Η Τουρκία δεν θα ενταχθεί σύντομα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν και βρίσκεται σε διαδικασία ένταξης από το 2005, ωστόσο οι πιθανότητες ένταξής της είναι σήμερα χαμηλότερες από ποτέ. Καμία πλευρά, όμως, δεν είναι πρόθυμη να «τραβήξει την πρίζα» από το εγχείρημα.
Αν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σταματήσει τη διαδικασία, τότε ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν την χαρακτηρίσει ένα χριστιανικό κλαμπ ρατσιστών που ποτέ δεν είχε πρόθεση να εντάξει μια Μουσουλμανική χώρα στο ευρωπαϊκό μπλοκ. Εν τω μεταξύ, ο ίδιος ο Ερντογάν, είναι απρόθυμος να υποβάλει την Τουρκία στις σοβαρές οικονομικές συνέπειες που θα προκαλούσε ο με συνοπτικές διαδικασίες τερματισμός της ενταξιακής της προσπάθειας. Και επειδή Τουρκία και Ευρωπαϊκή Ένωση εξαρτώνται από την σχέση τους, θα πρέπει να επικρατήσουν πιο ψύχραιμες φωνές για να διατηρηθεί η συνεργασία των δυο πλευρών.
Ωστόσο, την ίδια ώρα, καμία πλευρά δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την προοπτική της τουρκικής ένταξης. Ακόμα και στην αρχή της διαδικασίας, ο ενθουσιασμός των Βρυξελλών για την συμμετοχή της Τουρκίας ήταν στην καλύτερη περίπτωση ανειλικρινής. Οι πρωτοφανείς προσπάθειες του Ενρτογάν να υλοποιήσει τις απαιτήσεις για την ένταξη στην ΕΕ –περιλαμβανομένης της προσπάθειας για ανατροπή της ευρύτερα καταδικαστέας πολιτικής προς την Κύπρο, και των μεταρρυθμίσεων προκειμένου η νομική και διοικητική δομή της Τουρκίας να συνάδουν με τα ευρωπαϊκά πρότυπα- ήταν μάταιες. Ήταν αρκετές για να επιτρέψουν στην Τουρκία να αρχίσει τις επίσημες διαδικασίες για ένταξη στην ΕΕ, όμως δεν σταμάτησαν τις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Γαλλίας από το να μπλοκάρουν τον δρόμο της προς την ένταξη.
Οι Βρυξέλλες σχεδόν αμέσως εγκατέλειψαν το όποιο πλεονέκτημα είχαν επί της συνεχιζόμενης πορείας της Τουρκίας προς τη δημοκρατία και τον εξευρωπαϊσμό και έστρεψαν τον Ερντογάν και τους υποστηρικτές του εναντίον της ΕΕ. Μάλιστα, μεταφέροντας συνεχώς το «τέρμα» για την ένταξη της Τουρκίας, η Ευρωπαϊκή Ένωση ενθάρρυνε την υποχώρηση της δημοκρατίας και την υποβάθμιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία, τα οποία συχνά επικρίνει.
Eγκατάλειψη και καταστολή
Η αποτυχία του μπλοκ να παράσχει μια τελική ημερομηνία ένταξης έδειξε στον Ερντογάν πως η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ενδιαφέρεται να εντάξει στους κόλπους της την Τουρκία. Ως απάντηση, η Άγκυρα εγκατέλειψε την προσπάθεια να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ένταξης. Αντί να κυνηγά το άπιαστο όνειρο της ένταξης, ο Ερντογάν είδε πως πολιτικά είναι πιο επικερδές να στοιχηματίσει κατά του μπλοκ και να το δυσφημίσει.
Η Αραβική Άνοιξη του 2011 και οι διαδηλώσεις στο πάρκο Γκεζί το 2013 έθεσαν περαιτέρω σε κίνδυνο την ένταξη της Τουρκίας. Καθώς το κυβερνών κόμμα AKP προχώρησε σε επιχειρήσεις καταστολής των αντιφρονούντων μετά το πρώτο κύμα των μαζικών διαδηλώσεων κατά του στιλ διακυβέρνησης και των πολιτικών του Ερντογάν, ο Τούρκος πρόεδρος κατηγόρησε την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Δύση ότι ενορχήστρωσαν αυτό που αποκάλεσε «ψεύτικες» διαδηλώσεις. Στράφηκε στον ίδιο αποδιοπομπαίο τράγο μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016, την οποία οι περισσότερες κυβερνήσεις της ΕΕ άργησαν να καταδικάσουν. (Μάλιστα μέχρι σήμερα ο Ερντογάν υποστηρίζει πως η ανατροπή του θα ικανοποιούσε την Ευρωπαϊκή Ένωση).
Ωστόσο, αντιθέτως, η απόπειρα πραξικοπήματος έδωσε στον Ερντογάν μια σπάνια πολιτική ευκαιρία. Του επέτρεψε, για παράδειγμα, να επιβάλει κατάσταση έκτακτης ανάγκης υπό το Τουρκικό Σύνταγμα, αρχικά με τον προσχηματικό στόχο της αποτροπής περαιτέρω αποπειρών πραξικοπήματος και του εντοπισμού των συνωμοτών. Πολύ σύντομα, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης μετατράπηκε σε κυνήγι μαγισσών για την εκκαθάριση του δημόσιου τομέα και του στρατού, καθώς και την φυλάκιση εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών.
