Η συζήτηση για τη μεταρρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα βρεθεί στο προσκήνιο το 2018, αποκαλύπτοντας τις περιφερειακές διαμάχες που διχάζουν την Ήπειρο, όπως εκτιμά το Stratfor.
Σύμφωνα με το αμερικανικό think tank, αν και στην «καρδιά» της διαμάχης θα βρίσκονται Γαλλία και Γερμανία, οι δυο χώρες θα αποδειχθεί πως είναι πιο πρόθυμες να συνεργαστούν απ’ ότι να συγκρουστούν. Για τον λόγο αυτό, το Παρίσι θα συμφωνήσει να μετριάσει ή και να αναβάλει πολλές από τις προτάσεις του για το μπλοκ.
Εν τω μεταξύ, οι εκλογές στην Ιταλία θα δημιουργήσουν αβεβαιότητα για το μέλλον της ευρωζώνης. Αν και η χώρα δεν θα αποχωρήσει από τη νομισματική ένωση το 2018, ωστόσο η επόμενη κυβέρνησή της θα πιέσει ώστε να πάρει έγκριση για αύξηση των δημοσίων δαπανών της.
Από την πλευρά του, το Ηνωμένο Βασίλειο θα περάσει το 2018 διαπραγματευόμενο τους όρους μιας εμπορικής συμφωνίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν και οι ηγέτες πιθανότατα θα καταλήξουν σε κάποιον διακανονισμό για την μεταβατική περίοδο μετά το Brexit, ωστόσο η επίτευξη εμπορικής συμφωνίας θα είναι δυσκολότερη.
Την ίδια ώρα, η Ευρώπη θα επιχειρήσει να συνάψει συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου με άλλες χώρες, μια στρατηγική που θα γίνει ακρογωνιαίος λίθος της εξωτερικής πολιτικής της Ευρώπης.
Συζητώντας το μέλλον της Ευρώπης
Οι συζητήσεις για την μορφή που θα πρέπει να έχουν η δομή και η διακυβέρνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα βρεθούν στο επίκεντρο το 2018. Μεταξύ των θεμάτων της ατζέντας θα είναι οι τρόποι εμβάθυνσης της χρηματοοικονομικής ενοποίησης, οι μηχανισμοί για την αντιμετώπιση μελλοντικών κρίσεων και οι στρατηγικές για την αύξηση της συνεργασίας στους τομείς της ασφάλειας και της άμυνας. Όμως, το να βρεθεί δρόμος προς τα εμπρός δεν θα είναι εύκολο. Αν και τα περισσότερα μέλη της ΕΕ συμφωνούν πως χρειάζονται πολιτικές, θεσμικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, ωστόσο δεν συμφωνούν ως προς το πώς θα πρέπει να είναι ή πώς θα πρέπει να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις αυτές. Με την πάροδο του χρόνου, τα θέματα αυτά θα εκθέσουν και πάλι τους διαχωρισμούς Βορρά-Νότου και Ανατολής-Δύσης της Ευρώπης.
Στο επίκεντρο της διαμάχης θα βρίσκονται η Γαλλία και η Γερμανία. Αν και οι δυο υπερδυνάμεις είναι πρόθυμες να διατηρήσουν τη συμμαχία τους, ωστόσο έχουν διαφορετικά οράματα για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η γαλλική κυβέρνηση, που ως προεκλογική της «σημαία» είχε την υπόσχεση της μεταμόρφωσης του μπλοκ, έχει ήδη εισαγάγει οικονομικές μεταρρυθμίσεις στη χώρα. Τώρα που «παίζει» με πιο ίσους όρους με το Βερολίνο, το αναθαρρημένο Παρίσι θα στοχεύσει στην προώθηση των συμφερόντων του σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η Γαλλία ελπίζει να δημιουργήσει νέες δομές που θα δώσουν τη δυνατότητα για μεγαλύτερες δημόσιες δαπάνες και διαμοιρασμό του χρηματοοικονομικού ρίσκου εντός του μπλοκ –στόχο που μοιράζονται και πολλές χώρες της Νότιας Ευρώπης, περιλαμβανομένων της Ιταλίας και της Ισπανίας. Αυτά τα κράτη τάσσονται επίσης υπέρ της εισαγωγής κοινής ασφάλισης απέναντι ανεργία για τους εργαζόμενους της ΕΕ και μιας κοινής ασφάλισης καταθέσεων για τις τράπεζες της ΕΕ.
