Πριν ακόμη κλείσουν καλά καλά οι κάλπες στην Ολλανδία, ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, ο πολύς Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, έγραψε ανοικτή επιστολή στους ψηφοφόρους της Γαλλίας να αντισταθούν στον λαϊκισμό, υπονοώντας -υποθέτω- κυρίως τη Μαρίν Λεπέν.
Είναι αλήθεια ότι οι εκλογές στη Γαλλία αποτελούν το πλέον επίφοβο γεγονός για την ανάδειξη ενός ακροδεξιού υποψήφιου στην κεντρική πολιτική σκηνή του πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης.
Ωστόσο η σπουδή του κ. Σόιμπλε να απευθυνθεί στους ψηφοφόρους μιας άλλης χώρας (επιφέροντας πιθανώς το… αντίθετο αποτέλεσμα) αποτελεί δείγμα πανικού, που συνεχίζει να υπάρχει παρά τα σχετικώς ανώδυνα εκλογικά αποτελέσματα στην Ολλανδία.
Και λέμε σχετικώς ανώδυνα, διότι μπορεί μεν ο κ. Βίλντερς να μην έλαβε την πρώτη θέση, όπως αρκετοί φοβούνταν, έλαβε όμως τη δεύτερη, ενισχύοντας τα ποσοστά και τη θέση του, την ίδια ώρα που τα δύο μεγάλα κυβερνητικά κόμματα είτε είδαν τη δύναμή τους να μειώνεται (το κόμμα του πρωθυπουργού κ. Ρούτε), είτε συνετρίβησαν, όπως συνέβη με το Εργατικό Κόμμα (στο οποίο ανήκει ο κ. Ντάισελμπλουμ), το οποίο σχεδόν... εξαϋλώθηκε.
Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι ο ακροδεξιός Βίλντερς επέβαλε την ατζέντα του στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, υποχρεώνοντας τον κ. Ρούτε να υιοθετήσει αρκετές δόσεις της ακροδεξιάς ρητορικής, ιδίως σε θέματα μετανάστευσης.
Σημαντική, από την άλλη πλευρά, ήταν η ενίσχυση του κόμματος των Πρασίνων, που έλαβε μεγάλο μέρος των ψήφων που έχασε το πιο «κεντρώο» Εργατικό Κόμμα.
Εν ολίγοις στην Ολλανδία είχαμε μια ενίσχυση της Δεξιάς, με έμφαση στις πιο ακραίες τάσεις της, αλλά και -δευτερευόντως- μια ενίσχυση της Αριστεράς με τη μορφή των Πρασίνων.
Η τάση αυτή δεν είναι καθόλου δυσεξήγητη. Σε όλη σχεδόν την Ευρώπη παρατηρείται λίγο-πολύ η ίδια αλληλουχία γεγονότων. Περιορισμός ή στασιμότητα στα εισοδήματα των μικρομεσαίων, περικοπές στο κοινωνικό κράτος, άνοδος της «ευέλικτης», ανασφαλούς απασχόλησης, αύξηση της αβεβαιότητας για το μέλλον, αλλά και απόρριψη του πολιτικού «κατεστημένου».
Δεδομένου ότι τη συγκεκριμένη περίοδο, τα παραπάνω συνδυάζονται με το προσφυγικό, την ισλαμική τρομοκρατία, αλλά και την περίφημη «παγκοσμιοποίηση», είναι λογικό το μεγαλύτερο μέρος της δυσαρέσκειας να το καρπώνονται ακροδεξιοί σχηματισμοί, με εθνικιστικές τάσεις, παρά κόμματα της Αριστεράς, τα οποία κατά κανόνα έχουν πολύ μεγαλύτερη ανεκτικότητα σε ανθρωπιστικά θέματα και αποστρέφονται τις μεγάλες δόσεις εθνικισμού.
Κατανοητά αυτά μεν, αλλά και ιδιαιτέρως επικίνδυνα. Διότι η μεταπολεμική Ευρώπη, αλλά και αυτή η ίδια η «ευρωπαϊκή ιδέα», οι πρακτικές της οποίας, κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, οδήγησαν στην καθιέρωση της Δυτικής Ευρώπης ως κατ' εξοχήν εκπροσώπου της μετριοπάθειας, του φιλειρηνισμού και του «ανοικτού πνεύματος», κτίστηκαν από μετριοπαθή κυβερνητικά κόμματα και όχι από εκπροσώπους ακραίων τάσεων.
Αν τα πράγματα συνεχίσουν να εξελίσσονται προς την κατεύθυνση που έχουν πάρει τα τελευταία χρόνια, τότε θα πρέπει να θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι η Ευρώπη θα αρχίσει να κινείται πλέον προς το παρελθόν και όχι προς το μέλλον, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις διάφορες κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές κατακτήσεις της.
Το πιο επικίνδυνο όμως είναι ότι, κατά τα φαινόμενα, οι πολιτικές «ελίτ» εμφανίζονται να διερωτώνται ακόμη «τι έχουν τα έρημα και ψοφάνε;», εξαντλώντας την αντίδρασή τους σε «άσφαιρα» επιχειρήματα εναντίον του «λαϊκισμού», ωσάν η άνθησή του τα τελευταία χρόνια να μην οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, για τους οποίους ευθύνονται οι ίδιες, αλλά σε μια… διαστροφή του εκλογικού σώματος.