Η αποτελεσματική αντίδραση του κράτους, σε όλες σχεδόν τις μορφές του, απέναντι στην επέλαση του κορωνοϊού, αποτελεί ίσως τη μόνη ευχάριστη έκπληξη αυτής της πρωτόγνωρης κρίσης.
Είτε πρόκειται για το σύστημα υγείας, την πολιτική προστασία, είτε για τα οικονομικά υπουργεία και τους άλλους φορείς που αναγκάστηκαν να ξεπεράσουν μέσα σε μέρες, αγκυλώσεις δεκαετιών, είτε για το Υπουργείο Παιδείας που ξαφνικά κατάφερε να αποκτήσει δυνατότητες τηλεδιδασκαλίας, που ούτε να υποψιαστούμε δεν θα μπορούσαμε, με βάση τον μονολιθισμό και την αδράνεια που συστηματικά διακρίνει τη δημόσια διοίκηση.
Αυτά δεν σημαίνουν προφανώς ότι όλα έγιναν τέλεια, ότι δεν έγιναν λάθη και γκάφες, ή ότι θα γίνουν τέλεια, έως ότου τελειώσει ο εφιάλτης της πανδημίας. Σημαίνουν όμως ότι τουλάχιστον οι εχέφρονες αρχίζουν να αντιλαμβάνονται μέσα από αυτή την περιπέτεια, δύο βασικά πράγματα:
1. Ότι «στα δύσκολα», πρέπει να υπάρχει ένας ισχυρός και αποτελεσματικός κρατικός τομέας, αλλιώς παύει να έχει νόημα η ύπαρξη του ίδιου του «κράτους».
2. Ότι δεν έχει τόσο σημασία πού ακριβώς θα οροθετήσουμε τα όρια του κρατικού τομέα (με την προϋπόθεση ότι δεν καταργούμε τη σημασία των αγορών και του ανταγωνισμού), όσο το να έχουμε καλύτερο και αποτελεσματικότερο κρατικό τομέα.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, όμως, δεν θα πρέπει να επαναπαυθούμε στη μέχρι τώρα επιτυχία ενός «κακοσυντηρημένου» και γεμάτου αδυναμίες κρατικού μηχανισμού, επειδή κατάφερε να ανταποκριθεί σε αυτή τη φάση της πανδημίας. Διότι η επιτυχία ήρθε ως αποτέλεσμα σωστών αποφάσεων, μέσα σε συνθήκες υπαρξιακής απειλής (εκατόμβες πιθανών νεκρών) αλλά και της παραδοσιακής έφεσης του Έλληνα να επιδεικνύει φιλότιμο και να κάνει «γιουρούσι».
Τόσο η αντιμετώπιση της πανδημίας, όμως, τώρα που μόλις μπαίνουμε στη δεύτερη φάση, όσο και άλλες απειλές που αντιμετωπίζει η χώρα μας (και θα δούμε τη σοβαρότερη αμέσως μετά), θα αποτελέσουν μαραθώνιο και όχι σπριντ, που μπορεί να στηριχτεί στα παραπάνω δύο στοιχεία.
Που σημαίνει ότι έχει στρατηγική σημασία για το μέλλον τη χώρας τα όσα εφαρμόσαμε «όπως όπως» τους τελευταίους δύο μήνες, να εδραιωθούν, να επεκταθούν και να βελτιωθούν. Να γίνουν ο κανόνας, σε καθεστώς πολιτικής συναίνεσης.
Οι δύο κρισιμότεροι ίσως τομείς αφορούν α) τη χρήση της τεχνολογίας στον κρατικό τομέα και β) τη «διακυβερνητική» λειτουργία του κράτους, δηλαδή τη δυνατότητα λήψης και εφαρμογής αποφάσεων και σχεδίων, που εμπλέκουν πολλές από τις λειτουργίες του κράτους, ταυτόχρονα.
Οι τελευταίοι δύο μήνες, υπό την πίεση των συνταρακτικών γεγονότων, στηρίχθηκαν ακριβώς σε αυτούς τους δύο θεμελιώδεις παράγοντες. Είτε επρόκειτο για τη συνεργασία μεταξύ υπουργείων και φορέων για να αντιμετωπιστεί η υγειονομική διάσταση, είτε για να παρουσιαστεί και να εφαρμοστεί το μεγαλύτερο (και πολυπλοκότερο από πλευράς αριθμού αποδεκτών) πρόγραμμα οικονομικής στήριξης που έχει απαιτηθεί στη σύγχρονη πορεία της χώρας μας.
Όλα αυτά βεβαίως συνέβησαν σε μεγάλο βαθμό διότι για δύο μήνες, η γραφειοκρατία και οι αγκυλώσεις που παραδοσιακά κατατρώνε το κράτος, υποτάχθηκαν προσωρινά στην αμεσότητα και στο μέγεθος του κινδύνου.