Η Γερμανία δεν είναι κατ’ ανάγκη αντίθετη στις ιδέες αυτές, όμως θέλει να είναι σίγουρη πως θα συνοδεύονται από μια πιο αποτελεσματική επίβλεψη των δημοσιονομικών πολιτικών και των χρηματοπιστωτικών τομέων των κρατών-μελών. Το Βερολίνο πιστεύει πως οι χώρες συχνά «λυγίζουν» τους δημοσιονομικούς κανόνες του μπλοκ και πως οι θεσμοί που είναι επιφορτισμένοι με την επιβολή κανονισμών είναι υπερβολικά πολιτικοποιημένοι. Αρκετές βορειοευρωπαϊκές χώρες, όπως η Αυστρία και η Ολλανδία, συμμερίζονται την άποψη αυτή.
Εν τούτοις, Γαλλία και Γερμανία θα πρέπει να περιμένουν για να καταλήξουν σε συμβιβασμό μέχρις ότου το Βερολίνο διευθετήσει τα δικά του πιεστικά πολιτικά προβλήματα: τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης. Η διαδικασία της προσπάθειας σχηματισμού κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία θα αναλώσει τους πρώτους μήνες του έτους. Αν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν, τότε θα διενεργηθούν πρόωρες εκλογές, καθυστερώντας τις όποιες ευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις.
Ασχέτως του πότε θα αρχίσει το «πάρε-δώσε» Γερμανίας-Γαλλίας, το Βερολίνο θα προστατεύσει τα συμφέροντά του και το Παρίσι δεν θα πάρει ό,τι θέλει. Αντιθέτως, πολλές γαλλικές προτάσεις θα μετριαστούν ή θα προσαρμοστούν προκειμένου να ανταποκρίνονται στις γερμανικές απαιτήσεις, ενώ άλλες θα αναβληθούν. Οπωσδήποτε υπάρχει περιθώριο συνεργασίας σε ορισμένα ζητήματα, όπως η ενίσχυση της συνεργασίας στην ασφάλεια και την άμυνα καθώς και η εναρμόνιση των φορολογικών συστημάτων των μελών της ΕΕ. Όμως, άλλα θέματα –ιδιαίτερα αυτά που αφορούν στις δημοσιονομικές μεταφορές από την Βόρεια Ευρώπη προς την Νότια Ευρώπη- θα είναι πιο αμφιλεγόμενα.
Ως επί το πλείστον, η Γαλλία και η Γερμανία θα ενδιαφέρονται περισσότερο για συνεργασία παρά για αντιπαράθεση. Όμως είναι ασαφές αν η προθυμία τους να συνεργαστούν θα αρκεί για να κρατήσει την Ευρώπη ενωμένη.
Η μοίρα της Ευρώπης
Η Ιταλία θα είναι η βασική πηγή αβεβαιότητας για την ευρωζώνη το επόμενο έτος. Η χώρα θα διενεργήσει γενικές εκλογές μέχρι τον Μάιο και τα περισσότερα πολιτικά κόμματά της έχουν επικρίνει τους στόχους της ΕΕ για τα ελλείμματα. Ορισμένα επικρίνουν επίσης την ευρωζώνη. Ασχέτως του ποιος θα κερδίσει στις εκλογές, η επόμενη κυβέρνηση της Ρώμης θα πιέσει για αύξηση των δημοσίων δαπανών και για επανασχεδιασμό των στόχων για τα ελλείμματα του μπλοκ.
Η διαφορά μεταξύ των κομμάτων έχει να κάνει με τον τόνο που χρησιμοποιούν. Ορισμένα, όπως το αντισυστημικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων και τη δεξιά Λέγκα του Βορρά, θα είναι πιο πρόθυμα από άλλα να απειλήσουν τις Βρυξέλλες με μονομερή μέτρα αν η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ικανοποιήσει τα αιτήματά τους. Οι απειλές αυτές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την αγνόηση των δημοσιονομικών στόχων του μπλοκ ή την αποχώρηση από την ευρωζώνη.
