Μήπως η αγορά είχε δίκιο από την αρχή;
Μέχρι την περασμένη Παρασκευή, φαινόταν πως τα χρηματιστήρια μετοχών είχαν χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα. Στον κόσμο, είδαμε εκτίναξη της ανεργίας και πολιτική αναστάτωση. Στις αγορές, ιδιαίτερα στην τεράστια αμερικανική αγορά είδαμε ευφορία.
Στον χρηματοοικονομικό κλάδο, η πλειοψηφούσα γνώμη ως προς αυτή την «ασυνεννοησία», ήταν πως η αγορά προεξοφλεί πολλές καλές ειδήσεις για μια γρήγορη ανάκαμψη από την κρίση της Covid-19. Αυτό είναι λίγο ανησυχητικό, όχι όμως πολύ, διότι η αγορά δεν είναι ποτέ ένα απλό βαρόμετρο της οικονομίας. Και ως προς τα πολιτικά ζητήματα, η αγορά δεν έχει ηθική, και επικεντρώνεται μόνον στα κέρδη. Ούτε εκεί υπάρχει λόγος ανησυχίας.
Μετά ήρθαν τα πολύ καλύτερα του αναμενόμενου στοιχεία για τις θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ, δείχνοντας μια αύξηση 2,5 εκατ. θέσεων τον Μάιο. Η πλειοψηφούσα γνώμη μπήκε σε νέο πλαίσιο. Η αγορά δεν είχε υποθέσει τα καλά νέα, γνώριζε πως θα έρθουν, και απέδειξε, για μια ακόμα φορά, πως είναι ένα εξαιρετικό οικονομικό βαρόμετρο. Εξακολουθεί, φυσικά, να μην ενδιαφέρεται για τη δικαιοσύνη, άρα η τελευταία κίνηση καταστολής της Κίνας στο Χονγκ Κονγκ, οι απειλές του προέδρου των ΗΠΑ να στείλει τον στρατό εναντίον των πολιτών του, και το χάος του Brexit, εξακολουθούν να είναι άσχετα από τις μελλοντικές ανόδους του χρηματιστηρίου.
Η νέα πλειοψηφούσα γνώμη είναι λάθος. Τα στοιχεία για την απασχόληση ήταν απρόσμενα εκπληκτικά, όμως το ποσοστό της ανεργίας, στο 13,3%, παραμένει πολύ υψηλότερο απ’ όσο ήταν στην χειρότερη περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, και υπάρχουν ανησυχίες πως τα νούμερα επηρεάστηκαν από λάθη στην ταξινόμηση. Οι καταναλωτικές δαπάνες έχουν κάνει βουτιά. Η πορεία του ιού είναι άγνωστη. Χρειάζεται να δούμε περισσότερους κούκους για να έρθει η άνοιξη.
Η αγορά, ωστόσο, ήδη ενεργεί σαν να είναι η 4η Ιουλίου. Ο S&P 500 έχει αυξηθεί και απέχει 5% από τα ιστορικά υψηλά του. Το σημαντικότερο είναι πως είναι λάθος να απορριφθούν οι ανησυχίες για την «ασυνεννοησία» μεταξύ των μετοχών και των πολιτικών αναταραχών. Οι παρατηρητές έχουν σοκαριστεί με την «ανεμελιά» των αγορών, όχι διότι δεν καταλαβαίνουν πώς λειτουργούν οι αγορές, αλλά επειδή το βλέπουν ως ένα σύμπτωμα του πώς λειτουργεί η κοινωνία.
Η Covid-19 έχει δημιουργήσει τεράστιες πιέσεις στους εργαζόμενους και στη μεσαία τάξη, ενώ οι τάξεις αυτών που κατέχουν assets δεν ένιωσαν τόσο έντονη πίεση: οι μεγάλες πτώσεις που κατέγραψαν τον Μάρτιο οι μετοχές, ήρθαν μετά από μια δεκαετία ιστορικών αυξήσεων των αξιών των assets. Αν και η μεσαία τάξη συμμετέχει στις αγορές μέσω των συντάξεων, αυτό δεν αντισταθμίζει την ανισορροπία. Στις ΗΠΑ, σχεδόν το 90% των μετοχών βρίσκονται στα χέρια του πλουσιότερου 10% των νοικοκυριών, σύμφωνα με τη Federal Reserve.