Αυτό που έχει σημασία τώρα είναι να καταπολεμηθούν στη ρίζα τους, ώστε να μειωθεί δραστικά η επιρροή τους στην κρατική λειτουργία. Κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τη δημιουργία νέων απλών και ευέλικτων δομών, νέων απλούστερων και αποτελεσματικότερων θεσμών. Αλλιώς αυτό το «νέο» κράτος που ζήσαμε την τελευταία περίοδο θα πάψει να υπάρχει, με πιθανώς ολέθριες συνέπειες για τη χώρα.
Διότι, δυστυχώς, δεν είναι μόνο η πανδημία που έχουμε να αντιμετωπίσουμε, ούτε οι οικονομικές της συνέπειες. Παρότι έγινε πολύς λόγος για την «ασύμμετρη απειλή» που δημιούργησε η Τουρκία στα σύνορά μας στον Εβρο, χρησιμοποιώντας ως «ανορθόδοξο όπλο» τους μετανάστες, η πραγματικότητα είναι ακόμη πιο σύνθετη.
Η Τουρκία εμφανίζεται το τελευταίο διάστημα να χρησιμοποιεί συντονισμένα και συγχρονισμένα, πληθώρα πρακτικών, που έχουν τα χαρακτηριστικά μιας πρώιμης φάσης «υβριδικού πολέμου», δηλαδή της χρήσης στρατιωτικών και μη μέσων, πάσης φύσεως μέσων, προκειμένου να ασκηθεί πίεση και να απειληθεί η χώρα μας.
Θρασύτατες παραβιάσεις του εναέριου χώρου μας με στρατιωτικά μέσα, χρήση των μεταναστών στον Έβρο και στα νησιά, εκστρατεία διεθνούς προπαγάνδας για τη συκοφάντηση της χώρας μας, με έμφαση στο θέμα των μεταναστών, αλλά και απροκάλυπτες απειλές για σύρραξη σε ό,τι αφορά τις γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ, συνθέτουν το μέχρι τώρα τοπίο, χωρίς να παραγνωρίζουμε και την προ μηνών «ανάληψη ευθύνης» εκ μέρους τουρκικών οργανώσεων, για το «χάκινγκ» ιστοσελίδων του κεντρικού κρατικού μηχανισμού, που μπορεί να αποτέλεσε και μια πρώτη πρόβα εφαρμογής περιορισμένου «κυβερνοπολέμου».
Όπως φαίνεται μάλιστα από περιστατικά που έχουν συμβεί, τόσο στον Έβρο όσο και στα νησιά, πρόκειται για πρακτικές που περιορίστηκαν αλλά ΔΕΝ σταμάτησαν, ούτε με όλο σχεδόν τον πλανήτη, την Ελλάδα αλλά και την Τουρκία, σε κατάσταση lockdown.
Συνεπώς, οι συνέπειες που θα επιφέρει η πανδημία στην Ελλάδα, στην Τουρκία, είτε και στο διεθνές σύστημα, μέσα στο οποίο κινούνται οι δύο χώρες, θέματα τα οποία σήμερα κρύβονται από ένα βαρύ πέπλο παγκόσμιας αβεβαιότητας, ενδέχεται να επιδράσουν ως θετικός ή ως αρνητικός καταλύτης στη διένεξη της γείτονας με την Ελλάδα.
Οι πιθανότητες όμως να επιδράσουν αρνητικά, δεδομένων των προβλέψεων για αύξηση της αστάθειας στο διεθνές σκηνικό, αλλά και της δυσμενούς θέσης στην οποία βρίσκεται η Τουρκία το τελευταίο διάστημα, είναι πολύ μεγάλες για να αγνοηθούν.
Ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να αντιμετωπισθούν αυτές οι πολυσύνθετες και πολυεπίπεδες απειλές απαιτεί επίσης μια «διακυβερνητική» πολιτική, πέρα και πάνω από τις συνηθισμένες διαμάχες μεταξύ γραφειοκρατιών και υπουργείων για «αρμοδιότητες», κονδύλια και επιρροή. Μια πολιτική που ξεκινώντας στην προκειμένη περίπτωση από το μεταναστατευτικό, θα πρέπει να καλύψει το σύνολο των προκλήσεων.
Η «συνταγή» είναι η ίδια με αυτή που εφαρμόστηκε και στην καταπολέμηση της πρώτης φάσης της πανδημίας. Σχηματισμός ομάδων «ειδικών» υψηλού επιπέδου, που θα πρέπει να εισακούονται, ταχεία λήψη συνετών αποφάσεων, με γρήγορη εφαρμογή, σε συνεργασία μεταξύ των συναρμόδιων φορέων, ολοκληρωμένη επικοινωνία της κατάστασης και των προκλήσεων, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Όσο για το ερώτημα, αν θα βρεθούν κι εδώ «οι κατάλληλοι άνθρωποι στην κατάλληλη θέση», όπως φαίνεται να συνέβη στην περίπτωση του Σωτήρη Τσιόδρα και του Νίκου Χαρδαλιά, είναι νωρίς να το απαντήσουμε. Κατά κανόνα όμως, όταν δημιουργηθούν σωστά οι δομές, προκύπτουν και τα κατάλληλα πρόσωπα.