Φυσικά, η Ιταλία δεν είναι πιθανό να αποχωρήσει από τη νομισματική ένωση το 2018, όμως η άνοδος μιας ευρωσκεπτικιστικής κυβέρνησης στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο το νομισματικό μπλοκ. Η απειλή και μόνο της αγνόησης των κανόνων της ευρωζώνης ή της αποχώρησης από αυτήν θα μπορούσαν να προκαλέσουν ανησυχίες στις χρηματαγορές, να οδηγήσουν σε υψηλότερα κόστη δανεισμού για τις χώρες της Νότιας Ευρώπης και να εγείρουν ερωτήματα για τις προοπτικές των εύθραυστων τραπεζών της Ιταλίας. Επιπλέον, μια πιο ευρωσκεπτικιστική Ιταλία θα έρχονταν αντιμέτωπη με την προοπτική πολιτικής και θεσμικής απομόνωσης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Δεδομένου του κατακερματισμού της ιταλικής πολιτικής σκηνής, οι επερχόμενες εκλογές είναι πιθανό να καταλήξουν σε μη αυτοδύναμη κυβέρνηση. Όμως, ακόμα και αν τα κόμματα δεν καταφέρουν να καταλήξουν σε κάποιον κυβερνητικό συνασπισμό, θα μπορούσαν και πάλι να διορίσουν πρωθυπουργό με συναίνεση.
Οι θεσμοί της ΕΕ και οι χρηματαγορές θα υποδέχονταν θετικά μια τέτοια απόφαση διότι θα απέτρεπε προσωρινά μια οικονομική κρίση. Όμως το κόστος θα ήταν βαρύ, δημιουργώντας μια κυβέρνηση που θα ήταν μονίμως στα πρόθυρα της κατάρρευσης, αποδυναμώνοντας την επιρροή της Ιταλίας στις διεθνείς υποθέσεις και υπονομεύοντας την ικανότητα της Ρώμης να εισαγάγει σαρωτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Αν, από την άλλη πλευρά, οι νομοθέτες δεν καταφέρουν να συμφωνήσουν στον διορισμό πρωθυπουργού, η Ιταλία μπορεί να διενεργήσει νέο γύρο εκλογών μέχρι το τέλος του 2018, παρατείνοντας την αβεβαιότητα που επισκιάζει το μέλλον της χώρας.
Η Ελλάδα
Η Ιταλία, όμως, δεν θα είναι το μόνο μέλος της ευρωζώνης που θα πρέπει να αντιμετωπίσει δύσκολα ερωτήματα το επόμενο έτος.
Το πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας λήγει τον Αύγουστο του 2018, και η Αθήνα θα προσπαθήσει τότε να μειώσει τη βαρύτητα που έχουν οι ξένοι δανειστές στην διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων. Την ίδια ώρα, όμως, η Ελλάδα θα ζητήσει από τους δανειστές της να μειώσουν το χρέος της. Οι χρηματοδότες της Αθήνας θα αρνηθούν να απομειώσουν μέρος του ελληνικού χρέους, όμως μπορεί να συμφωνήσουν σε άλλα μέτρα, όπως η παράταση των λήξεων των ομολόγων, τα χαμηλότερα επιτόκια και μια περίοδος χάριτος για την αποπληρωμή των χρεών, ιδιαίτερα αν η Ελλάδα συμφωνήσει να συνεχίσει να κάνει οικονομικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις.
Η Αθήνα μπορεί πράγματι να είναι πρόθυμη να αναλάβει αυτή τη δέσμευση αν τα μέτρα που θα απαιτηθούν είναι λιγότερο επώδυνα από αυτά που συνδέονται με το πρόγραμμα διάσωσης. Άρα, αν και η Ελλάδα θα παραμείνει πηγή ανησυχίας για την ευρωζώνη το 2018, ωστόσο δεν θα κινδυνεύσει η συμμετοχή της στη νομισματική ένωση.
