Ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία εισήλθε σε νέα φάση μετά την κατάληψη των Νταραά και Κουνεϊτρα στα νοτιοδυτικά της χώρας από τις φιλοκυβερνητικές δυνάμεις. Τώρα, για πρώτη φορά στον επταετή πόλεμο, όλα τα ουσιαστικής σημασίας εδάφη στη Συρία βρίσκονται είτε υπό άμεσο έλεγχο των φιλοκυβερνητικών δυνάμεων, ή έχουν σημαντική ξένη παρουσία.
Οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις και οι αμερικανικές δυνάμεις ελέγχουν το βορειοανατολικό κομμάτι της χώρας, ενώ οι τουρκικές είναι ενσωματωμένες στην βόρεια περιφέρεια του Χαλεπιού και της Ιντλίμπ, όπου παραμένουν και οι τελευταίες δυνάμεις των ανταρτών.
Ωστόσο, η κυβέρνηση του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ είναι αυτή που ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος της Συρίας, με τη βοήθεια συμμάχων όπως το Ιράν, η Ρωσία και η Χεζμπολά. Καθένας από αυτούς τους εταίρους έχει διαφορετικό όραμα για τον δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσει η χώρα. Όμως η Μόσχα –έχοντας ήδη πετύχει τον πρωταρχικό στόχο της διασφάλισης των θέσεών της, και ολόκληρης της κυβέρνησης Άσαντ, στη χώρα- θέλει να σταθεροποιήσει τον πόλεμο και να δρέψει τα οφέλη της εμπλοκής της στον πόλεμο. Προς τον σκοπό αυτό, η Ρωσία έχει καταρτίσει ένα σχέδιο με πολλά σκέλη, το οποίο βρίθει ρίσκων και του οποίου η επιτυχία μόνο σίγουρη δεν είναι.
Μια απίθανη ανοικοδόμηση
Το πρώτο βήμα στο σχέδιο της Ρωσίας είναι να διασφαλίσει την χρηματοδότηση της ανοικοδόμησης που είναι απαραίτητη για να παραμείνει ειρηνικά ο Άσαντ στην εξουσία στη Συρία μακροπρόθεσμα. Χωρίς σημαντικές προσπάθειες για την ανοικοδόμηση και σταθεροποίηση της χώρας, η δυσαρέσκεια θα μπορούσε για μια ακόμα φορά να μετατραπεί σε εξέγερση. Επιπλέον ρόλος της Ρωσίας στην ειρήνευση και την αποκατάσταση της Συρίας, θα εδραίωνε ταυτόχρονα την επιρροή της και θα ενίσχυε τη νομιμοποίηση της Συριακής κυβέρνησης, ενδεχομένως τόσο ώστε να ενθαρρυνθεί η Δύση να άρει της κυρώσεις της κατά της Δαμασκού.
Η διαδικασία δεν θα είναι φθηνή, όμως: οι εκτιμήσεις φέρνουν το κόστος της ανοικοδόμησης στα περίπου 400 δισ. δολάρια. Επειδή η Ρωσία δεν έχει τη δυνατότητα να επωμιστεί το οικονομικό κόστος μόνη της, στρέφεται σε άλλες χώρες, κυρίως στις ΗΠΑ, την Κίνα και τα μέλη της ΕΕ, για βοήθεια.
Μέχρι στιγμής, αυτό έχει αποφέρει ανάμεικτα αποτελέσματα. Ενώ η Κίνα έδειξε την επιθυμία της να επενδύσει στην προσπάθεια αυτή, οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν συμφωνούν με το ρωσικό σχέδιο. Ορισμένες χώρες της ΕΕ, όπως η Γαλλία, έχουν ήδη αναλάβει την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας στη Συρία μαζί με τη Ρωσία, όμως οι δραστηριότητές τους απέχουν πολύ από το σχέδιο ανασυγκρότησης που έχει στο μυαλό της η Μόσχα.
Για να δελεάσει τα μέλη της ΕΕ να στηρίξουν το όραμά της, η Ρωσία έχει εγείρει την προοπτική επιστροφής προσφύγων στην ανοικοδομημένη Συρία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ωστόσο, βλέπει με σκεπτικισμό τις προθέσεις της Ρωσίας και εξακολουθεί να είναι απρόθυμη να συνεργαστεί άμεσα με την κυβέρνηση του αλ Άσαντ.
