Το εμπόριο θα βρίσκεται στο επίκεντρο πολλών ηγετών αυτό το τρίμηνο καθώς η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ εγκαθίσταται στον Λευκό Οίκο. Αν και ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ συνεχίζει να βρίσκεται σε τέλμα λόγω των μαχών στο Κογκρέσο και των ισχυρισμών για ανάρμοστες σχέσεις με τη Ρωσία, η ομάδα του θα προσπαθήσει να επαναφέρει την προσοχή του κοινού στην εμπορική του ατζέντα.
Για τον σκοπό αυτό, η Ουάσινγκτον θα εργαστεί ώστε να αποσαφηνίσει την στρατηγική της για την πάταξη της χειραγώγησης νομισμάτων στο εξωτερικό, την αυστηροποίηση της επιβολής των υφιστάμενων εμπορικών νόμων και την προετοιμασία επαναδιαπραγμάτευσης της NAFTA. Όμως η αβεβαιότητα που περιβάλει τις προθέσεις του Λευκού Οίκου θα συνεχιστεί, ωθώντας τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ να αναζητήσουν νέες οικονομικές σχέσεις αλλού.
Την ίδια ώρα, κάποιοι θα χρησιμοποιήσουν τη συνεργασία στην ασφάλεια και τις υποσχέσεις για επενδύσεις για να τα πάνε καλά με την Ουάσινγκτον –ή, τουλάχιστον, να προσπαθήσουν να απομακρύνουν τα τιμωρητικά εμπορικά μέτρα.
Η Κίνα θα είναι μια από αυτές τις χώρες καθώς χρησιμοποιήσει την οικονομική επιρροή της στην Πιονγιάνγκ και την αυξανόμενη αίσθηση του επείγοντος σε ότι αφορά το πυρηνικό πρόγραμμα της Βόρειας Κορέας, προς όφελός της, στις τεταμένες εμπορικές διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ. O Λευκός Οίκος θα κάνει ό,τι μπορεί για να πιέσει για δευτερεύουσες κυρώσεις κατά του πεισματάρη γείτονα της Κίνας, απειλώντας ίσως και με ενίσχυση της στρατιωτικής βοήθειας προς την Ταϊβάν για να αναγκάσει το Πεκίνο να συνεργαστεί. Ακόμα, όμως, και αν «περάσει» της Ουάσινγκτον, ένα καθεστώς βαρύτερων κυρώσεων λίγα θα κάνει για να επιβραδύνει την πρόοδο του πυρηνικού προγράμματος της Πιονγκγιάνγκ. Οι ΗΠΑ δεν θα έχουν επιλογή, τότε, παρά να χρησιμοποιήσουν ένα αξιόπιστο στρατιωτικό αποτρεπτικό μέσω κατά της Βόρειας Κορέας –κίνηση που απλώς θα διευρύνει το χάσμα μεταξύ της Ουάσινγκτον και του Πεκίνου.
Η επίθεση της κυβέρνησης Τραμπ κατά της αεροπορικής βάσης στη Συρία σχεδιάστηκε σε μεγάλο βαθμό ώστε να τονιστεί στο Πεκίνο και στην Πιονγκγιάντκ πως αυτός ο Λευκός Οίκος είναι πρόθυμος να αναλάβει στρατιωτική δράστη εάν αναγκαστεί. Αν και η επίθεση έστειλε ισχυρό σήμα στους αντιπάλους των ΗΠΑ, δημιούργησε επίσης επιπλοκές για τις ΗΠΑ με τη Ρωσία στο πεδίο μάχης της Συρίας.
Η Μόσχα θα προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει τον αυξημένο κίνδυνο σύγκρουσης στο πεδίο πολέμου της Συρίας και τη μάχη κατά του Ισλαμικού Κράτους για να επαναφέρει την Ουάσινγκτον στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, όμως οι ΗΠΑ κάνουν περιορισμένες υποχωρήσεις έναντι της Ρωσίας ως αντάλλαγμα. Το Κρεμλίνο θα είναι ακόμα λιγότερο διατεθειμένο να εμπιστευτεί τον διάλογο με τη Δύση καθώς συσσωρεύονται τα προβλήματα στο εσωτερικό της, αν και το θέμα του ελέγχου όπλων ίσως είναι ένας τομέας πολιτικής για οποίον οι δυο πλευρές μπορούν να αρχίσουν να διαπραγματεύονται χωρίς να αντιμετωπίσουν μεγάλες πολιτικές αντιδράσεις.
