Οι Ιταλοί ψηφοφόροι μίλησαν καθαρά και δυνατά. Στο δημοψήφισμα της Κυριακής για τη συνταγματική αναθεώρηση, προσήλθε πάνω από το 65% του εκλογικού σώματος της χώρας. Σχεδόν το 60% των ψηφοφόρων απέρριψαν τα μέτρα, αναγκάζοντας τον πρωθυπουργό Ματέο Ρέντσι σε παραίτηση αμέσως μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος, όπως είχε άλλωστε υποσχεθεί.
Η ταχεία παραίτηση του Ρέντσι, σε συνδυασμό με την νηφάλια αντίδραση της διεθνούς αγοράς στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, υποδηλώνουν πως οι άμεσες επιπτώσεις δεν θα είναι τόσο δραματικές όσο περίμεναν ορισμένοι στην Ιταλία και στο εξωτερικό. Ωστόσο, τα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα της Ιταλίας θα έχουν διάρκεια, όπως και η απειλή της για την ευρωζώνη.
Αν και είναι προφανές το ποια πλευρά έχασε στο δημοψήφισμα, ωστόσο είναι δύσκολο να δείξει κανείς κάποιον ξεκάθαρο νικητή. Η πλειονότητα των ψηφοφόρων σε όλες σχεδόν τις περιφέρειες –εκτός από ορισμένες περιοχές της Βόρειας Ιταλίας- απέρριψαν τα σχέδια του Ρέντσι, όμως το έπραξαν για διαφορετικούς λόγους.
Ορισμένοι ανησυχούσαν πραγματικά για την επίπτωση των συνταγματικών αλλαγών -που πρότειναν τη μείωση του μεγέθους και της εξουσίας της Γερουσίας έναντι της Κάτω Βουλής- στην κυβέρνηση της Ιταλίας. Άλλοι το είδαν ως ευκαιρία να ξεφορτωθούν τον πρωθυπουργό, ο οποίος είχε συνδέσει το πολιτικό του μέλλον με την επιτυχία του μέτρου.
Το «στρατόπεδο» του «όχι» προσέλκυσε πολίτες που τάσσονται κατά των μέτρων λιτότητας και ανησυχούν για την οικονομία της Ιταλίας, αλλά και πολίτες που αντιτίθενται στη μετανάστευση και έχουν κουραστεί από τους επαγγελματίες πολιτικούς. Οι ψηφοφόροι του «όχι» δεν έχουν κάποιον ξεκάθαρο ηγέτη, και πέραν του πλαισίου του δημοψηφίσματος, τα κόμματα που τάχθηκαν κατά των μεταρρυθμίσεων, είναι ανταγωνιστές.
Σε αντίθεση με το δημοψήφισμα για το Brexit, τα ζητήματα που τέθηκαν στο Ιταλικό δημοψήφισμα δεν συνδέονταν άμεσα με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακόμα και έτσι, όμως, το δημοψήφισμα ήγηρε ερωτήματα για ο μέλλον της ευρωζώνης και έδωσε τροφή στις ανησυχίες στη χώρα για το τι μπορεί να φέρουν οι επόμενες εκλογές.
Δυο από τα βασικά κόμματα που τάχθηκαν κατά των μεταρρυθμίσεων του Ρέντσι –το αντισυστημικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων και η αντιμεταναστευτική Λέγκα του Βορρά- ελπίζουν να οργανώσουν δημοψήφισμα για τη συμμετοχή της Ιταλίας στη νομισματική ένωση. Αν κάποιο από τα δυο κόμματα, ή κάποια άλλη ευρωσκεπτικιστική δύναμη, καταφέρει να κερδίσει την εξουσία στις επόμενες εκλογές και διενεργήσει ένα τέτοιο δημοψήφισμα, οι Ιταλοί ψηφοφόροι μπορεί κάλλιστα να αποφασίσουν να αποχωρήσουν από την ευρωζώνη.
Μάλιστα, μπορεί να μην χρειαστεί καν η ψήφος, αφού η ανακοίνωση και μόνο του δημοψηφίσματος θα πυροδοτούσε μαζική φυγή από τις τράπεζες της Νότιας Ευρώπης, επισπεύδοντας τον «θάνατο» της ευρωζώνης. Αν και αυτό το σενάριο δεν είναι πιθανό, ωστόσο είναι δυνατό.
Για να καθησυχάσει τις ανησυχίες για μια ενδεχόμενη ευρωσκεπτικιστική νίκη σε πρόωρες εκλογές, το Ιταλικό κοινοβούλιο πιθανότατα θα ορίσει νέα κυβέρνηση εντός των επόμενων ημερών. Βασικός στόχος της κυβέρνησης θα είναι να αναθεωρήσει τον υφιστάμενο εκλογικό νόμο της Ιταλίας –που είναι γνωστός και ως Italicum.
