Όλες οι προβλέψεις για το μέγεθος της οικονομικής ζημίας που θα υποστεί η χώρα από την πανδημία, αριθμητικά μικρή αξία έχουν. Όσο αξιόπιστοι κι αν είναι οι αναλυτές, όσο καλά κι αν είναι τα μοντέλα τους. Διότι οι αστάθμητοι παράγοντες είναι πάρα πολλοί και οι συνθήκες πραγματικά πρωτόγνωρες. Ουδείς μπορεί να ξέρει από τώρα πόσο θα κοστίσει στο ΑΕΠ η πανδημία, διότι δεν ξέρει πώς θα εξελιχθεί η πανδημία, ούτε πώς θα αντιδράσουν οι ανά τον κόσμο καταναλωτές. Όποιος «πέσει μέσα», μάλλον θα είναι απλά ο πιο... τυχερός.
Το μόνο βέβαιο λοιπόν είναι πως οι επιπτώσεις θα αποδειχθούν ιδιαίτερα «βαριές», κι όχι μόνο λόγω του «παγώματος» της διεθνούς οικονομικής δραστηριότητας, στο διάστημα που προηγήθηκε.
Στην πραγματικότητα, «ο αγώνας τώρα ξεκινάει». Μεγάλος αντίπαλος είναι η «οικονομία του 80-90%» που μας έχει προκύψει. Τουρισμός, εστίαση και μεταφορές, πρόκειται να δεχτούν ισχυρότατο πλήγμα, ακόμη και στο καλύτερο σενάριο. Που σημαίνει ότι η δραστική μείωση της οικονομικής δραστηριότητας σε αυτούς τους τομείς θα χτυπήσει δραστικά στην κατανάλωση, όχι μόνο λόγο της μείωσης εισοδημάτων που θα επέλθει στους παραπάνω κλάδους, αλλά και λόγω της αμυντικής ψυχολογίας που θα επικρατήσει γενικότερα, στο μεγαλύτερο μέρος των νοικοκυριών. Κι αυτά χωρίς να ξεχνάμε έναν ακόμη παράγοντα: τη μειωμένη αποτελεσματικότητα/αποδοτικότητα που συνεπάγονται σχεδόν σε όλους τους τομείς, από τα καταστήματα, μέχρι τα γραφεία, τις αποθήκες και τα εργοστάσια, τα επιβεβλημένα μέτρα «κοινωνικής απόστασης».
Ακόμη και ο εξαγωγικός τομέας αναμένεται να επηρεαστεί σημαντικά από τα όσα συμβαίνουν στις άλλες χώρες, είτε στην Ευρώπη είτε στις ΗΠΑ και τις λοιπές αγορές, ανά τον κόσμο.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, είναι δεδομένο ότι θα δημιουργηθεί τεράστια πίεση σε μικρές, μεσαίες, ακόμη και κάποιες μεγάλες ή πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, πίεση που μπορεί να μην έχει την ένταση που θα παρουσιάσει σε κλάδους άμεσα συνδεόμενους με τον τουρισμό, σε πολλές περιπτώσεις, όμως, θα είναι αρκετή για να οδηγήσει σε προβλήματα επιβίωσης και λουκέτα.
Οι διαφορές μεταξύ ρευστότητας, φερεγγυότητας και βιωσιμότητας
Προκειμένου να αντιμετωπιστούν όμως τέτοιου είδους προβλήματα, θα πρέπει όλοι οι εμπλεκόμενοι να αντιληφθούν τη διαφορά ανάμεσα στη «ρευστότητα» και τη «φερεγγυότητα» ή, καλύτερα, τη «βιωσιμότητα» μιας επιχείρησης. Χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τα μέτρα που ελήφθησαν στο δίμηνο του «Μένουμε Σπίτι», η δυνατότητα αναστολής εργασίας και η μείωση των ενοικίων βοήθησε τόσο τη ρευστότητα όσο και τη βιωσιμότητα χιλιάδων επιχειρήσεων, περιορίζοντας τις δαπάνες τους. Αντίθετα, η χορήγηση δανείων βοηθάει μεν τη ρευστότητα, όχι όμως κατ' ανάγκη τη βιωσιμότητα, ιδίως αν μια επιχείρηση είτε δυσκολεύεται και σε κανονικές συνθήκες να «παράγει ρευστότητα», είτε έχει ήδη σημαντικό ύψος δανεισμού, όπως συμβαίνει σε πολύ μεγάλο αριθμό ελληνικών επιχειρήσεων.
Με άλλα λόγια, αν μια επιχείρηση καλείται να λειτουργήσει σε ζημιογόνα επίπεδα τζίρου για μεγάλο διάστημα, κατά πάσα πιθανότητα ετών, η δανειακή παροχή ρευστότητας δεν λύνει το πρόβλημα της βιωσιμότητας, όταν η επιχείρηση «μπαίνει μέσα» μέρα τη μέρα, μήνα τον μήνα.
Τα ίδια, με λίγο διαφορετικό τρόπο, ισχύουν και για τον δημόσιο τομέα της χώρας μας. Είναι ήδη υπερδανεισμένος, όπως όλοι ξέρουμε, οπότε η προσθήκη νέων δανειακών βαρών, όσα κι αν λέει ο κ. Ρέγκλινγκ, θα εκτινάξει το ύψος του στη… στρατόσφαιρα, σε ύψη που πριν την πανδημία θεωρούνταν, πολύ απλά, «εκτός πραγματικότητας».