Ακόμα δυσκολότερο είναι να πειστούν οι ΗΠΑ για την αξία του σχεδίου. Όχι μόνο δεν συνεργάζεται η Ουάσινγκτον με την κυβέρνηση της Συρίας, παρά μόνο για μια πολιτική μετάβαση, αλλά επίσης ψάχνει τρόπους για να μειώσει τις δαπάνες της στη Συρία. Το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ ανακοίνωσε στις 17 Αυγούστου ότι αντί να δαπανήσει τα 230 εκατ. δολάρια που προορίζονταν για τις προσπάθειες σταθεροποίησης των περιοχών που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων, θα ζητήσει από τους Άραβες συμμάχους να βάλουν αυτοί τα λεφτά.
Αποφεύγοντας μια ιρανο-ισραηλινή κλιμάκωση
Καθώς η Μόσχα συνεχίζει να αναζητεί τρόπους για να διασφαλίσει τη μακροβιότητα της κυβέρνησης αλ Άσαντ, εργάζεται παράλληλα για να αποτρέψει το ενδεχόμενο η σύγκρουση στη Συρία να κλιμακωθεί και να μετατραπεί σε πόλεμο μεταξύ των κρατών που εμπλέκονται σε αυτήν.
Το Ισραήλ αυξάνει τις επιθέσεις του κατά Ιρανών στρατιωτών στη Συρία τον τελευταίο χρόνο, προκειμένου να προσπαθήσει να αποτρέψει την Τεχεράνη από το να περιχαρακωθεί στη χώρα. Οι επιθέσεις, αν μείνουν ανεξέλεγκτες, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πλήρη σύγκρουση μεταξύ του Ιράν και του Ισραήλ που θα μπορούσε και να βλάψει τις δυνατότητες της κυβέρνησης της Συρίας αλλά και να εμπλέξει περισσότερο τη Ρωσία.
Για να αποτρέψει μια περαιτέρω κλιμάκωση, η Ρωσία έχει πείσει το Ιράν να αποσύρει τις βαριά οπλισμένες μονάδες του από τη νοτιοδυτική Συρία για την ώρα και έχει αυξήσει τις επικοινωνίες της με το Ισραήλ για να αποφύγει συμπλοκές από ατύχημα μεταξύ των Ρωσικών και των Ισραηλινών δυνάμεων.
Ωστόσο, ο κίνδυνος μιας αντιπαράθεσης Ισραήλ-Ιράν παραμένει. Το Ιράν θα μπορούσε πάντα να αποφασίσει να ξαναστείλει τις δυνάμεις του στην περιοχή κοντά στα Υψίπεδα Γκολάν. Επιπλέον, όσο το Ιράν έχει παρουσία στη Συρία, το Ισραήλ θα συνεχίσει τις επιθέσεις του.
Η Ρωσία δεν έχει ούτε τη δυνατότητα, ούτε την θέληση να βγάλει τελείως το Ιράν από τη Συρία, ενώ η Ισλαμική Δημοκρατία είναι υπερβολικά περιχαρακωμένη στη χώρα και η επιρροή της στη Δαμασκό υπερβολικά μεγάλη. Επιπλέον, η Μόσχα εξακολουθεί να χρειάζεται τις ιρανικές δυνάμεις στη Συρία για τις επιχειρήσεις καταστολής των ανταρτών που θα συνεχίσουν για πολύ καιρό ακόμα στις απόμακρες γωνιές της χώρας.
Το ζήτημα της Ιντλίμπ
Όμως το πιο πιεστικό ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπίσει η Μόσχα, είναι η Ιντλίμπ. Το προπύργιο των ανταρτών τεχνικά εντάσσεται στη συμφωνία «αποκλιμάκωσης» που σύναψαν η Ρωσία με την Τουρκία και το Ιράν κατά τις ειρηνευτικές συνομιλίες στο Καζακστάν πέρυσι. Η «αποκλιμάκωση» είναι μόνο κατ’ όνομα, ωστόσο η συμφωνία πράγματι άνοιξε τον δρόμο για την Τουρκία να αναπτύξει δυνάμεις για να εδραιώσει καμιά δεκαριά παρατηρητήρια στα επαρχιακά σύνορα της Ιντλίμπ. Και τώρα που η κυβέρνηση του αλ Άσαντ έχει ανακτήσει τον έλεγχο της νοτιοδυτικής Συρίας, η Δαμασκός αδημονεί να ξεκινήσει επίθεση στην Ιντλίμπ προκειμένου να ανακτήσει περισσότερα εδάφη. Οι φιλοκυβερνητικές δυνάμεις κινούνται βόρεια προς την επαρχία τις τελευταίες εβδομάδες, προετοιμάζοντας το έδαφος για μια τέτοια επιχείρηση, κάτι που φέρνει σε δύσκολη θέση τη Ρωσία.
