Τα πρώτα χρόνια, η φράση αποτέλεσε περίπου σταθερή επωδό των επώδυνων μέτρων. Η Ελλάδα, δεδομένου ότι δεν έχει δικό της νόμισμα να υποτιμήσει, θα πρέπει να μπει στην επώδυνη διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης, μέσω -κυρίως- της μείωσης των απολαβών, είτε πρόκειται για μισθούς, είτε και για συντάξεις. Λίγο-πολύ όλοι το «μάθαμε» αυτό.
Εδώ και μεγάλο διάστημα ωστόσο, καθώς τα χρόνια πέρασαν, η συγκεκριμένη φράση πέρασε στο περιθώριο. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι η διαδικασία έχει σταματήσει. Κάθε μέτρο που περιορίζει τα εισοδήματα και την αγοραστική δύναμη του πολίτη, είτε αφορά στην αύξηση των φόρων, είτε τη μείωση των συντάξεων, πέρα από το γεγονός ότι αυξάνει τα έσοδα ή μειώνει τις δαπάνες του κράτους, έχει κι άλλες επιπτώσεις.
Δρα αρνητικά στην εγχώρια κατανάλωση και ζήτηση, οδηγεί ως ένα βαθμό σε υποκατάσταση προϊόντων (από ακριβότερα σε φτηνότερα κι από εισαγόμενα σε εγχώρια -εφόσον υπάρχουν), κι από ένα σημείο και μετά περιορίζει επίσης και την αποταμίευση, σημείο το οποίο έχουμε ήδη αγγίξει στην Ελλάδα.
Ταυτόχρονα, εξαιτίας της μείωσης της ζήτησης, επιδρά και στον επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας, πιέζοντας τις επιχειρήσεις που έχουν τη δυνατότητα να στραφούν προς το εξωτερικό, κι εκείνες που είναι προσανατολισμένες στην εγχώρια ζήτηση, να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, είτε προσπαθώντας να διατηρήσουν τα μερίδιά τους στη συρρικνούμενη εσωτερική αγορά, είτε με άλλους τρόπους, συνηθέστερος των οποίων είναι οι «περικοπές».
Ποια είναι όμως η διαφορά μεταξύ μιας διαδικασίας «φτωχοποίησης» και μιας διαδικασίας «εσωτερικής υποτίμησης»; Φοβάμαι ότι, στην πράξη, η διαφορά εξαρτάται μόνο από το αποτέλεσμα που θα προκύψει.
Εάν μέσα από τη διαδικασία προκύψει συστηματική υποκατάσταση των εισαγωγών από εγχώρια προϊόντα, αυξηθούν αισθητά οι εξαγωγές και γενικώς η οικονομία γίνει περισσότερο «ανταγωνιστική» διεθνώς, τότε, ακριβώς επειδή το αποτέλεσμα περιορίζει τις δυσμενείς επιπτώσεις (και βαθμηδόν τις αναστρέφει), μπορούμε να μιλήσουμε για μια επιτυχημένη διαδικασία «εσωτερικής υποτίμησης».
Αν όχι, τότε μένουμε με τη… φτωχοποίηση!
Για λόγους που είναι πολλοί για να περιγραφούν στο παρόν κείμενο, όλα δείχνουν ότι, με εξαίρεση τον τομέα του τουρισμού και του real estate development (οι οποίοι ωφελούνται από τη φτωχοποίηση σε ό,τι αφορά στα έξοδα ίδρυσης και λειτουργίας, αλλά δεν εξαρτούν τα έσοδά τους από εγχώρια εισοδήματα), αυτή η συνεχιζόμενη «υποτίμηση» στα εισοδήματα των πολιτών δεν έχει φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα ούτε στις εξαγωγές, ούτε όμως και στην υποκατάσταση των εισαγωγών.
Η ίδια άλλωστε εικόνα αντικατοπτρίζεται και στις μεγάλες ξένες επενδύσεις που έχουν γίνει αυτά τα χρόνια στην Ελλάδα, κυρίως σε συνάρτηση με μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις. Είτε πρόκειται για το Ελληνικό, είτε για την επένδυση της Fraport στα περιφερειακά αεροδρόμια, είτε για την πώληση του Αστέρα, είτε για τις επενδύσεις σε διαμετακομιστικές υποδομές, το αντικείμενο της επένδυσης αφορά, σε πολύ μεγάλο βαθμό, εισοδήματα που προκύπτουν από το εξωτερικό!
Ανάμεσα στην πληθώρα λόγων που οδήγησαν στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα, ξεχωρίζουν τρεις:
1. Το αλλοπρόσαλλο μείγμα πολιτικής που ακολουθήθηκε. Μαζί με τις ενέργειες «εσωτερικής υποτίμησης», προέκυψε επιβάρυνση των ελληνικών επιχειρήσεων με άλλα στοιχεία κόστους, που σε πολλές περιπτώσεις εξουδετέρωσαν τη μείωση στο καθαρό μισθολογικό κόστος, με τη μορφή φόρων και εισφορών.
2. Η έλλειψη χρηματοδότησης και το αυξημένο κόστος χρήματος, που αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις, εξαιτίας της κατάστασης στον τραπεζικό τομέα.
3. Η έλλειψη ενός οργανωμένου σχεδίου αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου, με έμφαση στις εξαγωγές και στην υποκατάσταση εισαγωγών.
Υπό αυτή την έννοια, κι εφόσον υποθέσουμε ότι ισχύουν όσα έχουμε μάθει μέχρι στιγμής για την εκκολαπτόμενη συμφωνία μεταξύ των δανειστών και της κυβέρνησης, η χώρα βρίσκεται ξανά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι.
Εάν πιαστούν οι στόχοι του 2017 και του 2018, τότε μέσω των περίφημων «αντιμέτρων» που θα έχουν -απ' όσα έχουν ειπωθεί- καθαρά «αναπτυξιακό» χαρακτήρα, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να δούμε πράγματι μια σταδιακή εξουδετέρωση των αρνητικών επιπτώσεων, που θα έχει στην εσωτερική ζήτηση η μείωση του αφορολόγητου και των συντάξεων, και μια ώθηση στην ανάπτυξη, ιδίως αν υπάρξουν και αλλαγές στους προηγούμενους τρεις παράγοντες.
Εάν όχι, η φτωχοποίηση θα συνεχιστεί!