Όχι μόνο ρέουν συντριπτικά προς τους πλουσιότερους τα κέρδη των αγορών, αλλά η ανισότητα συμβάλλει προς την άνοδο των αγορών, στο πλαίσιο ενός αυτό-ενισχυόμενου κύκλου. Το πλουσιότερο 11% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει πάνω από το 80% του πλούτου αυτού, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Credit Suisse. Αυτό σημαίνει πως οι πλούσιοι έχουν πολλές υπερβάλλουσες αποταμιεύσεις. Άλλωστε, πόσα μπορεί να καταναλώσει κανείς; Αυτός ο «υπερκορεσμός αποταμιεύσεων των πλουσίων» (όπως τον αποκαλούν οι Atif Mian, Ludwig Straub και Amir Sufi) είναι ένα βουνό κεφαλαίου που κάπου θα πρέπει να πάει.
Το χρήμα ρέει προς τις ανοικτές κεφαλαιαγορές, ιδιαίτερα της Αμερικής. Το ιδανικό θα ήταν στη συνέχεια να διοχετεύεται σε παραγωγικές επενδύσεις. Όμως οι επενδύσεις στις ΗΠΑ είναι στάσιμες, για διάφορους λόγους. (Ίσως η επιβράδυνση της καινοτομίας σημαίνει πως υπάρχουν λιγότερες καλές επενδυτικές ευκαιρίες, ή πως οι ολιγοπωλιακές βιομηχανίες έχουν τεμπελιάσει, ή πως τα κίνητρα του management ενθαρρύνουν τα μερίσματα και τις επαναγορές αντί των κεφαλαιακών δαπανών).
Όποιος και αν είναι ο λόγος, αντί να δίνουν ώθηση στις επενδύσεις, οι καταθέσεις δανείζονται σε κυβερνήσεις, εταιρείες και νοικοκυριά. Το χρήμα που πέφτει στις αγορές χρέους οδηγεί χαμηλότερα τα μακροπρόθεσμα επιτόκια. Τα χαμηλότερα επιτόκια καθιστούν τα μελλοντικά εταιρικά κέρδη πιο πολύτιμα, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι τιμές των μετοχών. Οι πλούσιοι καταλήγουν να αποκτούν ακόμα μεγαλύτερο πλούτο, και ο κύκλος επαναλαμβάνεται.
Αυτό βλάπτει και την οικονομική ανάπτυξη. Όταν οι πλούσιοι παίρνουν σταδιακά αυξανόμενο πλούτο, γενικά τείνουν να αποταμιεύουν αντί να δαπανούν, κάτι που περιορίζει τη ζήτηση. Εν τω μεταξύ, τα κοινά νοικοκυριά και οι φορολογούμενοι καταλήγουν να πληρώνουν τόκους επί αυξανόμενων καταναλωτικών και κρατικών χρεών. Ακόμα και με τα σημερινά χαμηλά επιτόκια, αυτό αντιπροσωπεύει μια ακόμα μεταφορά κεφαλαίου από τις χαμηλότερες τάξεις προς τις ανώτερες τάξεις.
Αν αυτή η εικόνα είναι σωστή και αν η ανισότητα συμβάλλει στις πολιτικές αναταραχές που σημειώνονται σήμερα σε όλον τον κόσμο, τότε αυτές οι πιέσεις δεν είναι άσχετες με την άνοδο της αγοράς. Τα δυο αυτά έχουν την ίδια ρίζα.
Μια άνιση και ανισόρροπη παγκόσμια οικονομία θα πρέπει να διασφαλίζει ότι, για λίγα ακόμα χρόνια, οι αμερικανικές μετοχές θα παραμείνουν ένα καλό «στοίχημα». Αλλά θα πρέπει επίσης να κάνει τους επενδυτές να αναρωτηθούν εάν, μακροπρόθεσμα, η πολιτική αλλαγή θα μπορούσε να αποκαλύψει πως ο «θησαυρός» των κερδών τους είναι «άνθρακες».