Την πανδημία του κορωνοϊού -και την περίοδο των χρηματοοικονομικών αναταράξεων που τη συνοδεύει- θα τη θυμόμαστε για πολύ καιρό, για τα πρωτοφανή μέτρα πολιτικής που οδήγησε τις κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο να λάβουν.
Στις ΗΠΑ, οι επενδυτές έχουν χαρακτηρίσει τις ενέργειες της Federal Reserve ως «σοκ και δέος», όχι μόνον για την ιστορική της δέσμευση να αγοράσει απεριόριστη ποσότητα κρατικού χρέους, αλλά και για την απόφασή της να στηρίξει τα ακόμα υψηλότερου κινδύνου εταιρικά ομόλογα. Οι Ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν επίσης διευρύνει το εύρος και την κλίμακα των έκτακτων μέτρων τους, επαναπροσδιορίζοντας έτσι το πώς θα αντιμετωπίζονται οι μελλοντικές κρίσεις.
Το ίδιο ισχύει και για τις αναδυόμενες αγορές. Για πρώτη φορά, καμιά δεκαριά κεντρικές τράπεζες στον αναπτυσσόμενο κόσμο πήραν τη σκυτάλη από τις αντίστοιχες των ανεπτυγμένων οικονομιών και άρχισαν να αγοράζουν κρατικά ομόλογα και άλλους τίτλους, στο πλαίσιο της δικής τους εκδοχής «ποσοτικής χαλάρωσης».
Οι επενδυτές ομολόγων αναδυόμενων αγορών μέχρι στιγμής έχουν «αγκαλιάσει» το πείραμα, όμως πολλοί προειδοποιούν για δυνητικά δυσμενείς επιπτώσεις, στην περίπτωση που ορισμένες χώρες το παρακάνουν με τα μέτρα αυτά.
«Βρισκόμαστε σε μια νέα εποχή για τη λήψη αποφάσεων πολιτικής στις αναδυόμενες αγορές», ανέφερε ο Pramol Dhawan, επικεφαλής της ομάδας διαχείρισης χαρτοφυλακίου Αναδυόμενων Αγορών της Pimco. «Με πολλούς τρόπους, οι αναδυόμενες αγορές συγκλίνουν με τις ανεπτυγμένες αγορές σε ό,τι αφορά τη νέα έκτακτη εργαλειοθήκη πολιτικής τους… (όμως) δεν απέχουν ποτέ πολύ από… το να μπουν σε ολισθηρή πορεία».
Η ευρύτερη χρήση πολιτικών τύπου QE από τις αναδυόμενες αγορές αντιπροσωπεύει μια ξεκάθαρη απόκλιση από τις προηγούμενες κρίσεις. Εν μέσω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσεως πριν από περισσότερο από δέκα χρόνια, μόνο δύο κεντρικές τράπεζες αναδυόμενων αγορών προχώρησαν σε αγορές τίτλων: η Τράπεζα της Κορέας αγόρασε εταιρικά ομόλογα και εμπορικά χαρτιά, ενώ η Τράπεζα του Ισραήλ αγόρασε κρατικά ομόλογα.
Τόσο η Νότια Κορέα όσο και το Ισραήλ έχουν ξαναξεκινήσει τις αγορές ομόλογων ως αντίδραση στην παγκόσμια πανδημία, όμως έκτοτε αντίστοιχες κινήσεις έχουν κάνει και άλλες χώρες, περιλαμβανομένων της Πολωνίας, της Ουγγαρίας, της Μαλαισίας, των Φιλιππίνων και της Ινδονησίας. Η Τουρκία και η Νότια Αφρική είναι μεταξύ των χωρών υψηλότερου κινδύνου που επίσης αγοράζουν ομόλογα.
Τα προγράμματα μπορεί να ποικίλλουν με πολλούς τρόπους σε σχέση με αυτά που εφαρμόζουν η Fed ή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Οι αγορές είναι πολύ μικρότερες, τα προγράμματα συχνά δεν έχουν συγκεκριμένους στόχους για τις ποσότητες που θα αγοραστούν και τα επιτόκια σε πολλές από τις χώρες που συμμετέχουν δεν είναι ακόμα στο μηδέν. Επίσης, διαφέρουν και οι στόχοι. Στις ανεπτυγμένες αγορές, ο στόχος σε μεγάλο βαθμό ήταν να χαλαρώσουν οι νομισματικές συνθήκες και να τονωθεί η οικονομία. Στις αναδυόμενες αγορές, η προσοχή έχει επικεντρωθεί στην προστασία των εγχώριων αγορών ομολόγων.
