (εμπόριο, μετανάστευση, έγκλημα) αλλά αντιπαθούν ακόμα και τα ήπια μέτρα στη δημόσια υγεία, τη φορολογία και το περιβάλλον. H τρομακτική Ουάσιγκτον είναι ταυτόχρονα μια φορτική νταντά και ένας απών σπιτονοικοκύρης, παραμένοντας αμέτοχη, ενώ η καρδιά της Αμερικής γονατίζει από την αποβιομηχανοποίηση και τη χρήση οπιοειδών. Οι Βρετανοί Συντηρητικοί, oι οποίοι τα πήγαν εξίσου άσχημα στη διαχείριση της πανδημίας, περιέχουν αυτή την αντίφαση όσο και οι Αμερικανοί Ρεπουμπλικάνοι.
Οι θεωρητικές αντιφάσεις δεν είναι ντροπή. Αλλά είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι από τις δύο ροπές του λαϊκισμού, την απολυταρχική και αυτή που αντίκειται στην κρατική παρέμβαση, είναι η δεύτερη που βλάπτει τον Τραμπ. Οι ψηφοφόροι θέλουν τα σχολεία να ανοίξουν αργότερα παρά νωρίτερα. Ανησυχούσαν για την πρόωρη άρση των περιοριστικών μέτρων τον Μάιο. Οι δημοσιονομικές μεταβιβάσεις ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς. Από την άλλη, ανέχτηκαν τρία χρόνια δημαγωγίας χωρίς να του γυρίσουν την πλάτη.
Γνωρίζοντας τα παραπάνω, ο Μπάιντεν δεν πολιτεύεται ως το φιλελεύθερο αντίδοτο σε έναν Καίσαρα. Πολιτεύεται απλά ως κάποιος που είναι πιο ικανός να κάνει πράγματα. Η πλατφόρμα του θα σας καθησυχάσει με το σχέδιο της να «επεκτείνει τα επιδόματα ανεργίας μεταρρυθμίζοντας τα βραχυπρόθεσμα προγράμματα αποζημίωσης» και άλλα παρόμοια. Οι επιθέσεις του στον Τραμπ εστιάζουν στην απερισκεψία με την οποία αντιμετώπισε τον ιό τον Ιανουάριο, όχι την αμφίθυμη σχέση του με το κράτος δικαίου.
Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε ότι ο Μπάιντεν θα είναι λιγότερο απολυταρχικός σαν πρόεδρος. Αλλά ας μην υποκρινόμαστε ότι οι ψηφοφόροι θα τον εκλέξουν για αυτό τον λόγο.