Η περίπτωση της Ισπανίας
Η Ισπανία θα έχει δυο προβλήματα να αντιμετωπίσει του χρόνου. Η κυβέρνηση μειοψηφίας της χώρας θα δυσκολευτεί να περάσει νόμους, κάτι που δείχνει πως θα προχωρήσει σε μέτριες μόνο οικονομικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις το 2018. Επιπλέον, η αυτονομιστική τάση της Καταλονίας θα παραμείνει πηγή ανησυχίας για τη Μαδρίτη καθώς παραμένουν οι εντάσεις μεταξύ της κεντρικής και των περιφερειακών κυβερνήσεων. Αν και η Καταλονία δεν θα αποσχιστεί από την Ισπανία του χρόνου, ωστόσο θα παραμείνουν τα ερωτήματα για το μέλλον της περιοχής.
Το Brexit
Εν τω μεταξύ, το Ηνωμένο Βασίλειο θα περάσει το μεγαλύτερο μέρος του επόμενου έτους προσπαθώντας να καταλάβει πώς θα είναι η σχέση του με την Ευρωπαϊκή Ένωση μετά την αποχώρησή του από το μπλοκ. Ελπίζοντας πως θα δώσουν στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά περισσότερο χρόνο να προετοιμαστούν για το Brexit, Λονδίνο και Βρυξέλλες θα διαπραγματευτούν έναν μεταβατικό διακανονισμό καθώς θα εργάζονται για να καταλήξουν σε μια συνολική εμπορική συμφωνία.
Οι ηγέτες πιθανότατα θα βρουν ευκολότερο να εγκρίνουν τη μεταβατική συμφωνία το 2018, «αγοράζοντας» περισσότερο χρόνο για να διαπραγματευτούν τις δυσκολότερες πτυχές της εμπορικής συμφωνίας, περιλαμβανομένης της κίνησης υπηρεσιών και κεφαλαίων. Οι εμπορικές διαπραγματεύσεις θα μπορούσαν να διαρκέσουν μέχρι και το 2019, όμως ακόμα και αν ολοκληρωθούν νωρίτερα, τα εμπλεκόμενα μέρη δεν μπορούν να εγκρίνουν τη συμφωνία μέχρις ότου το Ηνωμένο Βασίλειο αποχωρήσει επισήμως από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τον Μάρτιο του 2019.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι διαπραγματεύσεις θα εγείρουν ερωτήματα για την οικονομική και εδαφική ακεραιότητά του. Πολιτικά συμφέροντα στη Βόρεια Ιρλανδία, στη Σκοτία και στην Ουαλία θα παρακολουθούν στενά τις διαπραγματεύσεις μεταξύ του Λονδίνου και των Βρυξελλών, κάνοντας ό,τι μπορούν για να επηρεάσουν τις διαπραγματεύσεις και εκφράζοντας τις προσδοκίες τους στην Βρετανική κυβέρνηση.
Το Λονδίνο έχει τη δυνατότητα να αντισταθεί σε ορισμένες απαιτήσεις της Σκοτίας και της Ουαλίας, καταλήγοντας σε συμβιβασμούς σε άλλες απαιτήσεις. Όμως η κατάσταση στη Βόρεια Ιρλανδία θα είναι πιο «λεπτή». Εκεί, οι εντάσεις μεταξύ των ενωτικών και των εθνικιστών θα μπορούσαν να περιπλέξουν τα ήδη ακανθώδη ζητήματα που έχει προκαλέσει το Brexit σε ό,τι αφορά τα κοινά σύνορα της περιοχής με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Για να αποφύγει τους συνοριακούς ελέγχους στα σύνορα με την Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο ίσως χρειαστεί να αμβλύνει τη στάση του σε ό,τι αφορά την αποχώρηση από την ενιαία αγορά της ΕΕ, όπου υπάρχει ελεύθερη κίνηση αγαθών και ανθρώπων.
Γενικά, το 2018 θα είναι μια πολιτικά φορτισμένη χρονιά για το Ηνωμένο Βασίλειο, και όχι μόνο λόγω του Brexit. Η Βρετανική κυβέρνηση θα αντιμετωπίζει διαρκώς πολιτικές προκλήσεις, τόσο από την αντιπολίτευση όσο και από το ίδιο το κυβερνών Συντηρητικό κόμμα, αν και η χώρα μπορεί να αντικαταστήσει την πρωθυπουργό, το Συντηρητικό Κόμμα θα προσπαθήσει να αποφύγει τις πρόωρες εκλογές στις οποίες θα μπορούσε να εμφανίσει ισχνές επιδόσεις.
