Μέχρι τις 13 Νοεμβρίου, οι οκτώ επιτιθέμενοι που ευθύνονται για τη νύχτα βίας στο Παρίσι ήταν απλώς μια χούφτα Ισλαμιστών σε ένα μεγάλο σύμπαν ακραίων Ισλαμιστών στη Γαλλία. Πολλοί από αυτούς τους ακραίους δεν είναι βίαιοι, ενώ ένα μικρό κομμάτι τους είναι εξτρεμιστές που υιοθετούν τη βία για να πετύχουν την ακραία ατζέντα τους -ο τύπος των ατόμων που αποκαλούμε τζιχαντιστές.
Ορισμένοι υποστηρίζουν πως η τζιχάντ θα πρέπει να εξαπολύεται μόνο αμυντικά, για στήριξη άλλων Μουσουλμάνων που καταπιέζονται ή δέχονται επίθεση σε περιοχές όπως η Συρία. Άλλοι τάσσονται υπέρ επιθέσεων σε χώρες της Δύσης όπως η Γαλλία. Ακόμα και σε αυτή την ομάδα, όμως, υπάρχουν αυτοί οι απειλές των οποίων είναι απλά «κούφια λόγια» και αυτοί που είναι πραγματικά πρόθυμοι να δράσουν. Ακόμα και μεταξύ αυτών που είναι πρόθυμοι να δράσουν, ο βαθμός στον οποίον συνιστούν απειλή διαφέρει.
Για τις γαλλικές αρχές, το να ταξινομήσουν το σύνολο των πιθανών επιτιθέμενων για να ταυτοποιήσουν αυτούς που συνιστούν τον μεγαλύτερο κίνδυνο είναι μια μεγάλη πρόκληση -όπως και για κάθε άλλη κυβέρνηση. Η διαδικασία είναι σαν να προσπαθεί ένας καρχαρίας να διαλέξει μερικά ψάρια από ένα τεράστιο κοπάδι ψαριών που κολυμπούν όλα μαζί. Ο καρχαρίας έχει μια απίστευτη αισθητήρια δύναμη, που είναι εξαιρετικά αποτελεσματική στην αναγνώριση του θύματός του. Όμως το κοπάδι παρέχει προστασία στα ψάρια και κάνει σχεδόν αδύνατον για τον καρχαρία να αναγνωρίσει ένα μεμονωμένο ψάρι-στόχο.
Ακριβώς αυτή είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι γαλλικές αρχές. Έχουν απίστευτες ικανότητες πληροφοριών και πολύ ικανές αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις. Ωστόσο, αυτές οι πηγές πληροφόρησης και επιβολής είναι περιορισμένες και μπορεί να καταβληθούν από το μέγεθος και μόνο του «κοπαδιού» των πιθανών τζιχαντιστών επιτιθέμενων.
Απαιτεί έναν απίστευτο αριθμό πόρων για να γίνουν διαρκείς τηλεφωνικές παρακολουθήσεις ενός και μόνο στόχου, πόσω μάλλον για 24 ώρες το 24ωρο, 7 ημέρες την εβδομάδα φυσική παρακολούθησή του. Αυτό σημαίνει πως οι υπηρεσίες ασφαλείας πολύ συχνά φτάνουν στα όρια των δυνατοτήτων τους. Έτσι, χρειάζεται να κάνουν χρήση της αξιολόγησης κινδύνου προκειμένου να κατατάξουν τις δυνητικές απειλές και να χρησιμοποιήσουν επιλεκτικά τους πόρους τους στις απειλές εκείνες που κρίνονται ότι είναι οι πιο επικίνδυνες.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε μια δημοκρατική χώρα όπως η Γαλλία, όπου υπάρχει κράτος δικαίου και δεν μπορεί κάποιος απλά να κάνει επιχειρήσεις «σκούπα» για να συλλάβει κάθε γνωστή δυνητική απειλή και στη συνέχεια να κάνει το «ξεσκαρτάρισμα» στη φυλακή. Όμως, όπως έχει φανεί ακόμα και στα αυταρχικά καθεστώτα, δεν μπορεί κάποιος απλώς να συλλαμβάνει (ή να σκοτώνει) για να λύσει το πρόβλημα και πολύ συχνά τα δρακόντεια μέτρα ασφαλείας απλώς τροφοδοτούν τον θυμό και τη δυσαρέσκεια, συμβάλλοντας έτσι περισσότερο στη ριζοσπαστικοποίηση.
Λόγω αυτής της πραγματικότητας, ορισμένοι επιτιθέμενοι θα καταφέρουν να «ξεγλιστρήσουν» από τους ελέγχους, όσο ικανές και αν είναι οι υπηρεσίες ασφαλείας. Όταν επιτεθούν, απομακρύνονται αμέσως από το «κοπάδι» των δυνητικών απειλών και υποβάλλονται σε έναν απίστευτο βαθμό έρευνας. Οι ηλεκτρονικές συσκευές τους κατάσχονται ως αποδεικτικά στοιχεία και ερευνώνται, ενώ τα περασμένα ταξίδια τους, οι σχέσεις τους και οι επικοινωνίες τους μπαίνουν στο μικροσκόπιο.
Με αυτήν την εξονυχιστική έρευνα, οι ερευνητές αναμφίβολα θα βρουν ξεκάθαρα προειδοποιητικά σημάδια και ενδείξεις ότι οι επιτιθέμενοι κάτι σχεδίαζαν πριν την επίθεση. Πράγματι, αναμφίβολα θα βρουν ότι ορισμένοι, αν όχι όλοι οι επιτιθέμενοι, είχαν προκαλέσει κατά το παρελθόν την προσοχή των αρχών.
Για να χρησιμοποιήσουμε μια ακόμα αναλογία, πριν την επίθεση, οι αρχές είχαν ένα «βουνό» από κομμάτια του παζλ χωρίς πλαίσιο ή κάποια γενική εικόνα -κάποια από αυτά τα κομμάτια θα μπορούσαν να τους είχαν οδηγήσει στους επιτιθέμενους αυτούς, αν τα είχαν συναρμολογήσει. Όμως, το να ξεκαθαρίσουν αυτό το τεράστιο βουνό των κομματιών των δεδομένων και να τα βάλουν σε σειρά χωρίς κάποιο πλαίσιο αναφοράς είναι συχνά πολύ δύσκολο. Μετά από αυτή την επίθεση, οι γαλλικές αρχές έχουν τώρα και το πλαίσιο και την εικόνα αναφοράς, και καθώς θα εξετάζουν τα μεμονωμένα κομμάτια της πληροφορίας, θα μπορέσουν να τα βάλουν σε ένα πλαίσιο και να ανακαλύψουν, αναδρομικά, τα αδιαμφισβήτητα αποδεικτικά στοιχεία.
Πολλοί θα επικρίνουν τη Γαλλική κυβέρνηση ότι «έχασε» τόσο εμφανή στοιχεία, όμως αυτοί που θα το κάνουν, δεν αντιλαμβάνονται την αρχική πρόκληση που συνιστά το «κοπάδι» των υπόπτων και ο τεράστιος όγκος των δεδομένων που σχετίζεται με κάθε μεμονωμένο «ψάρι». Έτσι, η εκ των υστέρων γνώση μπορεί να είναι μακράν πιο ακριβής απ' ό,τι η πρόγνωση.