Τόσο η χώρα, λοιπόν, όσο και μεγάλο (για να μην πούμε πολύ μεγάλο) μέρος των επιχειρήσεών της φαίνεται ότι δεν έχει απλά ανάγκη από ενίσχυση της ρευστότητας, αλλά από ενίσχυση της «βιωσιμότητας», μέσα από επιχορηγήσεις, ενισχύσεις κεφαλαίου ή και δάνεια, αλλά με τόσο χαμηλό επιτόκιο και τόσο μακρινούς όρους αποπληρωμής, ώστε δια του πληθωρισμού να αποσβένεται η «αξία» τους μέσα από τον χρόνο.
Σε ποιες χώρες βάζουν μπροστά τις «πρέσες» του χρήματος
Μπορεί να ακούγονται κάπως υπερβολικά τα παραπάνω, ωστόσο ήδη σε κρατικό επίπεδο έχουν ξεκινήσει διαδικασίες που σχετίζονται με το «τύπωμα χρήματος», είτε έμμεσα είτε άμεσα. Στη Μεγάλη Βρετανία, η Κεντρική Τράπεζα δήλωσε ήδη ότι προτίθεται να αγοράζει απευθείας ομόλογα του κράτους. Το ίδιο και η Κεντρική Τράπεζα της Νέας Ζηλανδίας, ενώ μια διαδικασία σχεδόν «αυτόματης» αγοράς ομολόγων από το κράτος είχε καθιερώσει πριν την κρίση και συνεχίζει να διατηρεί η Κεντρική Τράπεζα της Ιαπωνίας.
Πρωτόγνωρες κινήσεις, βέβαια, πέρα από την Κεντρική Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών, κάνει και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Όχι όμως με τον τρόπο που γίνεται σε άλλες χώρες.
Τα προβλήματα της ΕΚΤ είναι αντικειμενικά. Διότι λειτουργεί σαν Κεντρική Τράπεζα ενός νομίσματος, αλλά πολλών κρατών, κι έχει και τους Γερμανούς, που μέσω του Συνταγματικού τους Δικαστηρίου δημιουργούν πρόσθετα προβλήματα, ανοίγοντας κατά πολλούς τον ασκό του Αιόλου σε ευρύτερα θέματα, όχι απλώς της Ευρωζώνης αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με άλλα λόγια, η «πρέσα» στη ζώνη του ευρώ έχει δυσκολίες να δουλέψει…
Τελευταία ελπίδα το νέο «εργαλείο» της Κομισιόν
Με την ΕΚΤ να κάνει ό,τι μπορεί και της επιτρέπουν, με τον ESM να προσφέρει δάνεια δεκαετίας αλλά με «επικίνδυνες ουρές», προσώρας η τελευταία ελπίδα της Ελλάδας βρίσκεται στο «νέο εργαλείο» που ετοιμάζει μετά πολλών καθυστερήσεων και βασάνων η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Είναι το Ταμείο Ανάκαμψης, που σύμφωνα με τα λεγόμενα της προέδρου της Κομισιόν, θα είναι ύψους «άνω του 1 τρισ. ευρώ» και θα περιλαμβάνει «όχι μόνο δάνεια αλλά και επιχορηγήσεις». Προσώρας δεν γνωρίζουμε περισσότερα, ούτε για το πώς ακριβώς θα μοιραστεί, ούτε τι ποσοστό επιχορηγήσεων θα περιλάβει στο σύνολό του.
Αυτό που εύκολα μπορούμε να συμπεράνουμε, όμως, είναι ότι αν το εργαλείο αυτό δεν είναι αρκετά ισχυρό και αποτελεσματικό για τις ανάγκες της χώρας μας, ο φαύλος κύκλος που ξεκίνησε περί το 2009 και νομίζαμε ότι θα κλείσει, θα πάρει νέα, χειρότερη μορφή, καθώς η ανεργία θα εκτοξευτεί, τα λουκέτα θα πολλαπλασιαστούν και τα κόκκινα δάνεια θα πάρουν τραγικές διαστάσεις.
Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και ο συντηρητικός The Economist καλεί την Ευρώπη να κινηθεί με τόλμη, να προχωρήσει στη γενναία στήριξη των αδύναμων κρατών, ακόμη και στην «αμοιβαιοποίηση» χρέους, που απεύχονται οι Γερμανοί, προκειμένου να μη διαλυθεί!
Για την οικονομία της χώρας μας ωστόσο, εάν τέτοιου είδους σημαντικές αλλαγές δεν πραγματοποιηθούν με την απαιτούμενη ταχύτητα, θα είναι ίσως μοιραίο.
ΥΓ: Το άγχος των Ιταλών, που ανησυχούν ότι η Γερμανία θα εκμεταλλευτεί την ισχυρότερη οικονομική της θέση, για να στηρίξει τις δικές της επιχειρήσεις, ώστε να ανταγωνιστούν καλύτερα κι εν συνεχεία να αγοράσουν σημαντικές ιταλικές επιχειρήσεις, είναι θέμα που θα πρέπει να απασχολήσει και την Ελλάδα. Ιδίως σε ό,τι αφορά τη δική μας «βαριά βιομηχανία», που περιστρέφεται γύρω από τον τουρισμό.