Το δίλημμα για την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη
Καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση «παλεύει» με τα υπαρξιακά της ζητήματα, χώρες στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη θα ακολουθήσουν διαφορετικές προσεγγίσεις σε ό,τι αφορά την δική τους σχέση με το μπλοκ. Η Ουγγαρία και η Πολωνία, για παράδειγμα, θα αποκρούσουν τις προσπάθειες των Βρυξελλών να παρέμβουν στις εσωτερικές τους διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Τα εθνικιστικά κόμματα αναμένεται να εμφανίσουν καλές επιδόσεις στις γενικές εκλογές της Ουγγαρίας το β’ τρίμηνο του 2018, σηματοδοτώντας συνέχεια στις ευρωσκεπτικιστικές εγχώριες και εξωτερικές πολιτικές της Βουδαπέστης. Η κυβέρνηση της Πολωνίας, ομοίως, θα συνεχίσει να επικρίνει την Ευρωπαϊκή Ένωση και να διατηρεί τεταμένες σχέσεις με τη Γερμανία. Την ίδια ώρα θα διατηρήσει τη συμμαχία της με τις ΗΠΑ, στην οποία στηρίζεται η στρατηγική ασφάλειας της Βαρσοβίας.
Μέχρι στιγμής, η πορεία αυτή δείχνει να είναι δημοφιλής στους ψηφοφόρους της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, είναι όμως και ριψοκίνδυνη. Η Βουδαπέστη και η Βαρσοβία βασίζονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση για χρήμα και προστασία. Ούτε η Ουγγαρία ούτε η Πολωνία ενδιαφέρονται να βγουν από το μπλοκ, ωστόσο οι ενέργειές τους θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε περιθωριοποίησή τους εντός της ΕΕ και σε υποβάθμιση της επιρροής τους στις ευρωπαϊκές υποθέσεις.
Αντιθέτως, η Αυστρία, η Σλοβακία και η Τσεχία θα επιδιώξουν πιο ισορροπημένες εξωτερικές πολιτικές. Αν και θα χρησιμοποιήσουν τη συνεργασία της Κεντρικής Ευρώπης ως τρόπο για να προωθήσουν την ατζέντα τους και για να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους, ωστόσο θα συνεχίσουν να συνεργάζονται με τη Δυτική Ευρώπη. Το κίνητρο της στρατηγικής τους είναι απλό: αν και οι χώρες αυτές είναι επιφυλακτικές σε μια περαιτέρω ενοποίηση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, την ίδια ώρα είναι στενά συνδεδεμένες με τη γερμανική οικονομία. Επιπλέον, η Αυστρία και η Σλοβακία ανήκουν στην ευρωζώνη.
Μια ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική βασισμένη στο ελεύθερο εμπόριο
Εν μέσω μιας ανόδου του προστατευτισμού σε όλον τον κόσμο που έχει επισκιάσει το μέλλον του διεθνούς εμπορίου, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα επιζητήσει νέες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου. Αν και το μπλοκ υπέγραψε συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την Ιαπωνία στα τέλη του 2017, τα εμπλεκόμενα μέρη θα πρέπει να διαπραγματευτούν ξεχωριστά το ζήτημα της προστασίας των επενδύσεων το 2018. Την ίδια ώρα, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα προσπαθήσει να προχωρήσει στις διαπραγματεύσεις της με την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, το Μεξικό, την Ινδία, την Ινδονησία και την Κοινή Αγορά του Νότου –την Mercosur.
Στις διαπραγματεύσεις αυτές, θέματα όπως η γεωργία, η προστασία των επενδύσεων και η ροή ιδιωτικών δεδομένων προς τρίτες χώρες μπορεί να προκαλέσουν πρόβλημα. Η διαδικασία της επίτευξης τελικών συμφωνιών θα είναι μακροχρόνια, και πιθανότατα θα συνεχιστεί και πέραν του επόμενου έτους, όμως οι Βρυξέλλες θα παραμείνουν προσηλωμένες στην επέκταση της «συλλογής» των εμπορικών συμφωνιών τους. Ωστόσο, θα συνεχίσουν επίσης να αναζητούν τρόπους να ελέγξουν καλύτερα τους επενδυτές εκτός ΕΕ που επιθυμούν να αγοράσουν επιχειρήσεις ευαίσθητων ή στρατηγικών τομέων χωρών μελών της ΕΕ.
