Οι αναταραχές που θα έρθουν το 2017 είναι η πολιτική εκδήλωση πολύ βαθύτερων δυνάμεων που βρίσκονται σε δράση. Σε μεγάλο μέρος του ανεπτυγμένου κόσμου, στην τάση της γήρανσης του πληθυσμού και της μείωσης της παραγωγικότητας, προστίθενται η τεχνολογική καινοτομία και η εργασιακή εκτόπιση που αυτή συνεπάγεται.
Η οικονομική επιβράδυνση της Κϊνας και η συνεχιζόμενη εξέλιξή της αυξάνουν αυτή τη δυναμική. Την ώρα που ο κόσμος προσπαθεί να αντιμετωπίσει τη μειωμένη κινεζική ζήτηση μετά από δεκαετίες ανάπτυξης-ρεκόρ, η Κίνα, με αργό αλλά σταθερό ρυθμό, προσπαθεί να ανεβάσει την οικονομία της στην αλυσίδα της αξίας, προκειμένου να παράγει και να συναρμολογήσει η ίδια όσα μέχρι τώρα εισήγαγε, με πρόθεση να πουλά στην κινεζική αγορά. Όλες αυτές οι δυνάμεις συνδυασμένες θα έχουν μια δραματική επίπτωση, με διάρκεια, στην παγκόσμια οικονομία και εντέλει στη μορφή που θα λάβει τις επόμενες δεκαετίες το διεθνές σύστημα.
Αυτές οι τάσεις τείνουν να δημιουργούνται σιωπηρά σε διάστημα δεκαετιών και τότε να έρχονται με θόρυβο στην επιφάνεια, λόγω πολιτικής. Όσο περισσότερο επιμένουν τα οικονομικά προβλήματα, τόσο ισχυρότερη είναι η πολιτική αντίδραση. Αυτό το δυνατό χτύπημα στην πόρτα είναι η δύναμη του εθνικισμού που «χαιρετά» τις παγκόσμιες δυνάμεις, ιδιαίτερα στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, που παραμένουν η μοναδική υπερδύναμη.
Μόνο που η παγκόσμια υπερδύναμη δεν… αισθάνεται και πολύ καλά. Για την ακρίβεια, έχει κουραστεί. Αφυπνίστηκε το 2001 μετά από μια καταστροφική επίθεση στο έδαφός της, επεκτάθηκε υπερβολικά σε πολέμους στον ισλαμικό κόσμο, και τώρα θέλει να επιστρέψει και να διορθώσει την κατάσταση στο «σπίτι» της.
Πράγματι, το βασικό θέμα της προεκλογικής εκστρατείας του εκλεγμένου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ ήταν η ιδέα ότι οι ΗΠΑ θα αποσυρθούν από τις υποχρεώσεις τους στο εξωτερικό, θα βάλει άλλους να επωμιστούν μεγαλύτερο βάρος για την άμυνά τους και θα αφήσει τις ΗΠΑ να επικεντρωθούν στην ενίσχυση της οικονομικής ανταγωνιστικότητας.
Ο Μπαράκ Ομπάμα, βεβαίως, έχει ήδη ενεργοποιήσει αυτή την τάση. Υπό την προεδρία του, οι ΗΠΑ επέδειξαν εξαιρετική αυτοσυγκράτηση στη Μέση Ανατολή, προσπαθώντας ταυτόχρονα να επικεντρωθούν στις πιο μακροπρόθεσμες προκλήσεις -μια στρατηγική που κατά καιρούς λειτούργησε σε βάρος του Ομπάμα, όπως φάνηκε από την άνοδο του Ισλαμικού Κράτους. Η βασική διαφορά μεταξύ του «δόγματος» του Ομπάμα και της απαρχής του «δόγματος» Τραμπ είναι πως ο Ομπάμα εξακολουθούσε να πιστεύει στη συλλογική ασφάλεια και στο εμπόριο ως μηχανισμούς για τη διατήρηση της παγκόσμιας τάξης. Ο Τραμπ πιστεύει πως οι θεσμοί που διέπουν τις διεθνείς σχέσεις είναι «ελαττωματικοί», στην καλύτερη περίπτωση, και περιοριστικοί για τα αμερικανικά συμφέροντα, στη χειρότερη περίπτωση.