«Σε αυτή τη φάση δεν βλέπουμε λόγο ανησυχίας, δεδομένης μόνον της περιορισμένης φύσης των προγραμμάτων αυτών», αναφέρει η Shamaila Khan, επικεφαλής του τμήματος στρατηγικής ομολόγων αναδυόμενων αγορών της AllianceBernstein. Αλλά αν οι χώρες χαμηλότερης αξιολόγησης με περισσότερο έντονα χρηματοοικονομικά προβλήματα, όπως μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα, ή λιγότερο ισχυρούς θεσμούς, αυξήσουν τις αγορές τους, αυτό θα είναι πιο ανησυχητικό, είπε.
«Θα είναι πολύ δύσκολο για ορισμένες αναδυόμενες αγορές να ξεφύγουν απ’ αυτό», προειδοποίησε. «Δεν έχει νόημα να χρησιμοποιείς ένα εργαλείο για να διατηρήσεις τη χρηματοοικονομική σταθερότητα, εάν θέτει σε κίνδυνο τη χρηματοοικονομική σταθερότητα».
Σύμφωνα με τον Padhraic Garvey, επικεφαλής στρατηγικής ομολόγων και επιτοκίων της ING, οι περισσότερες αγορές των αναδυόμενων αγορών στο πλαίσιο των QE ανέρχονται μέχρι στιγμής σε μόλις 1-2% ή λιγότερο του ΑΕΠ των χωρών που συμμετέχουν σ’ αυτά. Οι αγορές της Πολωνίας είναι οι υψηλότερες, στο 4,3%.
«Αν ήταν να ανέλθουν στο 5 ή 10% του ΑΕΠ (για χώρες όπως η Νότια Αφρική, η Ινδονησία ή η Τουρκία), τότε θα έμπαιναν στη σφαίρα της ζώνης κινδύνου», σημείωσε, προειδοποιώντας πως υπάρχει πιθανότητα για σημαντική υποτίμηση νομισμάτων.
Οι επενδυτές φοβούνται λιγότερο το ενδεχόμενο να υπάρξει άνοδος στον πληθωρισμό λόγω ενός πιο αδύναμου νομίσματος, δεδομένης της κατάρρευσης της ζήτησης που προέκυψε κατά τη διάρκεια της έξαρσης της πανδημίας του κορωνοϊού. Αλλά υπάρχουν ευρύτερες ανησυχίες ως προς το πόσο γρήγορα μπορεί να «στραβώσουν» τα πράγματα για τις ιδιαίτερα ευάλωτες αναδυόμενες αγορές που έχουν μεγάλα χρέη σε ξένα νομίσματα και των οποίων τα ελλείμματα αναμένεται να εκτιναχθούν λόγω των μέτρων που λαμβάνονται για αντιμετώπιση της Covid-19.
«Υπάρχει κίνδυνος σε κάποιο άγνωστο σημείο καμπής, να κυριαρχήσει ένας συνδυασμός φόβων για έλλειψη πειθαρχίας, πληθωρισμού και κεφαλαιακών εκροών», σημείωσαν αναλυτές της JPMorgan, προσθέτοντας πως οι έλεγχοι στις ροές κεφαλαίων θα μπορούσαν να είναι «μια πιθανή κατάληξη».
Χώρες με αξιόπιστες, ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες όπως η Χιλή ή αυτές της ανατολικής Ευρώπης θα βρίσκονται σε καλύτερη θέση να αντιμετωπίσουν αυτές τις πιέσεις, σύμφωνα με τον Sergi Lanau, επικεφαλής αναπληρωτή οικονομολόγο του Institute of International Finance, καθώς οι επενδυτές φοβούνται λιγότερο ότι οι ίδιες οι κεντρικές τράπεζες θα επιτρέψουν τις υπερβολικές και μη βιώσιμες κρατικές δαπάνες.
Ο Drausio Giacomelli, επικεφαλής του τμήματος έρευνας αναδυόμενων αγορών της Deutsche Bank στη Νέα Υόρκη, ανέφερε πως είναι πολύ νωρίς για να μετρηθούν πλήρως οι μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι, δεδομένου ότι η κρίση εξακολουθεί να βρίσκεται σε εξέλιξη και οι κεντρικές τράπεζες συνεχίζουν να προσαρμόζουν τα προγράμματα QE τους.
«Η μέρα της κρίσης δεν είναι τώρα, που η ζήτηση έχει καταρρεύσει. Θα είναι όταν τα πράγματα έχουν ομαλοποιηθεί», είπε. «Θα είναι πρόθυμες οι κεντρικές τράπεζες να συσφίξουν τη νομισματική τους πολιτική ή να σταματήσουν τις αγορές τίτλων;».