Από τη μια πλευρά η Μόσχα θέλει να αποδυναμώσει τις δυνάμεις των ανταρτών στην Ιντλίμπ –ιδιαίτερα αυτούς που βρίσκονται πίσω από τις επιθέσεις με αυτοσχέδια drones στην αεροπορική βάση Χμεϊμιμ στη Λαττάκεια- για να διασφαλίσει πως δεν θα αποτελούν πλέον απειλή για την κυβέρνηση στο μέλλον.
Από την άλλη πλευρά, αν το κάνει αυτό, μπορεί να έρθει σε άμεση σύγκρουση με την Τουρκία, η οποία αντιτίθεται στην απόσυρση από την Ιντλίμπ υπό τον φόβο ότι θα χάσει τη ζώνη ασφαλείας της στη Συρία και θα υπάρξει κύμα προσφύγων στα σύνορά της. Η Μόσχα δεν έχει καμία πρόθεση να προκαλέσει αντιπαράθεση με την Άγκυρα. Μια σύγκρουση μεταξύ των δυο χωρών, άλλωστε, θα έκοβε τους δεσμούς τους και θα οδηγούσε την Τουρκία και πάλι στο πλευρό των ΗΠΑ, ενθαρρύνοντας ταυτόχρονα τη χώρα να ενισχύσει τη στήριξη που παρέχει στην εξέγερση κατά της κυβέρνησης του Άσαντ.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν αυτούς τους παράγοντες, η Ρωσία θα ακολουθήσει μια δίκαιη προσέγγιση στο ζήτημα της Ιντλίμπ. Η χώρα πιέζει την Τουρκία να τηρήσει σκληρότερη στάση έναντι των τζιχαντιστικών συνιστωσών των δυνάμεων των ανταρτών, περιλαμβανομένων ομάδων όπως η Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ και το Ισλαμικό Κόμμα του Τουρκιστάν στη Συρία (το οποίο, ως παρακλάδι επαναστατικής ομάδας των Ουιγούρων, αποτελεί σημαντική ανησυχία και για την Κίνα).
Ταυτόχρονα, όμως, η Ρωσία διαχειρίζεται τις προσδοκίες της Δαμασκού, ξεκαθαρίζοντας πως δεν θα στηρίξει μια πλήρη στρατιωτική επίθεση για την ανακατάληψη της Ιντλίμπ όσο παραμένουν στην επαρχία οι τουρκικές δυνάμεις. Αντί για μια ολοκληρωμένη επιχείρηση, πιθανότατα θα ξεκινήσουν εντός των επόμενων εβδομάδων μια σειρά επιθέσεων φιλοκυβερνητικών δυνάμεων, με τη στήριξη της Ρωσίας, μαζί με μια ευρεία εκστρατεία προπαγάνδας για να πειστούν οι ομάδες των ανταρτών να καταθέσουν τα όπλα.
Ωστόσο, ακόμα και μια τόσο προσεκτικά καλιμπραρισμένη προσέγγιση ενέχει σημαντικό ρίσκο. Η Ρωσία δεν έχει ποτέ ξανά υποστηρίξει μια μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση στην κρατούμενη από τους αντάρτες περιοχή της Συρίας παρουσία ξένων στρατιωτών. Αν αποφασίσει να το πράξει στην Ιντλίμπ, θα υπήρχε κίνδυνος να προκαλέσει απώλειες στην Τουρκία ή αντίποινα και κλιμάκωση. Αν και η κυβέρνηση του αλ Άσαντ έχει σε μεγάλο βαθμό ανακτήσει την εξουσία, ωστόσο η Ρωσία πιθανότατα θα δει πως η εφαρμογή της υπόλοιπης στρατηγικής της στη Συρία είναι πιο εύκολη στα λόγια παρά στην πράξη.