Όποια και αν είναι η προσέγγιση, το «μάζεμα» είναι εύκολο να γίνει στα λόγια, αλλά δύσκολο στην πράξη, για μια παγκόσμια υπερδύναμη. Όπως είχε πει ο Woodrow Wilson, «οι Αμερικανοί είναι συμμετέχοντες, είτε μας αρέσει είτε όχι, στη ζωή του κόσμου». Τα λόγια αυτά της αμερικανικής εικόνας για τον ιδεαλισμό ισχύουν ακόμα και τώρα, που ο ρεαλισμός «σφίγγει τον κλοιό» γύρω από τον κόσμο.
Η αναθεώρηση εμπορικών σχέσεων με τον τρόπο που σκοπεύει να τις αναθεωρήσει η Ουάσινγκτον, για παράδειγμα, μπορεί να ήταν εφικτή πριν από μερικές δεκαετίες, όμως πλέον δεν είναι εφικτή στη σημερινή και εξελισσόμενη παγκόσμια τάξη, όπου τα τεχνολογικά επιτεύγματα στη μεταποίηση προχωρούν με ταχύ ρυθμό και οι οικονομίες -μεγάλες και μικρές- είναι αλληλοσυνδεόμενες στις παγκόσμιες αλυσίδες προμηθειών. Αυτό σημαίνει πως οι ΗΠΑ δεν θα μπορέσουν να κάνουν σαρωτικές και ξαφνικές αλλαγές στη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Βόρειας Αμερικής. Μάλιστα, ακόμα και αν υπάρξει επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας, η Βόρεια Αμερική θα εξακολουθήσει να έχει στενότερους εμπορικούς δεσμούς μακροπρόθεσμα.
Ωστόσο, οι ΗΠΑ θα έχουν μεγαλύτερο περιθώριο να επιβάλουν επιλεκτικά εμπορικά εμπόδια στην Κίνα, ιδιαίτερα στον τομέα των μετάλλων. Και ο κίνδυνος κλιμάκωσης της εμπορικής έντασης με το Πεκίνο θα έχει μεγάλες επιπτώσεις. Η προθυμία της Ουάσινγκτον να αμφισβητήσει την πολιτική της «Μίας Κίνας» -κάτι που έκανε για να αποσπάσει εμπορικές παραχωρήσεις από την Κίνα- θα έχει κόστος: το Πεκίνο θα θέσει τους δικούς του μοχλούς στο εμπόριο και στην ασφάλεια, που αναπόφευκτα θα παρασύρουν τις ΗΠΑ στο «θέατρο» του Ειρηνικού.
Όμως ο χρόνος δεν είναι σωστός για μια εμπορική διένεξη. Ο Τραμπ θα προτιμούσε να επικεντρωθεί σε ζητήματα στο εσωτερικό των ΗΠΑ και ο Κινέζος πρόεδρος Xi Jinping θα προτιμούσε να επικεντρωθεί στη συγκέντρωση πολιτικής εξουσίας ενόψει του 19ου Συνεδρίου του Κόμματος. Άρα, η οικονομική σταθερότητα θα έχει προτεραιότητα έναντι της μεταρρύθμισης και της αναδιάρθρωσης. Αυτό σημαίνει πως το Πεκίνο θα αυξήσει τις επενδύσεις, ακόμα και αν αυτό αυξάνει το επίπεδο του εταιρικού χρέους της Κίνας σε επικίνδυνα ύψη.