Εν τω μεταξύ, οι σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Ρωσία θα παραμείνουν απόμακρες. Η Μόσχα θα προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί (και ορισμένες φορές να δημιουργήσει) εντάσεις μεταξύ των χωρών μελών του μπλοκ με τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της, περιλαμβανομένης της πολιτικής των αγωγών και της προπαγάνδας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση από την πλευρά της θα συνεχίσει να υποστηρίζει πως θα άρει τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας μόνο όταν η Μόσχα συμμορφωθεί πλήρως με την ειρηνευτική συμφωνία στην Ουκρανία. Καθώς οι κυρώσεις αποτελούν ήδη σημείο προστριβών στην Ευρώπη, το μπλοκ πιθανότατα δεν θα τις επεκτείνει, αν και ίσως παρατείνει τα τιμωρητικά μέτρα αν δεν βελτιωθούν οι συνθήκες στην Ουκρανία. Οι Βρυξέλλες θα καταγγείλουν επίσης τις προσπάθειες της Μόσχας να παρέμβει στην ευρωπαϊκή πολιτική, αναζητώντας ταυτόχρονα τρόπους να αντιμετωπίσουν τη ρωσική προπαγάνδα και τις κυβερνοεπιθέσεις. Η επιτυχία της ΕΕ στο «μέτωπο» αυτό, όμως, θα είναι μέτρια.
Η Ευρώπη θα αντιμετωπίσει πρόκληση στην εξωτερική της πολιτική και από τα νότια. Το επόμενο έτος, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μελετήσει τις επιλογές για την αντιμετώπιση της μετανάστευσης από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή, εν μέρει μέσω της μεταρρύθμισης των μεταναστευτικών κανόνων της. Η πιο αμφιλεγόμενη απόφαση που θα πρέπει να λάβει το μπλοκ θα είναι αν θα εφαρμόσει μηχανισμό για την πιο αναλογική κατανομή των αιτούντων άσυλο στην Ευρώπη, κίνηση που, στο τέλος, είναι απίθανο να κάνει.
Εν τω μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα εργαστεί με τις χώρες προέλευσης των μεταναστών προκειμένου να προσπαθήσει να αποτρέψει την φυγή ανθρώπων από τις εστίες τους και να σταματήσει τις οργανώσεις διακίνησης ανθρώπων που διοχετεύουν μετανάστες στην Ευρώπη. Ο αριθμός των ανθρώπων που πέρασαν στην Ιταλία από τη Λιβύη μειώθηκε το 2017, όμως τα προβλήματα της Ευρώπης με τη μετανάστευση δεν έχουν τελειώσει. Άλλωστε, η Λιβύη παραμένει πολιτικά ασταθής και ίσως να μην μπορέσει να εργαστεί με συνέπεια με την Ευρώπη ώστε να σταματήσει τη ροή μεταναστών από τα σύνορά της, καθώς συνεχίζονται οι εσωτερικές αναταραχές. Επιπλέον, οι μετανάστες έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούν νέα σημεία αναχώρησης, όπως η Τυνησία και η Αλγερία, για να φτάσουν στην Ευρώπη.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι πρόθυμη να διατηρήσει τη μεταναστευτική της συμφωνία με την Τουρκία, ελπίζοντας πως θα μπλοκάρει την εισροή ανθρώπων στα εδάφη της. Προς τον σκοπό αυτό, οι Βρυξέλλες θα υποσχεθούν στην Άγκυρα οικονομική βοήθεια και ισχυρότερους εμπορικούς δεσμούς, περιλαμβανομένης μιας επικαιροποίησης της τρέχουσας συμφωνίας τελωνειακής ένωσης μεταξύ των δυο πλευρών.
Όμως, αν η τουρκική κυβέρνηση συνεχίσει την καταστολή στα μέσα ενημέρωσης και την αντιπολίτευση, τότε η Ευρώπη θα αυξήσει τις πολιτικές και οικονομικές πιέσεις εναντίον της, δημιουργώντας επιπλέον πιέσεις στην συμφωνία τους για το μεταναστευτικό.