Έχουμε μπει ξανά στο καλοκαίρι και ο φόβος της πανδημίας, καλώς ή κακώς, υποχωρεί. Ο κόσμος νιώθει πως απελευθερώνεται και αισιοδοξεί. Σε πολλά σημεία της, η περίοδος θυμίζει την περσινή σεζόν, όταν η Ελλάδα ήταν ανάμεσα στις ελάχιστες χώρες του κόσμου που έβγαιναν από την καραντίνα σχεδόν αλώβητες από τις υγειονομικές συνέπειες.
Όμως, το φθινόπωρο, οι προσδοκίες διαψεύστηκαν και η χώρα μπήκε σε μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της ιστορίας της. Προκειμένου να αποφύγουμε την επανάληψη, έστω σε μικρότερη κλίμακα, η απαραίτητη προϋπόθεση είναι να εμβολιαστούν όσο το δυνατόν περισσότεροι.
Αυτά βεβαίως είναι λίγο-πολύ γνωστά, όπως είναι γνωστό ότι οι τελευταίες μεταλλάξεις του κορωνοϊού, κυρίως η ινδική παράλλαξη με την ονομασία «Δέλτα», είναι πολύ πιο επικίνδυνη από τις προηγούμενες. Η αναζωπύρωση της πανδημίας σε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία και το Ισραήλ, παρά τα σχετικά υψηλά ποσοστά εμβολιασμού, δείχνουν ακριβώς πόσο επικίνδυνες είναι αυτές οι μεταλλάξεις, σε συνδυασμό με τη «χαλάρωση» του πληθυσμού.
Μοναδική αποτελεσματική άμυνα έναντι της επανάληψης του περασμένου χειμώνα είναι προφανώς ο εμβολιασμός, σε όσο το δυνατόν υψηλότερα ποσοστά. Κι αυτό είναι γνωστό. Εντούτοις, στη χώρα μας παρατηρούνται φαινόμενα που δημιουργούν έντονη ανησυχία, ότι ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού δεν προτίθεται να εμβολιαστεί.
Χαρακτηριστικό ίσως δείγμα, το ποσοστό εμβολιασμένων ανάμεσα στο υγειονομικό προσωπικό της χώρας. Το οποίο, παρότι προηγήθηκε οποιασδήποτε άλλης ομάδας πληθυσμού κι έζησε από πιο κοντά από οποιουσδήποτε άλλους τις συνέπειες της πανδημίας, ακόμη και σε ανθρώπινες ζωές, βρίσκεται σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ECDC (27/06/21), στο 74,8% εμβολιασμένων, έστω και με μία δόση. Πρόκειται για ποσοστό σημαντικά χαμηλότερο από τον μέσο όρο των 16 κρατών-μελών της ΕΕ που παρέχουν στοιχεία, ο οποίος προσδιορίζεται στην ίδια ημερομηνία, στο 83,5%.
Κι αυτό σίγουρα δεν αποτελεί θετικό στοιχείο για τη χώρα, ιδίως όταν είναι προφανές ότι δεν οφείλεται σε έλλειψη εμβολίων αλλά σε έλλειψη θέλησης εμβολιασμού. Το ερώτημα είναι εύλογο. Αν εκείνοι που δραστηριοποιούνται στον χώρο της υγείας κι έχουν ζήσει τα αποτελέσματα της πανδημίας, έχουν αυτό το ποσοστό, πόσο πιθανό είναι ότι η ευρύτερη κοινότητα θα το ξεπεράσει;
Υπό αυτό το πρίσμα, για την περίπτωση των υγειονομικών, η απόφαση περί υποχρεωτικού εμβολιασμού, εφόσον θέλουν να παραμείνουν στον χώρο παροχής των υπηρεσιών τους, φαντάζει ήδη αργοπορημένη. Αλλά και ο αναλυτικός προσδιορισμός των «προνομίων» που θα έχουν οι εμβολιασμένοι, τώρα αλλά και στον επικίνδυνο χειμώνα που έρχεται, κρίνεται απαραίτητος, μήπως και αυξηθεί το ποσοστό των προθύμων.
Διότι στο καλό σενάριο, αναμένουμε ότι ποσοστά «ανοσίας» της τάξεως του 70-80% στην κοινωνία θα αποτελέσουν αποφασιστικό ανάχωμα στην πανδημία, όπως κατά καιρούς έχουν δηλώσει διάφοροι ειδικοί.
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε όμως δύο πράγματα. Το ένα είναι η συνεχής απειλή εμφάνισης νέων μεταλλάξεων, που ενδεχομένως θα επιφέρουν σημαντικά μειωμένη προστασία των εμβολίων (ως ποσοστού επί των εμβολιασμένων), κάτι που φαίνεται να συμβαίνει ήδη ως ένα βαθμό με τη μετάλλαξη Δέλτα, επηρεάζοντας έτσι το πραγματικό ποσοστό ανοσίας.
Δεύτερον, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι μεγάλη σημασία έχει και η διαμόρφωση των ποσοστών ανοσίας τοπικά. Για να το εξηγήσουμε αυτό λίγο παραπάνω, αν σε δύο πόλεις της επαρχίας, με αντίστοιχο πληθυσμό, η μία έχει ποσοστό εμβολιασμένων 50% και η άλλη 90%, ο μέσος όρος μπορεί να διαμορφώνεται στο 70%, όμως ενώ η μία είναι καλά προετοιμασμένη, η άλλη είναι μάλλον ανοχύρωτη!
Τέτοιου είδους θέματα θα πρέπει να προσεχθούν πολύ στο επόμενο διάστημα, διότι δεν είναι τυχαίο ότι οι τελευταίες οδηγίες του ΠΟΥ συστήνουν τη χρήση μάσκας και σε εμβολιασμένους, ειδικά σε χώρες με χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού. Ο υγειονομικός κίνδυνος παραμένει κι αυτό θα πρέπει να το εμπεδώσουμε!
Πέραν από τους λόγους της ανθρώπινης υγείας, όσοι διστάζουν να εμβολιαστούν, θα πρέπει όμως να σκεφτούν πλέον και τις συνέπειες στο επίπεδο διαβίωσής τους, καθώς τυχόν επανάληψη των φαινομένων του προηγούμενου χειμώνα θα έχουν και σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στις περιοχές όπου τα ποσοστά εμβολιαστικής ανοσίας είναι χαμηλά.
Είτε πρόκειται για τον τουρισμό, είτε ακόμη και για το όλο κύκλωμα δραστηριοτήτων που αναπτύσσεται γύρω από την εστίαση, το εμπόριο και τη διασκέδαση, που έχει ήδη υποστεί ισχυρά πλήγματα.
Η επιστροφή στην ανάπτυξη και την ομαλή λειτουργία της οικονομίας δεν θα είναι σε καμία περίπτωση εύκολη άσκηση, ιδίως για τη χώρα μας, που έχει περάσει μια σκληρή και πολυετή κρίση. Πολύ περισσότερο, αν υπάρξει νέα διακοπή της στοιχειώδους έστω «κανονικότητας», τον ερχόμενο χειμώνα.
Κι αυτό, αν συμβεί, ασφαλώς θα επηρεάσει τους πάντες, εμβολιασμένους και μη.