Οι χρηματοοικονομικές πιέσεις που προκάλεσε η Covid-19 κάθε άλλο παρά έχουν τελειώσει. Οι επενδυτές θα πρέπει να προετοιμαστούν για εξάπλωση της αθέτησης πληρωμών πολύ πέραν των πιο ευάλωτων εταιρικών και κρατικών δανειοληπτών, σε μια κρίση που απειλεί να σύρει τις τιμές χαμηλότερα.
Υπάρχει ακόμα χρόνος να προλάβουν αυτή την τάση. Αντί να αγοράζουν τίτλους με αποτιμήσεις εκπληκτικά αποσυνδεδεμένες από τα υποκείμενα εταιρικά και οικονομικά θεμελιώδη, οι επενδυτές θα πρέπει να σκεφτούν πολύ περισσότερο την αξία ανάκτησης των τίτλων τους και να προσαρμόσουν τα χαρτοφυλάκιά τους αναλόγως.
Μέχρι στιγμής, παρά τις ενδείξεις αυξημένης πίεσης στους εταιρικούς και δημόσιους ισολογισμούς, οι αθετήσεις πληρωμών περιορίζονται σε μεγάλο βαθμό σε ορισμένα τμήματα που έχουν επηρεαστεί σοβαρά από την κρίση. Όμως η αίσθηση πως τα χειρότερα δεν ήρθαν τελικά έχει δώσει «τροφή» για εφησυχασμό των επενδυτών. Μια νέα γενιά λιανικών επενδυτών έχει αναδυθεί, βοηθώντας τις μετοχές να συνεχίσουν ακάθεκτες την πορεία τους υψηλότερα.
Η αισιοδοξία των επενδυτών έρχεται σε αντίθεση με την περίσκεψη των επιχειρήσεων. Ενώ πολλές κεντρικές κυβερνήσεις έχουν επικεντρωθεί στην επανεκκίνηση των οικονομιών που έκλεισαν λόγω των lockdown που επιβλήθηκαν για να περιοριστεί η εξάπλωση του ιού, οι περισσότερες επιχειρήσεις παραμένουν επιφυλακτικές. Πολλές εξακολουθούν να ψάχνουν τρόπους για περαιτέρω περιορισμό των δαπανών τους.
Η νέα έξαρση των μολύνσεων στον κόσμο ενθάρρυνε την επιφυλακτικότητα. Στις ΗΠΑ, η πλειονότητα των πολιτειών έχουν επιλέξει τώρα να «παγώσουν» ή να αντιστρέψουν τους σχεδιασμούς τους για χαλάρωση των lockdown. Και υπάρχει κάθε λόγος οι επιχειρήσεις και οι επενδυτές να κινηθούν προσεκτικά. Οι ειδικοί σε θέματα υγείας μάς προειδοποιούν για την υπεραισιοδοξία για την εύρεση εμβολίου και, κρίνοντας από τις περιοχές που έχουν επηρεαστεί περισσότερο, είναι υπερβολικά πολλοί οι άνθρωποι που δεν έχουν ακόμα αντιληφθεί σωστά την απειλή της μόλυνσης και δεν έχουν προσαρμόσει τις συμπεριφορές τους στους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι κοινωνίες.
Ένα τόσο αδύναμο και αβέβαιο οικονομικό φόντο μειώνει την προθυμία των δανειοληπτών καθώς και την ικανότητά τους να ανταποκρίνονται στις συμβολαιακές τους υποχρεώσεις. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στους ευάλωτους τομείς όπως αυτοί της φιλοξενίας και του λιανικού εμπορίου, και σε ανεπτυγμένες χώρες με μικρότερο χρηματοοικονομικό «μαξιλάρι» και περιορισμένο περιθώριο για ευελιξία πολιτικής.
Υπάρχουν ήδη μπόλικα ανησυχητικά σημάδια: ένας ρυθμός-ρεκόρ εταιρικών χρεοκοπιών, απώλειες θέσεων εργασίας που περνούν πλέον από τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στις μεγαλύτερες, επιμήκυνση των καθυστερήσεων στις πληρωμές εμπορικών ακινήτων, περισσότερα νοικοκυριά καθυστερούν στην πληρωμή ενοικίων και συνεχίζουν να αναβάλλουν τις πληρωμές πιστωτικών καρτών, και μια χούφτα αναπτυσσόμενων χωρών καθυστερούν της πληρωμές χρέους.
Εντούτοις, κρίνοντας από μια σειρά δεικτών της αγοράς, οι επενδυτές δείχνουν ανεπαρκή ανησυχία. Ορισμένοι εξακολουθούν να περιμένουν μια έντονη ανάκαμψη τύπου «V», με την οποία ένα εμβόλιο ή μια ενίσχυση της ανοσίας του πληθυσμού θα δώσει τη δυνατότητα για μια γρήγορη επαναφορά της κανονικής οικονομικής δραστηριότητας. Άλλοι βασίζονται σε περισσότερα μέτρα στήριξης από τις κυβερνήσεις, τις κεντρικές τράπεζες και τους διεθνείς οργανισμούς.
