Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον είπε πρόσφατα αυτό που πολλοί αναλυτές σκέφτονταν από καιρό: οι σχέσεις μεταξύ της Τουρκίας και των ΗΠΑ έχουν φτάσει σε «σημείο κρίσης».
Η στρατηγική συνεργασία των δύο χωρών γίνεται όλο και πιο ακανθώδης, καθώς η Ουάσινγκτον και η Άγκυρα ακολουθούν αποκλίνουσες προσεγγίσεις ως προς τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία. Όμως, πέραν των παρατεταμένων διαφωνιών πολιτικής, η επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας οφείλεται σε μια θεμελιώδη απώλεια εμπιστοσύνης. Οι επισκέψεις βασικών κυβερνητικών αξιωματούχων των ΗΠΑ -περιλαμβανομένου του κ. Τίλερσον και του συμβούλου εθνικής ασφάλειας Χέρμπερτ Ρέιμοντ ΜακΜάστερ αυτόν τον μήνα- απλώς έκρυψαν το διευρυνόμενο χάσμα. Αν και οι αξιωματούχοι από τις δύο πλευρές επανέλαβαν δημοσίως σε κάθε ευκαιρία την αξία της συμμαχίας, ωστόσο οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι δύο χώρες ίσως είναι πλέον πολύ μεγάλες για να ξεπεραστούν.
Ευκαιριακή συμμαχία
Ο στρατηγικός δεσμός που αναπτύχθηκε μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας σχηματίστηκε σε μεγάλο βαθμό ως υποπροϊόν του Ψυχρού Πολέμου. Στο τελευταίο κεφάλαιο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η κυβέρνηση στην Άγκυρα παρακολουθούσε με αγωνία, καθώς η Σοβιετική Ένωση πρόβαλε εδαφικές διεκδικήσεις στην Τουρκία και στράφηκε προς την αναδυόμενη φιλελεύθερη διεθνή τάξη και τη διατλαντική συμμαχία, κυρίως για να αποφύγει την «απελευθέρωση» από τα στρατεύματα του Ιωσήφ Στάλιν. Οι Αμερικανοί πρόεδροι Χάρι Τρούμαν και Ντουάιτ Άιζενχαουερ, με τη σειρά τους, έφεραν την Τουρκία στην «αγκαλιά» του ΝΑΤΟ προκειμένου να αποτρέψουν την επέκταση της σοβιετικής επιρροής στη Μεσόγειο και για να εξασφαλίσουν ότι θα έχουν στρατιωτικά μέσα και μυστικές υπηρεσίες ακριβώς στο κατώφλι της Σοβιετικής Ένωσης.
Προερχόμενη από τη συνεργασία στον τομέα της ασφάλειας, η συνεργασία «άνθισε» τις επόμενες επτά δεκαετίες και βασίστηκε στην προβλεψιμότητα και σε ένα υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ του στρατιωτικού προσωπικού, των διπλωματών και των αρχηγών των κρατών.
Η συμμαχία, ωστόσο, και τότε πέρασε κάποια σκαμπανεβάσματα. Μετά την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974, για παράδειγμα, οι ΗΠΑ επέβαλαν εμπάργκο όπλων στη χώρα (η κίνηση αυτή αύξησε το αίσθημα προδοσίας που αισθάνθηκε η Άγκυρα αφότου η Ουάσινγκτον κανόνισε να αποσύρει τους πυρηνικούς πυραύλους της από την Τουρκία, κατά τη διάρκεια της πυραυλικής κρίσης της Κούβας το 1962).
Πιο πρόσφατα, η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003 -κατά τη διάρκεια της οποίας η Τουρκία αρνήθηκε να επιτρέψει την ανάπτυξη αμερικανικού στρατιωτικού προσωπικού στο έδαφός της- ψύχρανε τις σχέσεις μεταξύ των δύο ηγετών στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Η Άγκυρα έβαλε κατά της πολιτικής «ή είστε μαζί μας, ή εναντίον μας» του Τζορτζ Μπους, ενώ το Πεντάγωνο αμφισβήτησε την αξιοπιστία της Τουρκίας ως συμμάχου. Ωστόσο, οι δύο πλευρές κατάφεραν να ξεπεράσουν τις διαφορές τους πίσω από κλειστές πόρτες και να καταλήξουν σε μια αμοιβαία αποδεκτή λύση.
