Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης προσπαθούν να προσαρμοστούν στην πανδημία του κορωνοϊού, πετσοκόβοντας τις εκτιμήσεις ευάλωτων εταιρειών, υπό το αυστηρό βλέμμα, όμως, των επικριτών που τους κατηγορούν ότι όξυναν την τελευταία χρηματοοικονομική κρίση.
Οι οίκοι -υπό την ηγεσία των S&P Global, Moody’s και Fitch- έχουν προβεί σε μεγάλο αριθμό υποβαθμίσεων αξιολογήσεων, καθώς επιταχύνεται η πανδημία του Covid-19. Το Μάρτιο σημειώθηκε ο ταχύτερος ρυθμός υποβαθμίσεων από τουλάχιστον το 2002, σύμφωνα με έκθεση που εξέδωσε την περασμένη εβδομάδα η Bank of America. Η τράπεζα πρόσθεσε πως τις επόμενες εβδομάδες θα πρέπει να αναμένεται πως περισσότεροι εκδότες θα δουν τις αξιολογήσεις τους να υποβαθμίζονται.
Για τους επικριτές, αυτό αποτελεί επανάληψη της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008, όταν αξιολογήσεις που είχαν οριστεί υπερβολικά υψηλά, κατέρρευσαν, μεγεθύνοντας το αίσθημα του συναγερμού, ιδιαίτερα στις αγορές τιτλοποιημένων προϊόντων που περιείχαν ομόλογα με εξασφάλιση ενυπόθηκων δανείων.
«Εδώ είμαστε πάλι, déjà vu», σχολίασε ο Dennis Kelleher, επικεφαλής της ομάδας προστασίας καταναλωτών Better Markets. Οι αξιολογήσεις υποβαθμίζονται «μετά από κάτι που φαίνεται να είναι ένα… σημαντικό φούσκωμα αξιολογήσεων, όπως την τελευταία φορά», είπε.
Οι οίκοι λένε πως απλώς αντιδρούν στις αλλαγμένες συνθήκες, αντανακλώντας τις ξαφνικές πιέσεις που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της πανδημίας του κορωνοϊού. «Απλώς προσπαθούμε να πούμε τα πράγματα όπως τα βλέπουμε, με ισορροπία αλλά και αναγνωρίζοντας πως πρόκειται για μια πολύ μεγάλη πίεση που αντιμετωπίζει η οικονομία», σύμφωνα με τον Craig Parmelee, global head of practices της S&P.
Περίπου το 80% των πράξεων αξιολόγησης της S&P από τις αρχές Φεβρουαρίου –περίπου 213 υποβαθμίσεις από τις 4.000 εταιρείες εκτός χρηματοοικονομικού κλάδου- αφορούσαν σε εκδότες που ήδη βρίσκονταν στην περιοχή “junk” πριν την κρίση του κορωνοϊού, σημείωσε η εταιρεία.
«Ακολουθούμε μια ζυγισμένη προσέγγιση στις υποβαθμίσεις σε όλες τις γεωγραφικές περιοχές και τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού», σύμφωνα με την Anne Van Praagh, επικεφαλής του τμήματος πιστωτικής στρατηγικής και έρευνας της Moody’s. «Δουλειά μας δεν είναι να υποβαθμίσουμε όλες τις αξιολογήσεις, αυτό δεν εξυπηρετεί κανέναν. Δουλειά μας είναι να αναγνωρίσουμε τους ακραίους».
Οι ανησυχίες πως οι αξιολογήσεις είχαν οριστεί υπερβολικά υψηλά πριν την επιδημία του κορωνοϊου, πηγάζουν από τα επιχειρηματικά μοντέλα των οίκων αξιολόγησης, που πληρώνονται από τις επιχειρήσεις και κυβερνήσεις την πιστοληπτική ικανότητα των οποίων εκτιμούν. Μια αξιολόγηση από έναν κορυφαίο οίκο μπορεί να διευκολύνει την πώληση ενός ομολόγου ή ενός δανείου, δίνοντας στους επενδυτές θεωρητικά ανεξάρτητες απόψεις για τις προοπτικές των δανειοληπτών. Τέτοιες απόψεις βρίσκονται ενσωματωμένες στις εντολές υπό τις οποίες λειτουργούν πολλοί fund managers, αναγκάζοντάς τους να πωλούν ομόλογα εάν οι αξιολογήσεις μειωθούν κάτω από συγκεκριμένα όρια.
Όμως οι εκδότες γενικά πληρώνουν για να αξιολογηθούν –μια δομή που μπορεί να προκαλέσει συγκρούσεις, οδηγώντας σε κατηγορίες ότι οι οίκοι αξιολόγησης ανταγωνίζονται για να κερδίσουν δουλειές, προσφέροντας υψηλές αξιολογήσεις.
