Η ομιλία της Βρετανίδας πρωθυπουργού Τερέζα Μέι την περασμένη Τρίτη απάντησε στο μεγαλύτερο ερώτημα που εκκρεμούσε αναφορικά με την επικείμενη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση: Δεν θα προσπαθήσει να παραμείνει στην ενιαία αγορά της ΕΕ. Αντιθέτως, όπως εξήγησε η Μέι, η κυβέρνησή της θα πιέσει για μια ολοκληρωμένη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με την Ευρωπαϊκή Ένωση, δίνοντας έμφαση στο ότι η ανάκτηση του ελέγχου επί της μεταναστευτικής πολιτικής θα έχει προτεραιότητα έναντι της παραμονής στην ενιαία αγορά. Όμως, αν και η ομιλία της αποσαφήνισε ορισμένα ερωτήματα αναφορικά με τη διαδικασία του Brexit και τη μελλοντική πορεία της Βρετανίας, ωστόσο άφησε αναπάντητα αρκετά μεγάλα ζητήματα.
Το κόστος μιας συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου
Στην ομιλία της, η Μέι τόνισε δύο θέματα: την εθνική κυριαρχία και την εθνική ενότητα. Χαρακτήρισε το Brexit ως τρόπο ώστε το Ηνωμένο Βασίλειο να ανακτήσει την εθνική του κυριαρχία, ιδιαίτερα στο θέμα της μετανάστευσης (ένα από τα πιο «καυτά» θέματα της προ-δημοψηφισματικής εκστρατείας) αλλά και του εμπορίου και της νομοθέτησης. Είπε πως το Brexit θα δώσει τη δυνατότητα στη χώρα να μειώσει τη μετανάστευση, να αποκαταστήσει την πλήρη κυριαρχία του Κοινοβουλίου και να επαναφέρει την υπεροχή των βρετανικών δικαστηρίων και δικαστών. Όμως, σημείωσε, για να επιτευχθούν αυτοί οι σκοποί, το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να φύγει από την ενιαία αγορά, μια περιοχή στην οποία κινούνται ελεύθερα άνθρωποι, αγαθά, υπηρεσίες και κεφάλαια, και να υπογράψει μια «ολοκληρωμένη, θαρραλέα και φιλόδοξη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου» με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αποχωρώντας από την ενιαία αγορά, το Ηνωμένο Βασίλειο θα ανακτήσει τη δυνατότητα να διαπραγματεύεται όσες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου θέλει, περιλαμβάνοντας σε αυτές όσους οικονομικούς τομείς επιθυμεί. Η Μέι άφησε να εννοηθεί ότι εκτός από την επιδίωξη συμφωνίας με την ΕΕ, η κυβέρνησή της θα επιδιώξει να κλείσει εμπορικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ, την Κίνα, την Ινδία, τη Βραζιλία και την Αυστραλία, εκτός των άλλων. Όμως υπάρχουν και αρνητικά στη στρατηγική αυτή: οι συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου συνήθως χρειάζονται χρόνια διαπραγμάτευσης και γίνονται όλο και πιο δύσκολο να επικυρωθούν.
Μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικότερα, θα μπορούσε να αποδειχθεί δύσκολο να επιτευχθεί. Η περίπλοκη διαδικασία επικύρωσης της ΕΕ σημαίνει πως τα εθνικά (και σε ορισμένες περιπτώσεις περιφερειακά) κοινοβούλια και των 27 χωρών-μελών του μπλοκ έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν βέτο σε οποιαδήποτε συμφωνία.
Η προσφάτως επικυρωθείσα συμφωνία μεταξύ της ΕΕ και του Καναδά αποτελεί παράδειγμα των δυσκολιών της οριστικοποίησης συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου με το μπλοκ. Η συγκεκριμένη συμφωνία, η οποία βρισκόταν υπό διαπραγμάτευση για σχεδόν μια δεκαετία, κόντεψε να «τιναχθεί στον αέρα» την τελευταία στιγμή από τις αντιρρήσεις που έφερε το περιφερειακό κοινοβούλιο του Βελγίου. Ομοίως, οι διαπραγματεύσεις ελεύθερου εμπορίου με το Ηνωμένο Βασίλειο θα δώσουν την ευκαιρία σε κράτη-μέλη της ΕΕ να απειλήσουν με βέτο προκειμένου να αποσπάσουν παραχωρήσεις που δεν συνδέονται κατ’ ανάγκη με τη διαδικασία του Brexit.
Σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ, μετά την ανακοίνωση της πρόθεσης ενός κράτους μέλους να αποχωρήσει από το μπλοκ, οι δυο πλευρές έχουν στη διάθεσή τους δυο χρόνια για να διαπραγματευτούν και τους όρους της αποχώρησης, αλλά και τη δομή της μελλοντικής τους σχέσης. Δεδομένης της περιπλοκότητας των διαπραγματεύσεων, η περίοδος των δυο ετών μπορεί να παραταθεί –κάτι που ενδεχομένως θα είναι απαραίτητο καθώς οι πολλές λεπτομέρειες του Brexit βρίσκονται ακόμα υπό διαπραγμάτευση. Επιπλέον, αν και η Μέι είπε πως το Λονδίνο δεν ενδιαφέρεται να καταλήξει σε ένα «απεριόριστο μεταβατικό status», παραδέχθηκε πως μια σταδιακή εφαρμογή θα είναι απαραίτητη προκειμένου να δοθεί χρόνος στις επιχειρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου να προσαρμοστούν στο μετά-ΕΕ περιβάλλον. Όμως η παράταση θα χρειαστεί έγκριση από όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, κάτι που θα τους έδινε ένα ακόμα «άνοιγμα» ώστε να προβάλουν απαιτήσεις.
Το θέμα είναι και πολιτικό
Ένας άλλος παράγοντας που θα επηρεάσει την κατεύθυνση των διαπραγματεύσεων, είναι πως οι κυβερνήσεις του πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα επιχειρήσουν να ισορροπήσουν την επιθυμία τους για εξεύρεση μιας ολοκληρωμένης συμφωνίας που θα διατηρεί το εμπόριο με τη Βρετανία, με την ανάγκη τους να στείλουν μήνυμα στους πολίτες τους ότι η αποχώρηση από το μπλοκ δεν είναι μια ανώδυνη διαδικασία.
Γνωστοποιώντας έναν από τους στόχους της διαπραγμάτευσης, η Μέι δήλωσε πως η κυβέρνησή της θα προσπαθήσει να διατηρήσει τα δικαιώματα passporting που επιτρέπουν σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον χρηματοοικονομικό κλάδο της Βρετανίας να πωλούν τα προϊόντα τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς να χρειάζονται επιπλέον εξουσιοδότηση. Πρότεινε μάλιστα η Βρετανία να προσφέρει πρόσβαση στην αυτοκινητοβιομηχανία της (μια σημαντική παραχώρηση για χώρες, όπως η Γερμανία) με αντάλλαγμα μια συμφωνία για τον χρηματοοικονομικό κλάδο.
Όμως το Βερολίνο και άλλες κυβερνήσεις θα προχωρήσουν στις διαπραγματεύσεις αυτές με το βλέμμα όχι μόνο σε οικονομικά ζητήματα, αλλά και στις εγχώριες ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις. Αν οι ψηφοφόροι στην Ευρωπαϊκή Ένωση εκλάβουν το Brexit ως μια επιτυχημένη διαδικασία για τη Βρετανία, τότε και άλλες χώρες θα μπορούσαν να απαιτήσουν να βγουν από το μπλοκ.
Τα ευρωσκεπτικιστικά πολιτικά κόμματα που θέλουν να φύγουν από το μπλοκ ή την ευρωζώνη, ενισχύονται σε βασικές χώρες της ΕΕ, όπως η Γαλλία, η Ολλανδία και η Ιταλία. Προβλέποντας την επιθυμία ορισμένων κυβερνήσεων να τηρήσουν σκληρή γραμμή έναντι της Βρετανίας, η Μέι προειδοποίησε πως μια προσπάθεια να τιμωρηθεί η χώρα της για την αποχώρηση θα ήταν πράξη «καταστροφικού αυτοτραυματισμού». Δεδομένου, όμως, ότι το Brexit θα δημιουργήσει προηγούμενο ώστε κράτη-μέλη να αποχωρήσουν από το μπλοκ, οι πολιτικοί υπολογισμοί θα είναι εξίσου σημαντικοί με τα οικονομικά συμφέροντα στη διαπραγματευτική διαδικασία.