Όμως οι υποστηρικτικές ενέργειες των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής είναι ήδη εκτεταμένες και περιλαμβάνουν αναβολές πληρωμών, άμεσες μεταφορές ρευστού, συμβολαιακές ελαφρύνσεις, επιτόκια στο ναδίρ και αγορές εταιρικών ομολόγων. Η ομάδα των G20 έχει συμφωνήσει σε μια «πρωτοβουλία αναστολής της εξυπηρέτησης χρέους» για τις φτωχότερες αναπτυσσόμενες χώρες.
Αν και αξιοσημείωτα, αυτού του είδους τα μέτρα δεν θα προστατεύσουν τους επενδυτές από το να μοιραστούν ορισμένες από τις κεφαλαιακές απώλειες, είτε αυτό οφείλεται στην πτώχευση εταιρειών είτε στην ανάγκη των αναπτυσσόμενων χωρών να λάβουν περισσότερα από έκτακτους πόρους από διμερείς και πολυμερείς πηγές. Πολλοί έχουν ήδη ξεκαθαρίσει πως αναμένουν «συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα». Αυτό πιθανότατα θα σημαίνει, τουλάχιστον, τη βραχυπρόθεσμη αναστολή πληρωμών επιτοκίων και κεφαλαίων.
Καθώς ούτε μια γρήγορη ανάκαμψη στα εισοδήματα ούτε περισσότερα χρηματοοικονομικά εργαλεία είναι πιθανόν να αποτρέψουν την άνοδο των αθετήσεων πληρωμών, το καλύτερο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι πως θα υπάρξει ένας αυξανόμενος αριθμός ομαλών, εθελοντικών και συνεργατικών αναδιαρθρώσεων, όπως αυτή που ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα το Εκουαδόρ.
Οι περίπλοκες διαπραγματεύσεις μεταξύ της Αργεντινής και των πιστωτών της δείχνει πως τέτοιου είδους συμφωνίες δεν είναι καθόλου εύκολες, ιδιαίτερα δεδομένης της έλλειψης συνοχής μεταξύ των πιστωτών. Αλλά η εναλλακτική -μια άτακτη χρεοκοπία- καταστρέφει ακόμα περισσότερη αξία για τους οφειλέτες και τους επενδυτές.
Η δυνητική ζημιά δεν περιορίζεται στα χρηματοοικονομικά. Οι διαταράξεις στις κεφαλαιαγορές θα μπορούσαν επίσης να υπονομεύσουν την ήδη υποτονική οικονομική ανάκαμψη, κάνοντας τους καταναλωτές πιο «φειδωλούς», καθώς θα ανησυχούν για τις εργασιακές προοπτικές τους, και ενθαρρύνοντας τις επιχειρήσεις να αναβάλλουν επενδυτικά σχέδια μέχρις ότου υπάρξει μια πιο ξεκάθαρη οικονομική προοπτική.
Η επενδυτική πρόκληση μπορεί κάλλιστα να αλλάξει τους επόμενους μήνες, από την εκμετάλλευση του εξαιρετικού κύματος ρευστότητας που έχει αυξήσει τις τιμές ουσιαστικά όλων των assets, σε μια προσπάθεια πλοήγησης μιας γενικότερης διόρθωσης τιμών και περίπλοκων αθετήσεων πληρωμών.
Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη ότι ένας αυξανόμενος αριθμός asset managers αντλεί κεφάλαια, ελπίζοντας να αναπτύξει μια διπλή επενδυτική στρατηγική.
Η πρώτη αφορά στην αναμονή για μια διόρθωση προκειμένου να αγοραστούν σταθερές επιχειρήσεις, οι μετοχές των οποίων διαπραγματεύονται σε τιμές ευκαιρίας. Η δεύτερη αφορά στη συμμετοχή σε καλά δομημένες χρηματοδοτήσεις διάσωσης, αναδιαρθρώσεις χρέους και δανεισμού με εγγυήσεις καθώς οι χώρες και ορισμένες πτωχευμένες επιχειρήσεις θα προσπαθούν να αναδιοργανωθούν και να ανακάμψουν.
Τα ράλι που καθοδηγούνται από τη ρευστότητα είναι απατηλά ελκυστικά και τείνουν να οδηγούν σε υπερβολική ανάληψη ρίσκου. Αυτή τη φορά, οι λιανικοί επενδυτές βρίσκονται στο επίκεντρο. Όμως η επόμενη φάση είναι αυτή που θα πρέπει να σκεφτόμαστε. Αυτό απαιτεί πολύ περισσότερη προσεκτική εξέταση από τους επενδυτές, απ’ ό,τι συνέβη τους προηγούμενους μήνες.
(*) Ο συγγραφέας είναι επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος της Allianz και εκλεγμένος πρόεδρος του Queens’ College, του Πανεπιστημίου Cambridge.