Στη βάση του ασφαλιστικού προβλήματος της χώρας βρίσκεται το δημογραφικό. Σήμερα, αντιστοιχούν περίπου 1,3 παιδιά ανά γυναίκα, έναντι 2,1 και πλέον στα τέλη της δεκαετίας του 1970.
Με άλλα λόγια, η Ελλάδα διέρχεται μια περίοδο υπογεννητικότητας που διαρκεί πολλά χρόνια και αυτό σημαίνει πως υπάρχει ένα έλλειμμα εκατοντάδων χιλιάδων νέων για τη σταθερή ανανέωση των γενεών.
Όμως, το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν πολλές ακόμη ευρωπαϊκές χώρες. Είναι λοιπόν λογικό να γίνει το θέμα αντικείμενο ερευνών και μελετών.
Σε μια από αυτές, που φέρει τον τίτλο «Γιατί οι Ευρωπαίες κάνουν λίγα μωρά», οι συγγραφείς αναζητούν τον καλύτερο τρόπο για να αυξηθεί το ποσοστό γονιμότητας στις χώρες της Ευρωζώνης και ειδικότερα σε εκείνες που είναι πολύ χαμηλό.
Σύμφωνα λοιπόν με τη μελέτη που υπογράφουν ο καθηγητής Οικονομικών Matthias Doepke του Πανεπιστημίου Northwestern και ο Fabian Kindermann, βοηθός καθηγητής του Πανεπιστημίου της Βόννης, ο καλύτερος τρόπος είναι η υιοθέτηση πολιτικών που μειώνουν σημαντικά το κόστος της φροντίδας των παιδιών για τις γυναίκες.
Αντίθετα, οι γενικές πολιτικές επιχορηγήσεων είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματικές.
Φυσικά, αυτές οι πολιτικές έχουν κάποιο δημοσιονομικό κόστος βραχυπρόθεσμα. Αν όμως είναι όντως τόσο αποτελεσματικές, θα βγάλουν τα λεφτά τους με το παραπάνω σε βάθος χρόνου, μέσω του ασφαλιστικού.