Η εικόνα στην Ευρώπη
Αυτή θα είναι μια κρίσιμη χρονιά για την Ευρώπη. Οι εκλογές στους «πυλώνες» της Ευρωπαϊκής Ένωσης -στη Γαλλία και τη Γερμανία- και οι ενδεχόμενες εκλογές στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης -την Ιταλία- θα επηρεάσουν η μία την άλλη και θα απειλήσουν την ίδια την ύπαρξη της ευρωζώνης. Όπως γράφουμε εδώ και χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση στο τέλος θα διαλυθεί. Το ερώτημα για το 2017 είναι σε ποιο βαθμό οι εκλογές αυτές θα επιταχύνουν αυτή τη διάλυση. Είτε νικήσουν οι μετριοπαθείς το 2017, είτε οι ακραίοι, η Ευρώπη θα συνεχίσει να οδεύει προς διάλυση και δημιουργία περιφερειακών μπλοκ.
Ο διχασμός στην Ευρώπη θα αποτελέσει «χρυσή ευκαιρία» για τους Ρώσους. Η Ρωσία θα μπορέσει να «σπάσει» την ευρωπαϊκή ενότητα σε ό,τι αφορά στις κυρώσεις το 2017 και θα έχει μεγαλύτερο περιθώριο να ενισχύσει την επιρροή της στις συνοριακές χώρες. Η κυβέρνηση Τραμπ, επίσης, ίσως είναι πιο «ανοικτή» σε χαλάρωση των κυρώσεων και σε κάποια συνεργασία στη Συρία, καθώς θα προσπαθήσει να αποκλιμακώσει τη σύγκρουση με τη Μόσχα. Όμως, η συμφιλίωση θα έχει όρια. Η Ρωσία θα συνεχίσει να ενισχύει τις άμυνές της και να δημιουργεί «πατήματα» σε διάφορα θέατρα επιχειρήσεων, από τον κυβερνοχώρο μέχρι τη Μέση Ανατολή. Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, θα συνεχίσουν να προσπαθούν να περιορίσουν τη ρωσική επέκταση.
Ως μέρος αυτής της στρατηγικής, η Ρωσία θα συνεχίσει να κάνει τη «χαλάστρα» και τον «ειρηνοποιό» στη Μέση Ανατολή, προκειμένου να διαπραγματευτεί με τη Δύση. Αν και μια ειρηνευτική συμφωνία στη Συρία παραμένει «άπιαστη», η Ρωσία θα μείνει κοντά στην Τεχεράνη καθώς οι σχέσεις ΗΠΑ-Ιράν θα επιδεινώνονται.
Η πυρηνική συμφωνία του Ιράν θα αμφισβητηθεί από αρκετές πλευρές καθώς το Ιράν θα εισέρχεται σε εκλογική χρονιά και η εισερχόμενη αμερικανική κυβέρνηση θα τηρεί μια πιο σκληρή γραμμή έναντι του Ιράν. Ωστόσο, τα αμοιβαία συμφέροντα θα διατηρήσουν στη θέση τους το πλαίσιο της συμφωνίας και θα αποθαρρύνουν αμφότερες τις πλευρές να συγκρουστούν σε περιοχές όπως τα Στενά του Ορμούζ.
Εν τω μεταξύ, ο ανταγωνισμός μεταξύ Ιράν και Τουρκίας θα κλιμακωθεί στη νότια Συρία και στο βόρειο Ιράκ. Η Τουρκία θα επικεντρώσει την προσοχή της στην εδραίωση της δικής της σφαίρας επιρροής και στον περιορισμό της κουρδικής αυτονομιστικής προσπάθειας, ενώ το Ιράν θα προσπαθήσει να υπερασπιστεί τη δική του σφαίρα επιρροής. Καθώς οι στρατιωτικές επιχειρήσεις θα υποβαθμίζουν το Ισλαμικό Κράτος το 2017, η μάχη για εδάφη, πόρους και επιρροή που θα ακολουθήσει, θα ενταθεί μεταξύ των τοπικών και περιφερειακών «παικτών». Όμως καθώς το Ισλαμικό Κράτος θα αποδυναμώνεται στρατιωτικά, θα καταφύγει σε τακτικές τρομοκρατίας και θα ενθαρρύνει τις επιθέσεις στο εξωτερικό.
