Η περιορισμένη ζήτηση, η υπερπροσφορά, αλλά και το γεγονός ότι πολλές μεγάλες πετρελαιοπαραγωγές χώρες της Μέσης Ανατολής δεν είναι διατεθειμένες να μειώσουν την παραγωγή τους στέλνουν την τιμή του πετρελαίου κοντά στα 80 δολάρια το βαρέλι, τιμή που είχε να δει η αγορά τουλάχιστον από το 2012.
Αν οι τιμές του πετρελαίου συνεχίσουν να κινούνται χαμηλότερα των 90 δολαρίων το βαρέλι, πολλές πετρελαιοεξαγωγικές χώρες θα αρχίσουν να νιώθουν την πίεση, καθώς βασίζουν τους προϋπολογισμούς τους σε προηγούμενες εκτιμήσεις για τις τιμές.
Η αγορά πετρελαίου είναι κορεσμένη. Μέχρι τον Ιούνιο, η Λιβύη παρήγε ημερησίως γύρω στα 200.000 βαρέλια, όμως από τα μέσα Ιουνίου η χώρα παράγει περίπου 700.000 βαρέλια ημερησίως. Οι ΗΠΑ συνεχίζουν την επέκταση της παραγωγής πετρελαίου, ενώ σε αύξηση παραγωγής έχει προχωρήσει και το Ιράκ. Η Ρωσία, η Ανγκόλα και η Νιγηρία επίσης αύξησαν την παραγωγή τους. Αν και οι περισσότερες από τις αυξήσεις αυτές μπορούν να θεωρηθούν έκτακτες, η Βόρειος Αμερική δεν αποκλείεται να προσθέσει άλλο 1-1,5 εκατ. βαρέλια στην παραγωγή της μέχρι το τέλος του επόμενου έτους.
Όμως, παρά τις αξιοσημείωτες αυτές αυξήσεις, η μειωμένη ζήτηση από Ευρωπαίους και Ασιάτες καταναλωτές (ιδιαίτερα Κινέζους) αποτέλεσε έναν εξίσου σημαντικό παράγοντα στη διαμόρφωση των τιμών του πετρελαίου. Αν και η ζήτηση της Κίνας θα συνεχίσει να αυξάνεται, στις ανεπτυγμένες χώρες θα παραμείνει αμετάβλητη. Οι παράγοντες αυτοί έρχονται να προστεθούν στην ανησυχία ότι, αν δεν υπάρξει έλεγχος, οι τιμές του μαύρου χρυσού ανά βαρέλι ενδέχεται να παραμείνουν στο επίπεδο των 90-100 δολαρίων για το προβλέψιμο μέλλον.
Οι χαμηλότερες τιμές παγκοσμίως θα προκαλέσουν πρόβλημα σε αρκετές χώρες του OPEC, αλλά και σε άλλες, όπως η Ρωσία. Αν και ορισμένοι θεωρούν πως ο OPEC θα μειώσει τους στόχους παραγωγής, ενδέχεται να μην έχει τη δυνατότητα ή την ενότητα ώστε να συντονίσει μια πτώση παραγωγής που θα είναι αρκετά μεγάλη ώστε να αντισταθμίσει τις τάσεις αλλού, και να φέρει τις τιμές σε πιο επιθυμητό επίπεδο (άνω των 100 δολαρίων το βαρέλι δηλαδή). Αν οι τιμές επιστρέψουν σε αυτό το επίπεδο στο κοντινό μέλλον, αυτό πιθανότατα δεν θα σχετίζεται με τις ενέργειες του OPEC.
Η αναμέτρηση Ρωσίας - Δύσης
Ο πρώτος και σημαντικότερος αντίκτυπος των χαμηλότερων τιμών πετρελαίου είναι η επίπτωση που θα έχουν στη συνεχιζόμενη διαμάχη μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης. Τα ενεργειακά εμπορεύματα κυριαρχούν στη ρωσική οικονομία, και ιδιαίτερα στις εξαγωγές της.