Το 2015, η S&P συμφώνησε να πληρώσει τις ΗΠΑ και ορισμένες πολιτείες περίπου 1,4 δισ. δολάρια ως διακανονισμό των κατηγοριών πως ενίσχυσε τις αξιολογήσεις ενυπόθηκων τίτλων πριν την κρίση, παραδεχόμενη πως δεν προέβη σε υποβαθμίσεις υπό τον φόβο απώλειας μεριδίου αγοράς. Η Moody’s πλήρωσε 864 εκατ. δολάρια το 2017 για διακανονισμό παρόμοιων κατηγοριών.
Σήμερα οι δυο αυτοί οίκοι αξιολόγησης αντιπροσωπεύουν το 81% των πιστοληπτικών αξιολογήσεων, σύμφωνα με έκθεση της SEC τον Ιανουάριο του 2020. Η Fitch εκπροσωπεί άλλο ένα 13,5% της αγοράς.
Πριν ενταθεί η επιδημία, οι ρυθμιστικές αρχές ρωτούσαν για τις επιχειρηματικές πρακτικές των οίκων αξιολόγησης. Τον Νοέμβριο, ο πρόεδρος της SEC, Jay Clayton, είπε πως οι δραστηριότητες των οίκων αξιολόγησης θα παρακολουθούνται «διαρκώς», ενώ διερωτήθηκε εάν υπάρχουν «εναλλακτικά μοντέλα πληρωμών» που θα ευθυγράμμιζαν καλύτερα τα συμφέροντα των οίκων αξιολόγησης με αυτά των επενδυτών.
Ο μικρότερου μεγέθους οίκος αξιολόγησης Egan-Jones που πληρώνεται από τους επενδυτές αντί για τους εκδότες, ανέφερε σε επιστολή που απέστειλε τον Ιανουάριο στη SEC πως «κανένας όγκος γνωστοποιήσεων ή εσωτερικού διαχωρισμού του προσωπικού των αξιολογήσεων από αυτό του marketing δεν αρκεί για να ξεπεραστεί το στίγμα που δημιουργούν τέτοιου είδους συγκρούσεις». Στις επιστολές που έστειλαν απαντώντας στην SEC, οι Moody’s και S&P είπαν πως οι δυνητικές συγκρούσεις είναι έμφυτες σε όλα τα επιχειρηματικά μοντέλα των οίκων αξιολογήσεων.
Οι αναλυτές σημειώνουν πως το μοντέλο σύμφωνα με το οποίο πληρώνει ο εκδότης, κάνει επίσης ορισμένους λήπτες υποβαθμίσεων να συμπεριφέρονται σαν να είναι οι θιγμένοι πελάτες των οίκων αξιολόγησης, αντί τα υποκείμενα αμερόληπτων αξιολογήσεων. Τον περασμένο μήνα ο προβληματικός ιαπωνικός όμιλος SoftBank, παραπονέθηκε για μια υποβάθμιση από τη Moody’s, λέγοντας πως ο οίκος αξιολόγησης προέβη σε «υπερβολικά απαισιόδοξες» υποθέσεις για το κλίμα της αγοράς.
Οι επενδυτές συχνά παίρνουν αποφάσεις ανεξάρτητα από τις εκτιμήσεις των οίκων αξιολόγησης. Αυτήν την εβδομάδα, η εταιρεία κρουαζιερών Carnival, πλήρωσε αδρά για μια νέα έκδοση ομολόγων, παρά το ότι η αξιολόγησή της είναι «επενδυτικής βαθμίδας», καθώς οι fund managers κρίνουν ότι η εταιρεία βρίσκεται σε κίνδυνο μετά την πανδημία του κορωνοϊού.
Η διαμάχη ως προς τα επιχειρηματικά μοντέλα των οίκων αξιολόγησης είναι απίθανο να υποχωρήσει, καθώς αυτή τη φορά το εύρος των υποβαθμίσεων είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ ότι το πεδίο των δομημένων προϊόντων. Ήδη οι υποβαθμίσεις μεγάλων εταιρειών όπως η αυτοκινητοβιομηχανία Ford και η αλυσίδα λιανικών πωλήσεων Marks and Spencer, από το χαμηλότερο επίπεδο της επενδυτικής βαθμίδας στην περιοχή “junk”, φαίνεται πως έχουν προκαλέσει αναστάτωση στις πιστωτικές αγορές.
Τα παλιά ελαττώματα στα επιχειρηματικά μοντέλα γίνονται για μια ακόμα φορά εμφανή, σύμφωνα με τον Riddha Basu, επίκουρο καθηγητή στο Πανεπιστήμιο George Washington. «Είναι το ίδιο δέκα χρόνια μετά», είπε. «Τίποτα δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα.».