Καθώς οι ΗΠΑ και η Ρωσία «στριμώχνουν» την Τουρκία στο πεδίο μάχης της Συρίας, η Άγκυρα θα δώσει μεγαλύτερη προσοχή στο βόρειο Ιράκ, όπου «σιγοβράζει» μια σύγκρουση μεταξύ των Αραβικών και Κουρδικών δυνάμεων. Η πολύφερνη, πλούσια σε πετρέλαιο περιοχή του Κιρκούκ παραμένει βασικό σημείο του «ανταγωνισμού» Τουρκίας και Ιράν για επιρροή στην περιοχή –και οι αντίπαλες κουρδικές ομάδες του Ιράκ βρίσκονται στη μέση. Η Ουάσινγκτον θα στηρίξει Σουνιτικά κράτη, με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία, θέλοντας να υπάρξει ισορροπία έναντι του Σιιτικού Ιράν καθώς κλιμακώνονται οι πόλεμοι δι’ αντιπροσώπων σε όλη τη Μέση Ανατολή, αν και η πυρηνική συμφωνία της με την Τεχεράνη θα παραμείνει ανέπαφη.
Εν τω μεταξύ, η Σαουδική Αραβία και οι σύμμαχοι του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου θα επωμιστούν το μεγαλύτερο μέρος του βάρους της διατήρησης της μείωσης παραγωγής πετρελαίου του ΟΠΕΚ για άλλους έξι μήνες. Οι σταθερές τιμές πετρελαίου θα «αγοράσουν» στην κυβέρνηση της Βενεζουέλας λίγο χρόνο για να μπορέσει να βάλει σε τάξη τα οικονομικά της, όχι όμως πολύ. Ο κίνδυνος χρεοκοπίας του Καράκας θα εκτιναχθεί το β’ εξάμηνο του έτους και το κυβερνών κόμμα θα πρέπει να περάσει το β’ τρίμηνο συγκεντρώνοντας δυνάμεις για να προετοιμαστεί για τις αναταράξεις που αναμφίβολα έρχονται.
Η Βενεζουέλα δεν είναι το μόνο κράτος που οδεύει προς μονοκομματική εξουσία. Στην άλλη πλευρά της υδρογείου, η πολιτική της Ινδίας στρέφεται προς τα δεξιά –μια τάση που ο πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι και το κεντροδεξιό κόμμα του Bharatiya Janata μπόρεσαν να αξιοποιήσουν προς όφελός τους. Αυτό το τρίμηνο, θα επικεντρωθούν στο να περάσουν σε κρατικό επίπεδο τη φορολογικής μεταρρύθμισης που εγκρίθηκε από τη Βουλή νωρίτερα φέτος, κάτι που θα γίνει πιο εφικτό καθώς η αυξανόμενη εξουσία των εθνικιστών Ινδουιστών της χώρας θα δώσει στο κυβερνών κόμμα το πολιτικό κεφάλαιο για να περάσει για απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Η Νιγηρία θα έχει λιγότερη τύχη στην ψήφιση των πιο πιεστικών μεταρρυθμίσεων καθώς η εντεινόμενη μάχη εξουσίας στην Αμπούτζα φέρνει την κυβέρνηση σε τέλμα. Οι ανησυχίες για την υγεία του προέδρου Μουχαμάντου Μπουχαρι εγείρουν ερωτήματα αναφορικά με το ποιος θα είναι ο διάδοχός του –μια μετάβαση για την οποία προετοιμάζεται και ο ηγέτης της Νοτίου Αφρικής, Τζέικομπ Ζούμα. Ο Ζούμα εργάζεται γρήγορα για να ενισχύσει τις εξουσίες του και να εξυπηρετήσει την εθνοτική βάση των Ζουλού με μια λαϊκιστική πλατφόρμα μαύρης χειραφέτησης/ενδυνάμωσης προτού αποχωρήσει, αποξενώνοντας στη διαδικασία τους επενδυτές.
Οι περιχαρακωμένοι κυβερνώντες της Ευρώπης αντιμετωπίζουν αυξανόμενη απειλή και των δικών τους εξουσιών, αν και η απειλή αυτή είναι πού διαφορετική. Η Γαλλία ετοιμάζεται για τη διενέργεια εκλογών που θα φέρουν την παραδοσιακή πολιτική ελίτ της χώρας αντιμέτωπη με μια ανερχόμενη ευρωσκεπτικιστρια διεκδικήτρια και η Ιταλία ίσως να μην απέχει πολύ. Αν και το Γαλλικό εκλογικό σύστημα έχει σχεδιαστεί ώστε να κρατά τα κόμματα του «περιθωρίου’ εκτός εξουσίας, ωστόσο η πιθανότητα νίκης των Ευρωσκεπτικιστών δεν μπορεί να αποκλειστεί –αποτέλεσμα που θα μπορούσε να γονατίσει την ευρωζώνη και να κλονίσει τις παγκόσμιες αγορές.