Στην ομιλία της η Μέι τόνισε επίσης την εθνική ενότητα. Στη Σκοτία και τη Βόρεια Ιρλανδία, η πλειονότητα ψήφισε να παραμείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και η κυβέρνηση της Σκοτίας έχει εκφράσει ιδιαίτερα έντονα τις απαιτήσεις της το Ηνωμένο Βασίλειο να παραμείνει στην ενιαία αγορά.
Σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες τους, η Μέι ανακοίνωσε τη δημιουργία της Κοινής Υπουργικής Επιτροπής για τις Διαπραγματεύσεις με την ΕΕ, που θα δίνει στους αξιωματούχους καθενός εκ των αναπτυγμένων κυβερνήσεων του Ηνωμένου Βασιλείου την ευκαιρία να συμβάλουν στις διαπραγματεύσεις για το Brexit. Αυτό όμως είναι απίθανο να ικανοποιήσει τις περιφερειακές κυβερνήσεις.
Αν και οι ψηφοφόροι στη Σκοτία είπαν «όχι» στο δημοψήφισμα για την αποχώρηση από το Ηνωμένο Βασίλειο το 2014, και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως το Brexit δεν έχει αλλάξει σημαντικά το λαϊκό αίσθημα για την ανεξαρτησία της Σκοτίας, ωστόσο η κυβέρνησή της θα συνεχίσει να επισείει την απειλή της ανεξαρτησίας στο πλαίσιο της στρατηγικής της να αποκτήσει περισσότερο λόγο στις διαπραγματεύσεις για το Brexit.
Η Μέι είπε επίσης πως θα διαπραγματευτεί με την Ευρωπαϊκή Ένωση για να βρει «μια πρακτική λύση» που θα διατηρεί ανοικτά τα σύνορα της Βόρειας Ιρλανδίας με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, η οποία είναι μέλος της ΕΕ. Ωστόσο, δεν έδωσε άλλες λεπτομέρειες. Το Δουβλίνο θα στηρίξει το Λονδίνο στο θέμα αυτό, αφού οι δυο κυβερνήσεις ενδιαφέρονται να επιτρέψουν την ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων σε όλο το νησί. Όμως μια κάποιας μορφής τελωνειακού ελέγχου θα είναι δύσκολο να αποφευχθεί. Μετά την ομιλία της Μέι, μέλος του εθνικιστικού κόμματος της Βόρειας Ιρλανδίας, Sinn Fein, κατηγόρησε την πρωθυπουργό ότι αγνοεί τη βούληση των πολιτών της Βόρειας Ιρλανδίας στο θέμα αυτό. Το Brexit θα μπορούσε να αναζωπυρώσει τις εντάσεις μεταξύ εθνικιστών και ενωτικών, καθώς η χώρα ετοιμάζεται για τις πρόωρες εκλογές της 2ας Μαρτίου.