Αυτή η διαδικασία δεν είναι πλέον αποτελεσματική, σήμερα. Ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία ήταν το τέλος της.
Σύγκρουση συμφερόντων
Η ανικανότητα των ΗΠΑ να αρθρώσουν μια ξεκάθαρη πολιτική για τον πόλεμο, και για τη Μέση Ανατολή γενικότερα, έχει ενθαρρύνει περιφερειακές δυνάμεις όπως η Τουρκία, η Ρωσία και το Ιράν να επιδιώξουν τα δικά τους εθνικά συμφέροντα. Εν τω μεταξύ, η άνοδος του Ισλαμικού Κράτους έχει κλιμακώσει τις εντάσεις μεταξύ της Ουάσινγκτον και της Άγκυρας.
Οι ΗΠΑ, επικεντρωνόμενες στην εξάλειψη της τζιχαντιστικής οργάνωσης, έχουν βασιστεί σε Κούρδους αντάρτες όπως οι Μονάδες Λαϊκής Προστασίας (YPG) για βοήθεια στη μάχη. Όμως η στήριξη της Ουάσινγκτον στους Κούρδους αποτέλεσε πηγή εκνευρισμού και διαμάχης για τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, εν μέρει διότι η Τουρκία θεωρεί το YPG τρομοκρατική οργάνωση. Επιπλέον, η Άγκυρα αισθάνθηκε πως με το να βάζουν σε προτεραιότητα τη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους και με το να παρέχουν στήριξη στην πρωτοβουλία για τη δημιουργία Κουρδικού κράτους στα νότια σύνορα της Τουρκίας, οι ΗΠΑ ηθελημένα αγνοούν τις τουρκικές ανησυχίες για την ασφάλεια.
Ως απάντηση, η Τουρκία επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στους δικούς της στόχους, έναντι αυτών των ΗΠΑ. Η Άγκυρα έχει επικεντρώσει τις προσπάθειές της στη Συρία στην ανατροπή της κυβέρνησης του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ, ενώ στηρίζει ριζοσπαστικές εξτρεμιστικές ομάδες στη χώρα για να τα βάλουν με το YPG.
Από τότε που ανέλαβε την προεδρία των ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ, τον Ιανουάριο του 2017, οι στάσεις της Τουρκίας και των ΗΠΑ στο θέμα της Συρίας έχουν αποκλίνει ακόμα περισσότερο. Η απόφαση της Ουάσινγκτον να παράσχει βαρύ οπλισμό και στήριξη σε επίπεδο logistics στις δυνάμεις του YPG ώθησε τον Ερντογάν να αναθερμάνει τις σχέσεις με τη Ρωσία -προς δυσαρέσκεια των ΗΠΑ.
Η Τουρκία προκάλεσε την οργή αξιωματούχων από ΗΠΑ και ΝΑΤΟ όταν κήρυξε την πρόθεσή της να αγοράσει από τη Ρωσία πυραυλικό αμυντικό σύστημα S-400, που είναι ασύμβατο με την τεχνολογία του διατλαντικού μπλοκ. Επιπλέον, η Άγκυρα έπρεπε να εξασφαλίσει την άδεια του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν για να ξεκινήσει την Επιχείρηση Κλάδος Ελαίας, την επίθεσή της δηλαδή στην περιοχή Αφρίν της Συρίας για να εξαλείψει το YPG.
Οι εξελίξεις αυτές δεν έχουν συμβάλει στην εξομάλυνση των σχέσεων Τουρκίας-ΗΠΑ. Ούτε όμως και η δυναμική εξωτερική πολιτική του Ερντογάν. Ο Τούρκος πρόεδρος βασίζει τη στάση του στη Συρία σε μεγάλο βαθμό στο πώς θα την εκλάβουν οι ψηφοφόροι του. Τώρα που ο Ερντογάν θέτει εκ νέου υποψηφιότητα για να καταστεί ο πρώτος «εκτελεστικός πρόεδρος» της χώρας, η διασφάλιση της έγκρισης του τουρκικού εκλογικού σώματος είναι ακόμα πιο σημαντική.
