Το μεγάλο ερώτημα παραμένει. Γνωρίζουμε πως ο κορωνοϊός θα εξαπλωθεί, πιθανότατα μολύνοντας την πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού συν τω χρόνω. Γνωρίζουμε πως η οικονομική διαταραχή που μπορεί να προκαλέσει, έχει τρομάξει όλες τις χρηματαγορές του κόσμου. Και γνωρίζουμε πως σε μια προσπάθεια να χαλιναγωγηθεί ο πανικός, οι ισχυρότεροι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής του κόσμου έχουν χρησιμοποιήσει τα «μπαζούκα».
Αυτό που δεν γνωρίζει κανένας -μετά από μια από τις χειρότερες εβδομάδες στην ιστορία για τις χρηματαγορές- είναι αν ο Covid-19 θα μετατραπεί από μια υγειονομική έκτακτη ανάγκη που οδήγησε σε πτώση τις αγορές, σε μια ολοκληρωτική χρηματοπιστωτική κατάρρευση.
Την τελευταία φορά που σημειώθηκε τέτοιο πανδαιμόνιο στις αγορές, τράπεζες όπως η Northern Rock και η Bear Stearns παρέπαιαν στο χείλος της κατάρρευσης. Αποδείχθηκε πως ήταν οι προάγγελοι, το 2007, μιας πολύ μεγαλύτερης καταστροφής: μέχρι το 2008, το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα έπρεπε να διασωθεί, με κόστος εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι επιπτώσεις που είχε αυτό στην πολιτική και την οικονομία είναι ακόμα αισθητές σε όλο τον κόσμο.
Τα καλά νέα είναι πως οι τράπεζες σήμερα είναι αντικειμενικά σε πολύ καλύτερη κατάσταση απ’ ό,τι ήταν όταν εισέρχονταν στην κρίση πριν από 12 χρόνια. Οι ρυθμιστικές δικλίδες ασφαλείας που ορίστηκαν λόγω της κρίσης του 2008 -πολύ υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις, μεγάλα μαξιλάρια χρηματοδότησης ρευστότητας και αυστηρότερα καθεστώτα εποπτείας- έχουν κάνει τους επενδυτές να εμπιστευθούν τη σταθερότητα των τραπεζών.
Όμως, την περασμένη εβδομάδα υπήρξαν ενδείξεις πως αυτή η εμπιστοσύνη αρχίζει να σπάει. Την Πέμπτη, εν μέσω της χειρότερης συναλλακτικά ημέρας για το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ από τη «Μαύρη Δευτέρα» του 1987, ο δείκτης Stoxx Europe 600 Banks κατέγραψε πτώση 14%, υποχωρώντας σε επίπεδα που είχε να δει από τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Η πτώση ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από το -11% που κατέγραφε γενικά η ευρωπαϊκή αγορά. Δεδομένων των δικλίδων ασφαλείας στο σύστημα, αυτό μοιάζει παράλογο. Όμως υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους οι φαινομενικά πανικόβλητες πωλήσεις τραπεζικών μετοχών ίσως τελικά να είναι λογικές.
Πρώτον, σκεφτείτε τα υποτιθέμενα σκληρά stress tests που χρησιμοποιούν οι ρυθμιστικές αρχές για να μας καθησυχάσουν για την ασφάλεια των τραπεζών. Την περασμένη εβδομάδα ξαφνικά φάνηκαν μάλλον αδύναμα. Το δυσμενές σενάριο στο οποίο υποβλήθηκαν οι ισολογισμοί των τραπεζών στην αρχή του έτους από τις ευρωπαϊκές αρχές, περιελάμβανε μια πτώση της αγοράς μετοχών κατά 25% -κάτι που έχει ήδη ξεπεραστεί σε πολλές περιοχές. Η Τράπεζα της Αγγλίας την περασμένη χρονιά έκανε stress test, με υπόθεση πως ο δείκτης μεταβλητότητας Vix θα κορυφωθεί κατά μέσο όρο στο 41. Αυτό φάνηκε ακραίο, καθώς στις αρχές του έτους κινούνταν γύρω στο 12, αλλά την περασμένη εβδομάδα ξεπέρασε και το 75.
Με έναν κακό χρονισμό, οι ρυθμιστικές αρχές χαλαρώνουν τους τελευταίους μήνες τους κανόνες. Η Fed ελάφρυνε τις υποχρεώσεις για κεφάλαια, ρευστότητα και stress tests για όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των ΗΠΑ εκτός από τα οκτώ μεγαλύτερα. Στην Ευρώπη, μια νέα οδηγία για τα κεφάλαια επιτρέπει στις τράπεζες να χρησιμοποιούν μορφές χρέους, όχι μόνον μετοχές, ως μέρος των κεφαλαιακών υπολογισμών τους.
Οι ΗΠΑ, επίσης, δεν εφάρμοσαν ποτέ παγκόσμια standards για τα λεγόμενα αντικυκλικά κεφαλαιακά μαξιλάρια -δηλαδή τα επιπλέον αποθέματα που θα λειτουργούσαν προστατευτικά σε δύσκολες εποχές. Ορισμένες δικαιοδοσίες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και κάποιες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, είχαν μαξιλάρια. Και λογικά η Τράπεζα της Αγγλίας και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα την περασμένη εβδομάδα είπαν πως αυτά θα πρέπει τώρα να αποδεσμευτούν, αυξάνοντας τη δυνατότητά τους να δανείσουν. Όμως τα μαξιλάρια δεν ήταν ποτέ μεγάλα. Και θα μπορούσαν να εξαφανιστούν πολύ πριν γνωρίσουμε το πόσο άσχημη θα γίνει αυτή η κρίση.
Παραμένει ασαφές το πόσο σκληρά θα πληγούν οι τράπεζες από την επίπτωση του Covid-19. Οι τράπεζες τώρα χρησιμοποιούν λιγότερα από τον ισολογισμό τους για να στοιχηματίσουν στις αγορές απ’ ό,τι έκαναν πριν την κρίση του 2008, όμως τα hedge funds και οι άλλοι asset managers που είναι εκτεθειμένοι, είναι μεγάλοι δανειολήπτες των τραπεζών. Την ίδια ώρα, οι πετρελαϊκές εταιρείες, οι αεροπορικές εταιρείες και οι τομείς της φιλοξενίας και της υγείας μειώνουν επειγόντως τις πιστωτικές τους γραμμές.
Αν η κρίση του κορωνοϊού μετατραπεί σε πιστωτική κρίση, ο γρίφος θα είναι το πώς θα αντιδράσουν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής: οι πολιτικές των κεντρικών τραπεζών της περασμένης δεκαετίας που συσσώρευαν χρέος επί χρέους φαίνεται να είναι μέρος του προβλήματος και όχι η λύση.
Το IIF είπε τον Ιανουάριο πως το συνολικό παγκόσμιο χρέος οδεύει προς την καταγραφή ρεκόρ στα τέλη αυτού του μήνα, στα 257 τρισ. δολάρια, 50% απ’ όσο ήταν το 2008. Η συμβατική οικονομική θεωρία λέει πως αν τα επιτόκια παραμείνουν σε εξαιρετικά χαμηλή περιοχή, τότε οι όγκοι του χρέους μπορούν να αυξηθούν με σχετική ατιμωρησία, διότι θα εξυπηρετούνται με ευκολία.
Ωστόσο, η απειλή μιας παγκόσμιας ύφεσης φέτος διαλύει αυτή την εφησυχασμένη άποψη. Το ΔΝΤ προειδοποίησε το περασμένο φθινόπωρο πως, δεδομένων των εύθραυστων κερδών και των υψηλών επιπέδων χρέους, το 40% των εταιρικών ομολόγων του κόσμου -ή 19 τρισ. δολάρια συνολικά- δεν θα είναι εξυπηρετήσιμα ακόμα και στην περίπτωση που η κατάρρευση είναι πολύ λιγότερο σοβαρή απ’ ό,τι αυτή του 2008. Η χρηματοπιστωτική κρίση αρχίζει να μοιάζει σαν πραγματική πιθανότητα.