Όπως και στον μύθο του Σισύφου -του βασιλιά που τιμωρήθηκε από τους θεούς να σπρώχνει έναν βράχο μέχρι την κορυφή ενός βουνού, αλλά ο βράχος αυτός να κατρακυλά πάλι πίσω κάθε φορά που έφτανε στην κορυφή-, κάθε φορά που η Ελλάδα φαίνεται να καταλήγει σε κάποια σταθερότητα, νέα γεγονότα απειλούν να αποσταθεροποιήσουν τη χώρα. Αυτό συνέβη και την Πέμπτη, όταν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωσε την παραίτησή του και την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, που πιθανότατα θα γίνει στις 20 Σεπτεμβρίου. Θα πρόκειται για την τρίτη φορά μέσα σε εννέα μήνες που οι Έλληνες καλούνται να προσέλθουν στις κάλπες και, όπως και στην περίπτωση των εκλογών του Ιανουαρίου και του δημοψηφίσματος του Ιουλίου, το αβέβαιο αποτέλεσμα θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ακόμα περίοδο πολιτικής ευθραυστότητας.
Με μια πρώτη ματιά, οι πρόωρες εκλογές φαίνονται κακή ιδέα. Μετά από οκτώ μήνες σκληρών διαπραγματεύσεων μεταξύ της Αθήνας και των πιστωτών της, η Ελλάδα φάνηκε πως επιτέλους είχε βρει κάποια ηρεμία. Και αυτό μετά την επιβολή ελέγχου στην κίνηση κεφαλαίων, τις συνεχόμενες απειλές για αποβολή από την ευρωζώνη και τις αμέτρητες μαραθώνιες συνεδριάσεις.
Στις αρχές του μήνα, η ευρωζώνη κατάρτισε σχέδιο και ενέκρινε μέσα σε δύο εβδομάδες το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης, και αρκετά κοινοβούλια -περιλαμβανομένης της σκεπτικιστικής γερμανικής Bundestag- επικύρωσαν ταχύτατα τη διάσωση. Η Ελλάδα έλαβε επίσης ένα δάνειο-γέφυρα τον Ιούλιο καθώς και την πρώτη δόση του δανείου τον Αύγουστο. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα στην Αθήνα να αποπληρώσει χρέος της προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και να παραμείνει στην ευρωζώνη. Επιφανειακά, το τελευταίο που χρειάζεται η Ελλάδα είναι μια ακόμα περίοδος αβεβαιότητας που συνδέεται με μια πολιτική ψήφο.
Το πρόβλημα όμως είναι πως, παρά τις ταχύτατες διαδοχικές συμφωνίες με τους πιστωτές (ή ενδεχομένως λόγω αυτών), η πολιτική κατάσταση στην Αθήνα έχει γίνει μη βιώσιμη. Το κυβερνών κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ένας συνασπισμός αριστερών ομάδων που συνασπίστηκαν μόλις πρόσφατα και τα οποία ποτέ δεν είχαν λύσει τις διαφορές τους. Μια βασική πηγή διαφωνίας είναι η συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Το κόμμα αποφάσισε σε συνέδριο του 2013 ότι η επίσημη πολιτική πλατφόρμα του θα ήταν να στηρίξει το ευρώ. Ωστόσο, αυτή η απόφαση ελήφθη για εκλογικούς λόγους και πολλά μέλη του κόμματος στην πραγματικότητα ποτέ δεν εγκατέλειψαν την επιθυμία τους για επιστροφή στη δραχμή.
Οι διαπραγματεύσεις της Αθήνας με τους πιστωτές της απλώς ενέτειναν τις εσωτερικές διαφορές στον ΣΥΡΙΖΑ. Μέχρι τα τέλη Ιουνίου είχε γίνει ξεκάθαρο πως ο Τσίπρας δεν θα μπορούσε να τηρήσει την υπόσχεσή του να διατηρήσει τη χώρα στην ευρωζώνη και ταυτόχρονα να αποφύγει την εφαρμογή μέτρων λιτότητας. Ο πρωθυπουργός αισθάνθηκε πως δεν είχε την εκλογική εντολή να λάβει τέτοιες δραστικές αποφάσεις όπως η αποχώρηση από την ευρωζώνη και έτσι αποφάσισε να συνεργαστεί με τους πιστωτές. Πλήρωσε το τίμημα χάνοντας τη στήριξη του ενός τρίτου των βουλευτών του κόμματος, οι οποίοι άρχισαν να ψηφίζουν κατά των προτάσεων της κυβέρνησης. Ο Τσίπρας διατήρησε τη στήριξη από την αντιπολίτευση που τασσόταν υπέρ της διάσωσης, όμως ήταν ξεκάθαρο από την αρχή ότι αυτή η στήριξη δεν θα μπορούσε να διαρκέσει επ' αόριστον.
Στην ουσία ο πρωθυπουργός είχε δύο επιλογές: να διενεργήσει εκλογές όσο το δυνατόν συντομότερα, προτού αρχίσουν να διαβρώνουν την προσωπική λαοφιλία του τα μέτρα λιτότητας, ή να περιμένει μέχρι τον Οκτώβριο, όταν οι πιστωτές θα αξιολογήσουν την πρόοδο του ελληνικού προγράμματος και πιθανότατα θα προσφέρουν μια κάποιας μορφής ελάφρυνση του χρέους (ένα βασικό στοιχείο της προεκλογικής εκστρατείας του Τσίπρα). Επέλεξε το πρώτο. Ο Τσίπρας πιθανότατα βασίζεται στο γεγονός πως η αντιπολίτευση εξακολουθεί να είναι αποδυναμωμένη και διαιρεμένη και πως οι αντάρτες εντός του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν χρόνο να σχηματίσουν ένα νέο πολιτικό κόμμα, ή να καταρτίσουν κάποιο κατανοητό προεκλογικό πρόγραμμα.