Η Επιχείρηση Κλάδος Ελαίας, που ξεκίνησε τον Ιανουάριο, υπήρξε επιτυχής από αυτή την άποψη, εξασφαλίζοντας μεγάλη στήριξη από τον τουρκικό λαό διότι όρθωσε θαρραλέα ανάστημα έναντι των ΗΠΑ. Καθώς πλησιάζουν οι εκλογές, ο Ερντογάν θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί την εξωτερική πολιτική προκειμένου να προσπαθήσει να προσελκύσει το 51% των ψηφοφόρων που θα χρειαστεί για να κερδίσει.
Κλιμακούμενες εχθροπραξίες
Ο Ερντογάν βάλλει όλο και περισσότερο κατά της Δύσης -και ιδιαίτερα των ΗΠΑ- μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016. Η τουρκική κυβέρνηση κατηγορεί τακτικά τις ΗΠΑ για υπόθαλψη του φερόμενου ως «εγκέφαλου» του πραξικοπήματος, Φετουλά Γκιουλέν, τον οποίον ο Ερντογάν έχει χαρακτηρίσει ως τον Οσάμα μπιν Λάντεν της Τουρκίας.
Επιπλέον, όπως αποκάλυψε η πρόσφατη δίκη και καταδίκη Τούρκου τραπεζίτη στις ΗΠΑ, ο Ερντογάν και η κυβέρνησή του έχουν εργαστεί για να υπονομεύσουν την Ουάσινγκτον, αψηφώντας τις κυρώσεις που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ στο Ιράν, μέσω της πώλησης ιρανικού πετρελαίου.
Τα τουρκικά ΜΜΕ, παίρνοντας «γραμμή» από τον Ερντογάν, έχουν κατηγορήσει τις ΗΠΑ για στημένες δίκες κατά Τούρκων πολιτών, προκειμένου να προσπαθήσουν να υπονομεύσουν την ανάπτυξη της χώρας τους. Και ως «αντάλλαγμα», η Τουρκία έχει αρχίσει να φυλακίζει Αμερικανούς πολίτες καθώς και Τούρκους υπαλλήλους αμερικανικών επιχειρήσεων και αποστολών στη χώρα, κάτι που αξιωματούχοι της Ουάσινγκτον καταδικάζουν ως συλλήψεις με πολιτικά κίνητρα. Υπάρχει κάθε λόγος να θεωρηθεί πως οι εχθροπραξίες μεταξύ των δύο χωρών θα συνεχίσουν να κλιμακώνονται καθώς περνά ο χρόνος.
Η διπλωματία δεν φαίνεται να αποτελεί πλέον μια βιώσιμη επιλογή για την Άγκυρα και την Ουάσινγκτον. Τα τελευταία χρόνια, ο πρόεδρος της Τουρκίας έχει εκμεταλλευτεί κάθε ευκαιρία για να συγκεντρώσει εξουσία. Η κυβέρνησή του απέλυσε περισσότερους από 150.000 δημόσιους υπαλλήλους σε μια προσπάθεια να εξαλείψουν τους διαφωνούντες, όμως έτσι έχει μειώσει δραστικά τον αριθμό των μερών και των απόψεων που εμπλέκονται στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Οι ΗΠΑ, εν τω μεταξύ, δεν έχουν καν πρέσβη στην Άγκυρα αυτή τη στιγμή.
Η διατλαντική συμμαχία μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας χρειάστηκε δεκαετίες για να χτιστεί πάνω σε θεμέλια αμοιβαίας εμπιστοσύνης και συνεργασίας. Σήμερα, μια σειρά συνειδητών επιλογών από τους ηγέτες και των δύο χωρών έχουν φέρει τη σχέση σε μια κατάσταση αποσύνθεσης, που μπορεί να χρειαστεί και μια γενιά για να αντιστραφεί, εάν μπορέσει ποτέ να αντιστραφεί.