Με αφορμή την αποπομπή του Χάρη Θεοχάρη φαίνεται να έχει ξεσπάσει ένα δήθεν debate ανάμεσα σε «μεταρρυθμιστές» και «αντιμνημονιακούς», για το ρόλο των τεχνοκρατών και των πολιτικών στη πολιτική διακυβέρνηση της χώρας.
Η συζήτηση όμως που γίνεται είναι εξίσου παραπλανητική με τις ταμπέλες που οικειοποιούνται, εκείνοι που τις κάνουν. Πρώτα πρώτα, διότι ο Θεοχάρης δεν ήταν υπουργός, αλλά Γενικός Γραμματέας υπουργείου.
Μια θέση που σε πολλές άλλες –περισσότερο αποτελεσματικές- δημοκρατίες, δεν χρησιμοποιείται για να βολεύονται κομματικά στελέχη, αλλά αποτελούν μόνιμες θέσεις, υπηρεσιακών στελεχών, που προέρχονται από τα σπλάχνα της δημόσιας διοίκησης κι έχουν βαθιά, πολυετή γνώση των θεμάτων.
Είναι γεγονός ότι σε μια Δημοκρατία, την ύψιστη ευθύνη πρέπει να την έχουν οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι του λαού, δηλαδή οι πολιτικοί. Μέσω των εθνικών εκλογών, αυτό ακριβώς συμβαίνει. Εκλέγονται οι εκπρόσωποι στο νομοθετικό σώμα, τη Βουλή και εν συνεχεία η παράταξη που επικράτησε παίρνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, την οποία διορίζει ο πρωθυπουργός.
Αυτό, πρακτικά σημαίνει ότι δεν υπάρχει ανάγκη να είναι «εκλεγμένος» ο υπουργός. Ο ίδιος λογοδοτεί στη Βουλή, η οποία εκλέχθηκε από τον λαό. Τουναντίον είναι συχνά προτιμότερο να μην είναι βουλευτής, για να αποφεύγονται και τα φαινόμενα που παρατηρούνται πολύ συχνά, να χρησιμοποιείται η υπουργική θέση για την προώθηση προσωπικών πολιτικών συμφερόντων.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός έθεσε θέμα ασυμβίβαστου μεταξύ βουλευτή και υπουργού, για την αναθεώρηση του Συντάγματος, όμως στον ανασχηματισμό, δεν έδωσε τέτοια δείγματα, με εξαίρεση την περίπτωση του Γκίκα Χαρδούβελη. Κι όμως σε άλλες χώρες, η διάκριση μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, είναι σχεδόν απόλυτη
Τα παραπάνω, δεν σημαίνουν όμως ότι η χρήση τεχνοκρατών είναι πανάκεια. Η γνώση ενός τομέα, δεν αποτελεί ικανή συνθήκη για την αποτελεσματικότητα στην άσκηση πολιτικής. Χρειάζονται πολύ περισσότερα προσόντα, αλλά και ενσωμάτωση της επιμέρους πολιτικής στην συνολική πολιτική της παράταξης που έχει εκλεγεί για να ασκήσει εξουσία.
Δυστυχώς , το πρόβλημα μας στην Ελλάδα, δεν έχει να κάνει με το αν αυτοί που θα πάρουν τις θέσεις εξουσίας είναι πολιτικοί η τεχνοκράτες. Το πρόβλημα μας μέχρι σήμερα είναι πως είτε πρόκειται για το πρώτο είτε για το δεύτερο, τα αποτελέσματα δεν είναι ικανοποιητικά. Υπάρχει δε πληθώρα περιπτώσεων που τόσο οι μεν, όσο και οι δε αποδείχθηκαν ότι είναι «της συμφοράς»!
Το πρόβλημα μας αφορά κατά βάση, τους μηχανισμούς άσκησης δημόσιας διοίκησης, αλλά και τους μηχανισμούς επιλογής των προσώπων, που θα ασκήσουν πολιτική.
Όταν αυτοί οι μηχανισμοί είναι διαβρωμένοι από στενά κομματικές νοοτροπίες και αντιλήψεις, στελεχωμένοι χωρίς αξιοκρατία, η αποτελεσματικότητα-, ως προς το δημόσιο και όχι το κομματικό συμφέρον, θα είναι πάντα εξαίρεση και όχι κανόνας.
Όταν η επιλογή πολιτικών προσώπων που θα ασκήσουν εξουσία, δε γίνεται με κριτήρια ικανοτήτων και εμπειρίας, αλλά με σκοπό την τήρηση εσωκομματικών ισορροπιών, ή όταν οι τεχνοκράτες επιλέγονται με βασικό κριτήριο το αν είναι «κομματικά προσκείμενοι», αυτή η κατάσταση θα διαιωνίζεται.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε, ότι και στις σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες είτε πολιτικά πρόσωπα, είτε τεχνοκράτες αποφάσισαν να προωθήσουν ορθές πολιτικές που όμως ήταν «δυσάρεστες», έμειναν «ξεκρέμαστοι» από την ίδια τους την κυβέρνηση, λόγω του περίφημου πολιτικού κόστους.
Χαρακτηριστικό ίσως, αλλά όχι μόνο παράδειγμα, η περίπτωση του Τάσου Γιαννίτση που επί κυβέρνησης Σημίτη προσπάθησε να περισώσει έγκαιρα το ασφαλιστικό σύστημα, το οποίο σήμερα έχει πλέον καταρρεύσει.
Μακάρι λοιπόν να ήταν τόσο απλή η επίλυση του –κατ εξοχήν – πολιτικού προβλήματος που συνεχίζει να έχει η χώρα μας, όσο η επιλογή ανάμεσα σε πολιτικούς ή τεχνοκράτες, αλλά δεν είναι.