Πρόκειται για μια ριψοκίνδυνη κίνηση, διότι ο Τσίπρας ενεργεί εντός ενός πολύ σφιχτού προγράμματος. Τον Σεπτέμβριο η Ελλάδα πρέπει να εισαγάγει μεταρρυθμίσεις στον ενεργειακό τομέα και να προτείνει χρονοδιάγραμμα για την ιδιωτικοποίηση κρατικών εταιρειών. Τον Οκτώβριο, η Ελλάδα αναμένεται να παρουσιάσει συμπληρωματικό προϋπολογισμό για το 2015 καθώς και προσχέδιο για τον προϋπολογισμό του 2016. Επιπλέον πρέπει να άρει τις φοροαπαλλαγές για τους αγρότες και να εισάγει υψηλότερους φόρους για τα νοικοκυριά. Η Ελλάδα είναι απίθανο να εισαγάγει σημαντικές μεταρρυθμίσεις κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, κάτι που με τη σειρά του θα μπορούσε να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο το πρόγραμμα διάσωσης.
Η απόφαση του Τσίπρα είναι ριψοκίνδυνη και διότι το πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας είναι πιο κατακερματισμένο από ποτέ. Ο Τσίπρας παραμένει ο δημοφιλέστερος πολιτικός της Ελλάδας, όμως οι περισσότερες δημοσκοπήσεις δείχνουν πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα εξασφαλίσει αρκετές έδρες στη Βουλή ώστε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Το σημαντικότερο, οι δημοσκοπήσει μέχρι στιγμής θεωρούσαν τον ΣΥΡΙΖΑ ενιαία οντότητα, όμως οι αντάρτες πιθανότατα θα σχηματίσουν δικό τους κόμμα (σ.σ. ήδη ανακοινώθηκε η δημιουργία της ομάδας Λαϊκή Ενότητα από τον Παναγιώτη Λαφαζάνη, ο οποίος έχει καταθέσει και τα απαραίτητα έγγραφα στον Άρειο Πάγο για την ίδρυση κόμματος) και θα τραβήξουν ψήφους από το βασικό κόμμα.
Εν τω μεταξύ, η αντιπολίτευση που τάσσεται υπέρ της διάσωσης θα δυσκολευτεί να σχηματίσει ένα κοινό μέτωπο. Η Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι συστρατεύτηκαν υπέρ του «ναι» στο δημοψήφισμα, όμως θα δυσκολευτούν να σχηματίσουν μια σωστή προεκλογική συμμαχία. Επιπλέον, ο Τσίπρας πιθανότατα θα προσελκύσει κάποιους από τους αντιπάλους του -εν μέρει για να ενισχύσει τις διαφωνίες μεταξύ τους αλλά και εν μέρει για να αφήσει ανοικτή την πόρτα για μια πιθανή συμμαχία μετά τις εκλογές.
Τέλος, η απόφαση του Τσίπρα θα φέρει για μια ακόμα φορά τους πιστωτές της Ελλάδας σε δύσκολη θέση. Η διάσωση της Ελλάδας είναι αμφιλεγόμενο ζήτημα σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ολλανδία και η Φινλανδία. Οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών επένδυσαν σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο για να στηρίξουν το νέο πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας.
Οι πρόωρες εκλογές και η καθυστέρηση στην εφαρμογή ορισμένων πτυχών του προγράμματος που πιθανότατα θα τις συνοδεύουν, θα δημιουργήσουν ακόμα μεγαλύτερο σκεπτικισμό στα κοινοβούλια της Βόρειας Ευρώπης. Αυτό δεν είναι μικρό ζήτημα, διότι η κάθε εκταμίευση χρήματος θα συνδέεται με μια αξιολόγηση της κατάστασης των μεταρρυθμίσεων. Κυβερνήσεις που δέχονται εσωτερικές πιέσεις θα μπορούσαν να αποφασίσουν να τηρήσουν σκληρή στάση έναντι της Ελλάδας όταν θα αξιολογείται η πορεία του προγράμματος.
Ο Τσίπρας ελπίζει πως οι νέες εκλογές θα του δώσουν τη δυνατότητα να μειώσει τις διαφωνίες εντός του κόμματός του και να σχηματίσει μια πιο συνεκτική κυβέρνηση με ξεκάθαρη εκλογική εντολή. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί, όμως οι κίνδυνοι είναι πολλοί. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που συνδέεται με τις πρόωρες εκλογές είναι ότι η Αθήνα θα μπορούσε να εισέλθει σε έναν ακόμα γύρο περίπλοκων μετεκλογικών διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού. Η ειρωνεία στην κίνηση του Τσίπρα είναι πως οι πρόωρες εκλογές είναι απαραίτητες για να αρθεί το τρέχον αδιέξοδο, όμως θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ακόμα μεγαλύτερη αβεβαιότητα και αστάθεια.