Το Ισλαμικό Κράτος δεν είναι η μόνη τζιχαντιστική ομάδα για την οποία θα πρέπει να ανησυχούμε. Καθώς οι «προβολείς» είναι στραμμένοι στο Ισλαμικό Κράτος, η αλ Κάιντα ανοικοδομείται σιωπηρά σε μέρη όπως η Βόρεια Αφρική και η Αραβική Χερσόνησος, και η οργάνωση πιθανότατα θα είναι πιο ενεργή το 2017.
Το πετρέλαιο
Οι τιμές του πετρελαίου θα ανακάμψουν κάπως το 2017, εν μέρει λόγω της συμφωνίας που έκλεισαν οι περισσότερες πετρελαιοπαραγωγικές χώρες (θα πρέπει να σημειωθεί όμως πως καμία χώρα δεν θα τηρήσει πλήρως τις απαιτήσεις για μείωση της παραγωγής).
Ο ρυθμός της ανάκαμψης για την παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου της Βόρειας Αμερικής θα είναι ο πρωταρχικός παράγοντας που θα επηρεάσει την πολιτική της Σαουδικής Αραβίας σε ό,τι αφορά στην επέκταση και αύξηση των μειώσεων παραγωγής το επόμενο έτος. Και, αν και θα χρειαστεί χρόνος ώστε οι παραγωγοί της Βόρειας Αμερικής να «απαντήσουν» στην ανάκαμψη των τιμών και να αυξήσουν την παραγωγή τους, η Σαουδική Αραβία γνωρίζει πως μια σημαντική αύξηση των τιμών του πετρελαίου είναι απίθανη. Αυτό σημαίνει πως η Σαουδική Αραβία θα παρέμβει ενεργά στις αγορές το 2017 προκειμένου να διατηρήσει την οικονομία σε πορεία εξισορρόπισης στην προμήθεια πετρελαίου, ιδιαίτερα λόγω του σχεδίου της χώρας να πουλήσει μερίδιο 5% της Saudi Aramco το 2018.
Οι υψηλότερες τιμές του πετρελαίου θα ανακουφίσουν τους παραγωγούς του κόσμους, όμως μπορεί να μη βοηθήσουν χώρες με προβλήματα όπως η Βενεζουέλα. Η απειλή χρεοκοπίας της χώρας αιωρείται και οι σοβαρές περικοπές στις εισαγωγές βασικών αγαθών προκειμένου να αποπληρωθούν χρέη θα οδηγήσουν σε κοινωνικές αναταραχές και θα εκθέσουν τα ήδη βαθιά ρήγματα μεταξύ του κυβερνώντος κόμματος και των ενόπλων δυνάμεων.
Οι κεντρικές τράπεζες
Οι ανεπτυγμένες αγορές θα δουν επίσης μια σημαντική στροφή το 2017, μια χρονιά κατά την οποία θα επιστρέψει ο πληθωρισμός. Αυτό θα οδηγήσει τις κεντρικές τράπεζες να εγκαταλείψουν τις ανορθόδοξες πολιτικές τους και να εφαρμόσουν μέτρα νομισματικής σύσφιξης. Οι μέρες που οι κεντρικές τράπεζες πλημμύριζαν τις αγορές με ρευστό τελειώνουν. Το βάρος τώρα θα πέσει στους αξιωματούχους που καταρτίζουν τη δημοσιονομική πολιτική και οι κρατικές δαπάνες θα αντικαταστήσουν το τύπωμα χρήματος ως πρωταρχική «μηχανή» οικονομικής ανάπτυξης.