Η απόπειρα πραξικοπήματος, την οποία ο Ερντογάν χαρακτήρισε «δώρο Θεού», του έδωσε το τέλειο πρόσχημα για να κυνηγήσει τους πολιτικούς αντιπάλους του, καταδικάζοντας ταυτόχρονα όλους εκείνους που στέκονταν εμπόδιο στον δρόμο του. όσο πιο πολύ επέκρινε η ΕΕ την αντίδραση του AKP, περιλαμβανομένης της φυλάκισης δημοσιογράφων και ακαδημαϊκών, τόσο πιο σφοδρά κατηγορούσε ο Τούρκος πρόεδρος την Ευρώπη ότι στηρίζει τον σκοπό των τρομοκρατών και της τρομοκρατίας.
Ανταλλάγματα
Ωστόσο, και οι δυο πλευρές εμμένουν στην ένταξη. Καθώς οι μετανάστες από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική πλημμύρισαν τις ακτές της στον απόηχο της Αραβικής Άνοιξης, η Ευρωπαϊκή Ένωση κατάλαβε γρήγορα πως με το σωστό τίμημα, η Τουρκία θα μπορούσε να εμποδίσει το κύμα. Οι Βρυξέλλες υπέγραψαν συμφωνία με την Άγκυρα στα τέλη του 2016, προσφέροντας μετρητά, χαλάρωση των περιορισμών στη μετακίνηση των Τούρκων πολιτών και την πιθανότητα επέκτασης της τελωνειακής ένωσης με αντάλλαγμα τη βοήθεια της Τουρκίας ώστε να μην φτάσουν στην Ευρώπη οι μετανάστες. Η Άγκυρα έχει τηρήσει τη δική της πλευρά της συμφωνίας, όμως λόγω των ισχυρών αντιρρήσεων από τη Γερμανία και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Τουρκία δεν έχει λάβει τίποτα άλλο ως αντάλλαγμα πέραν των χρημάτων.
Αυτή η συναλλακτική προσέγγιση στις διμερείς σχέσεις –από την οποία απουσιάζουν οι αξίες και η οποία εξαρτάται αποκλειστικά από τις αμοιβαίες απαιτήσεις- έχει γίνει το «νέο κανονικό» για την Τουρκία και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Για να προχωρήσουν παρακάτω, η Άγκυρα και οι Βρυξέλλες θα πρέπει να κάνουν κάποιες δύσκολες επιλογές. Δεδομένης της απομάκρυνσης της Άγκυρας από τη δημοκρατική διακυβέρνηση, δεν θα μπορέσει ρεαλιστικά να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ένταξης. Η κοινή γνώμη στην Τουρκία και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, επιπλέον, απορρίπτει τον στόχο. (Λιγότερο από το 20% των Τούρκων στηρίζουν την ενταξιακή προσπάθεια).
Εν τούτοις, ο Ερντογάν και η ΕΕ αντιλαμβάνονται πως η διατήρηση της συνεργασίας τους θα είναι ζωτικής σημασίας σε διάφορους τομείς. Η συνεχιζόμενη βοήθεια της Τουρκίας σε πρωτοβουλίες περιφερειακής ασφάλειας, για παράδειγμα, θα γίνει πιο σχετική καθώς η Ρωσία και το Ιράν εργάζονται για να επεκτείνουν τις σφαίρες στρατηγικής επιρροής τους, που συγκρούονται με τους στόχους της Ευρώπης. Επιπλέον, η Τουρκία θα παίξει κεντρικό ρόλο στις προσπάθειες της ΕΕ να αναπτύξει ενεργειακούς δρόμους προς την Ευρώπη που παρακάμπτουν τη Ρωσία. Η Άγκυρα, με τη σειρά της, θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί τα ζητήματα αυτά για να επαναδιαπραγματευτεί τους όρους της τελωνειακής της ένωσης με την ΕΕ, που αυτή τη στιγμή εξαιρεί τις Τουρκικές αγροτικές εξαγωγές, καθώς και την ελεύθερη μετακίνηση εργαζομένων.
Στα θέματα αυτά, η Τουρκία και η Ευρώπη μπορούν να βρουν δίκαιες και βολικές λύσεις. Όμως η επιτυχία τους εξαρτάται από το αν η κυβέρνηση του Ερντογάν θα είναι πρόθυμη να σταματήσει να δυσφημεί το μπλοκ και τα μέλη του. Όσο ο πρόεδρος της χώρας συνεχίζει να αποκαλεί τους ηγέτες της ΕΕ Ναζί και «υποστηρικτές της τρομοκρατίας», οι φίλοι της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι λίγοι.
Το φταίξιμο, όμως, δεν είναι μόνο της Άγκυρας. Όσο δύσκολο και αν είναι, η ηγεσία της ΕΕ πρέπει να καταλήξει σε μια γενική συναίνεση για την σχέση της Τουρκίας με το μπλοκ, έχοντας υπ’ όψιν τα συμφέροντα της χώρας. Οι δυο πλευρές, άλλωστε, εξακολουθούν να έχουν πιθανότητα να αναθερμάνουν τη διμερή σχέση τους, προς αμοιβαίο όφελος.
*** Η άποψη αυτή του κ. Ciddi δημοσιεύεται στην στήλη του Stratfor με τις απόψεις συνεργατών. Ο κ. Ciddi, γεννήθηκε στην Τουρκία και σπούδασε στο Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι ειδήμων σε θέματα εγχώριας και εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας. Είναι κάτοχος διδακτορικού από τη Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου στον τομέα των πολιτικών επιστημών, ενώ είναι εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Τουρκικών Σπουδών, ενώ εδραίωσε το πρόγραμμα Τουρκικών Σπουδών στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Φλόριντα.