Ο νόμος, ο οποίος πέρασε το 2015 αλλά δεν έχει τεθεί σε εφαρμογή και αμφισβητείται στα δικαστήρια, προβλέπει διενέργεια γενικών εκλογών σε δυο γύρους ψηφοφορίας και ότι το κόμμα που θα κερδίσει θα λάβει μπόνους εδρών στη Βουλή. Ο διάδοχος του Ρέντσι πιθανότατα θα αντικαταστήσει την υφιστάμενη διαδικασία με κάποιου είδους αναλογικό σύστημα που αναγκάζει τα κόμματα να σχηματίσουν συνασπισμούς, μειώνοντας έτσι τις πιθανότητες το Κίνημα των Πέντε Αστέρων να έρθει στην εξουσία (αφού το κόμμα αρνείται να κάνει συμμαχίες με άλλες ομάδες).
Ακόμα όμως και αν εκτονώσει την απειλή των πρόωρων εκλογών, μια νέα κυβέρνηση δεν θα λύσει τα προβλήματα της Ιταλίας. Οι ισχνοί ρυθμοί ανάπτυξης, τα υψηλά επίπεδα ανεργίας και ο γενικότερος σκεπτικισμός έναντι των παραδοσιακών θεσμών της χώρας, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε άνοδο λαϊκιστικών κινημάτων και κινημάτων διαμαρτυρίας, είτε πρόκειται για εδραιωμένα κόμματα όπως το Κίνημα των Πέντε Αστέρων ή για κάποια αναδυόμενη πολιτική δύναμη.
Οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και η πολιτική αβεβαιότητα θα δημιουργήσουν επίσης πρόβλημα στις τράπεζες της Ιταλίας, που ήδη δυσκολεύονται να βρουν νέα κεφάλαια και να απελευθερωθούν από το βαρύ φορτίο των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους. Αν η χώρα δεν εφαρμόσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, οι ιδιωτικές εταιρείες ίσως να είναι απρόθυμες να βοηθήσουν τις ιταλικές τράπεζες.
Την ίδια ώρα, αν η Ιταλία αναγκαστεί να τις διασώσει από μόνη της, αυτό πιθανότατα θα προκαλούσε αντιπαράθεση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικότερα τη Γερμανία. Η Ρώμη θα έπρεπε τότε να επιλέξει μεταξύ της διάσωσης των τραπεζών της σε βάρος των επενδυτών, τηρώντας τους κανόνες της ΕΕ, ή της διαφοροποίησης από τους κανόνες των Βρυξελλών με κίνδυνο να βλάψει την αξιοπιστία ολόκληρου του συστήματος.
Επιπλέον, οι δυσμενείς προοπτικές για την Ιταλική οικονομία, και ιδιαίτερα για το υψηλό επίπεδο του κρατικού χρέους, θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημαντικό παράγοντα σκέψης στην συνεδρίαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας την Πέμπτη. Τελευταία, αυξάνεται η επιχειρηματολογία υπέρ της εξέτασης από την ΕΚΤ περιστολής του προγράμματος ποσοτικής της χαλάρωσης το 2017 για να διατηρήσει σε ελεγχόμενα επίπεδα τον πληθωρισμό και να αποτρέψει τη δημιουργία «φουσκών» στα assets.
Η αποκλιμάκωση της ποσοτικής χαλάρωσης, όμως, θα εξέθετε τις αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων σε δυνάμεις της αγοράς που θα μπορούσαν να τις στείλουν σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα. Τους επόμενους μήνες, το θέμα πιθανότατα θα αποτελέσει «πεδίο μάχης» μεταξύ των μελών της ΕΕ, όπως η Γερμανία, που πιέζουν για σφιχτότερη νομισματική πολιτική, και των ομάδων της ΕΚΤ που προσπαθούν να διατηρήσουν τη γενικότερη σταθερότητα προστατεύοντας τα μέλη της ευρωπεριφέρειας.
Ωστόσο, η άμεση επίπτωση από το ιταλικό δημοψήφισμα δεν ήταν τόσο δραματική όσο περίμεναν πολλοί εντός και εκτός Ιταλίας. Σε κάποιον βαθμό, οι επενδυτές ήδη περίμεναν το «κόστος» του δημοψηφίσματος, με βάση τις δημοσκοπήσεις (που σε αντίθεση με το δημοψήφισμα για το Brexit, αυτή τη φορά προέβλεψαν σωστά το αποτέλεσμα του Ιταλικού δημοψηφίσματος). Οι αγορές φαίνεται να στοιχηματίζουν κατά των πρόωρων εκλογών στην Ιταλία, και η ταχεία παραίτηση του Ρέντσι θα δώσει τη δυνατότητα στο κοινοβούλιο να ορίσει νέα κυβέρνηση. Όμως τα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα της Ιταλίας, καθώς και το «φλερτ» της με τον ευρωσκεπτικισμό, κάθε άλλο παρά βρίσκονται πίσω της.