Η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής στις ΗΠΑ και η ενίσχυση του δολαρίου θα «ταρακουνήσουν» την παγκόσμια οικονομία στις αρχές του 2017. Οι χώρες που θα επηρεαστούν περισσότερο θα είναι αυτές των αναδυόμενων αγορών με έκθεση χρέους σε δολάρια. Στη λίστα περιλαμβάνονται η Βενεζουέλα, η Τουρκία, η Νότια Αφρική, η Νιγηρία, η Αίγυπτος, η Χιλή, η Βραζιλία, η Κολομβία και η Ινδονησία. Οι πτωτικές πιέσεις στο γουάν και τα σταθερά μειούμενα αποθέματα ξένου συναλλάγματος θα αναγκάσουν την Κίνα να αυξήσει τους ελέγχους στις εκροές κεφαλαίων.
Όσο ήρεμες και αν ήταν οι αγορές τελευταία, όσο και αν σταθεροποιήθηκαν λόγω της επαρκούς ρευστότητας και των περιορισμένων αντιδράσεων στις πολιτικές αναταράξεις, θα είναι πιο ευμετάβλητες το 2017. Με όλες τις εξελίξεις του 2017, από τις απειλές για την ευρωζώνη μέχρι την κλιμάκωση των εμπορικών διαφωνιών, οι επενδυτές θα μπορούσαν να αντιδράσουν με δραματικό τρόπο. Οι τιμές των assets εμφάνισαν αξιοσημείωτες και γρήγορες διακυμάνσεις το πρώτο δίμηνο του 2016. Το 2017 θα μπορούσαμε να δούμε πολλά τέτοια επεισόδια.
Οι ΗΠΑ απομακρύνονται από τις παγκόσμιες εμπορικές πρωτοβουλίες ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο, μεγάλος υπέρμαχος του ελεύθερου εμπορίου, χάνει την επιρροή του καθώς αυξάνεται ο προστατευτισμός στην Ευρώπη. Η ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου πιθανότατα θα παραμείνει περιορισμένη γενικότερα, όμως οι χώρες που εξαρτώνται από τις εξαγωγές, όπως η Κίνα και το Μεξικό, θα έχουν περισσότερα κίνητρα να προστατεύσουν τις σχέσεις τους με προμηθευτές και να αναζητήσουν επιπλέον αγορές. Οι μεγαλύτερες εμπορικές συμφωνίες θα συνεχίσουν να αντικαθίστανται από μικρότερες και λιγότερο φιλόδοξες συμφωνίες, που θα αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ χωρών και μπλοκ. Άλλωστε, η συμφωνία TTIP και η TPP ήταν και αυτές κομμάτια που προέκυψαν από την κατάρρευση του Γύρου της Ντόχα (ΠΟΕ).
Οι οικονομικές εντάσεις μπορούν να εκδηλωθούν με διάφορους τρόπους, και δεν είναι όλοι δυσοίωνοι. Στην Ιαπωνία, η κυβέρνηση θα είναι σε ισχυρή θέση το 2017 να προσπαθήσει να εφαρμόσει κρίσιμης σημασίας μεταρρυθμίσεις και να προσαρμόσει τον γηράσκοντα πληθυσμό της στις μεταβαλλόμενες παγκόσμιες συνθήκες. Στη Βραζιλία και την Ινδία, οι προσπάθειες να εκτεθεί και να καταπολεμηθεί η διαφθορά θα διατηρήσουν τη δυναμική τους. Η Ινδία, μάλιστα, έχει κάνει φιλόδοξα βήματα για να φέρει την οικονομία της στον δρόμο της απονομισματοποίησης.
Ο δρόμος αυτός θα μπορούσε να είναι ανώμαλος το 2017, όμως η Ινδία θα αποτελεί μια κρίσιμη περιπτωσιολογική μελέτη για άλλες χώρες, ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες, που θα δελεαστούν από την αποδοτικότητα και τα αποποινικοποιημένα οφέλη μιας οικονομίας χωρίς μετρητά, και οι οποίες έχουν στη διάθεσή τους όλο και περισσότερη τεχνολογία για να εξετάσουν αυτό το ενδεχόμενο.