Το βρετανικό κοινοβούλιο θα έχει σημαντικές εξουσίες σε ότι αφορά τη διαδικασία του Brexit. Όπως δήλωσε η Μέι, η τελική συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση θα τεθεί σε ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο και οι βουλευτές θα μπορούν να αποφασίσουν ποια τμήματα της ευρωπαϊκής νομοθεσίας θα πρέπει να διατηρήσει το Ηνωμένο Βασίλειο. Όμως το πιο πιεστικό ερώτημα είναι αν η κοινοβουλευτική έγκριση θα είναι απαραίτητη πριν καν ξεκινήσουν οι επίσημες διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στα τέλη του 2016, ανώτατο δικαστήριο του Λονδίνου αποφάσισε πως οι βουλευτές πρέπει να δώσουν την έγκρισή τους προτού ξεκινήσει επισήμως η Μέι τις διαπραγματεύσεις για το Brexit. Το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου αναμένεται να αποφασίσει για το θέμα αυτόν τον μήνα. Δεν είναι ένα μικρό ζήτημα, δεδομένου ότι τα περισσότερα μέλη του Κοινοβουλίου τάχθηκαν υπέρ της παραμονής στην ΕΕ κατά την προ του δημοψηφίσματος εκστρατεία. Όμως, αν οι βουλευτές αποκτήσουν εξουσία για το θέμα της ενεργοποίησης του Brexit, είναι απίθανο να παρακάμψουν τη βούληση των ψηφοφόρων και να ασκήσουν βέτο στην έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ. Ωστόσο, πιθανότατα θα χρησιμοποιήσουν την εξουσία αυτή για να πιέσουν ώστε να έχουν περισσότερο λόγο στις διαπραγματεύσεις.
Το δημοψήφισμα για το Brexit έδειξε μια χώρα χωρισμένη σε επίπεδο γενεών, αλλά και σε εισοδηματικό και ιδεολογικό επίπεδο. Στην ομιλία της, η Μέι προσπάθησε να φέρει κάποια ισορροπία μεταξύ της προστασίας της εθνικής κυριαρχίας και της άμυνας της Βρετανικής παράδοσης ως εμπορευματικού έθνους. Υποσχέθηκε να επανενώσει τη χώρα και να την κάνει «πιο εξωστρεφή από ποτέ», λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα συμφέροντα των ψηφοφόρων και από τα δυο «στρατόπεδα» και τις προτεραιότητες των βασικών οικονομικών κλάδο της χώρας.
Όμως η πρώτη αντίδραση στην ομιλία της Μέι έδειξε πως οι πληγές που άφησε η διχαστική καμπάνια για το δημοψήφισμα δεν έχουν επουλωθεί, με τους φιλοευρωπαίους να κατηγορούν την πρωθυπουργό ότι εγκατέλειψε την ενιαία αγορά της ΕΕ πριν καν αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις, και τους ευρωσκεπτικιστές να πιέζουν τη Μέι να σπάσει όλους τους δεσμούς με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στην «καρδιά» του διλήμματος της Μέι βρίσκεται ένα βασικό ζήτημα: ενώ οι ψηφοφόροι που συμμετείχαν στο δημοψήφισμα για το Brexit έδωσαν στην κυβέρνησή τους ξεκάθαρη εντολή να φύγει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, το δημοψήφισμα δεν ανέφερε τους όρους με τους οποίους θα πρέπει να γίνει η έξοδος. Από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά της, πριν από έξι μήνες, η Μέι αντιμετωπίζει πιέσεις να αποσαφηνίσει τη στρατηγική της κυβέρνησής της για την αποχώρηση. Την Τρίτη, πήγε όσο μακρύτερα μπορούσε για να δώσει απαντήσεις, όμως εξακολούθησε να υπάρχει αμφισημία σε πολλά θέματα. Δεδομένου ότι οι διαπραγματεύσεις δεν έχουν καν ξεκινήσει, η Μέι πιθανότατα δεν θέλει να κάνει υποσχέσεις που δεν θα μπορέσει να τηρήσει.
Οι ασαφείς λεπτομέρειες που έδωσε διατηρούν επίσης τη διαπραγματευτική της ικανότητα να έχει σαρωτικές απαιτήσεις στην αρχή της διαπραγματευτικής διαδικασίας, που θα αφήνουν περιθώριο συμβιβασμού, καθώς θα εξελίσσονται οι διαπραγματεύσεις. Αν και η Μέι απάντησε σε ορισμένα από τα σημαντικότερα ερωτήματα αναφορικά με το Brexit, ωστόσο είναι ξεκάθαρο πως εξακολουθεί να υπάρχει μια μακριά λίστα θεμάτων που ξεπερνούν τον έλεγχο της κυβέρνησής της, και τα οποία θα αποφασιστούν μόνο όταν αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις.