Απλετη η ρευστότητα, και μάλιστα με ευνοϊκότατους όρους, που διοχετεύεται στο εγχώριο banking με «χορηγό» (σχεδόν αποκλειστικά) την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Συνολικά περί τα 39 δισ. φθηνού χρήματος (ακόμη και με μηδενικά επιτόκια), από τα οποία όμως μικρό μέρος -σχεδόν 10 δισ.- περνά στην επιχειρηματικότητα, την πραγματική οικονομία, την κοινωνία. Και αυτό με όρους κόστους αρκετά ακριβότερους σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ενδεικτικά, στο 4,3% (μέσος όρος) το επιτόκιο δανεισμού μίας μικρομεσαίας επιχείρησης (για δάνειο έως 250.000 ευρώ), όταν στην Ε.Ε διαμορφώνεται στο 2%. Στο 2,98% το μέσο επιτόκιο ενός στεγαστικού έναντι 1,40% στην Ε.Ε. και στο 10,75% ενός καταναλωτικού, όταν στην Ε.Ε δεν ξεπερνά το 2,9%.
Με βάση τα στοιχεία Σεπτεμβρίου, το εγχώριο σύστημα έχει λάβει (μέσω των διαφόρων QEs, εργαλείων της Φρανκφούρτης κ.λπ.) 38,9 δισ., αλλά στις επιχειρήσεις έχουν φθάσει 9,8 από τα οποία μόλις 4,5 δισ. είναι νέα δάνεια, εκτός πλαισίου μέτρων για τον κορωνοϊό και επιπλέον άλλα 5,3 δισ. από την πρώτη φάση του ΤΕΠΙΧ ΙΙ (1,8 δισ.) και την αντίστοιχη του Ταμείου Εγγυοδοσίας.
Συνεπώς, χρήμα -και μάλιστα πολύ φθηνό- φθάνει στο σύστημα, πλην όμως περιορισμένο και ακριβό είναι αυτό που φτάνει τελικά στην αγορά.