Η διατήρηση της πτώσης στις τιμές του πετρελαίου θα μπορούσε να επηρεάσει άμεσα τα έσοδα από εξαγωγές της χώρας, και το ΑΕΠ της θα δεχόταν σημαντικό πλήγμα. Ο προϋπολογισμός του Κρεμλίνου για το 2014 βασιζόταν σε μέσο όρο 117 δολαρίων ανά βαρέλι στην τιμή του πετρελαίου, για το μεγαλύτερο μέρος του έτους, με εξαίρεση το δ' τρίμηνο όπου υπολογίζονταν τιμές στα 90 δολάρια το βαρέλι. Για το 2015, ωστόσο, ο προϋπολογισμός έχει βασιστεί στα 100 δολάρια το βαρέλι - μετά από μεγάλη συζήτηση στους κόλπους της ρωσικής ηγεσίας. Αν και η Μόσχα διαθέτει σημαντικά οικονομικά αποθέματα και μπορεί να αντέξει έλλειμμα στον προϋπολογισμό της αν χρειαστεί, αξιωματούχοι του υπουργείου Οικονομικών έχουν υπολογίσει πως οι χαμηλότερες τιμές του πετρελαίου θα μπορούσαν να «κουρέψουν» 2% από το ρωσικό ΑΕΠ.
Αν και η Ρωσία έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις των κυρώσεων που της επιβλήθηκαν από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. λόγω της Ουκρανίας, οι περιορισμοί έχουν ήδη οδηγήσει ορισμένες επιχειρήσεις, όπως η Rosneft, να ζητήσουν οικονομική βοήθεια από το Εθνικό Ταμείο Πλούτου της χώρας. Μείωση στις τιμές του πετρελαίου, και συνεπώς μείωση στα έσοδα του ρωσικού προϋπολογισμού, θα περιόριζε την ικανότητα του Κρεμλίνου να στηρίξει τις ρωσικές επιχειρήσεις που πλήττονται από τις κυρώσεις.
Με ένα μικρότερο οικονομικό «μαξιλάρι» για την άμβλυνση των επιπτώσεων των κυρώσεων μακροπρόθεσμα, το Κρεμλίνο θα πρέπει να μετριάσει τη θέση του σε ό,τι αφορά τις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις για το μέλλον της Ουκρανίας, προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της Δύσης και να επιτύχει μείωση των κυρώσεων.
Ανταγωνισμός στη Μέση Ανατολή
Καθώς η Δύση επιχειρεί να αποκτήσει πλεονέκτημα στη διαμάχη της με τη Ρωσία, χρησιμοποιώντας τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου, παράλληλα αναζητά ευκαιρία να διαπραγματευτεί με την Τεχεράνη ώστε να υπάρξει κάποια λύση στο ζήτημα του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος. Για την Ευρώπη, το Ιράν και τα τεράστια αποθέματα φυσικού αερίου του αντιπροσωπεύουν μία από τις πιο πολλά υποσχόμενες μακροπρόθεσμες βιώσιμες εναλλακτικές έναντι του ρωσικού φυσικού αερίου.
Η Τεχεράνη βρίσκεται αντιμέτωπη με τις κυρώσεις που της έχουν επιβληθεί στην εξαγωγή ενέργειας, με τα χαμηλότερα περιθώρια κέρδους και με τις αυξανόμενες δαπάνες λόγω των συγκρούσεων σε Συρία και Ιράκ, και δεν μπορεί να αντέξει πτώση στις παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου που θα έχει μεγάλη διάρκεια. Η πρόοδος σε ό,τι αφορά την επίτευξη συμφωνίας με τη Δύση μπορεί να είναι αργή, γεγονός που θα αυξήσει τις πιέσεις στην Τεχεράνη να προχωρήσει σε διαπραγμάτευση.
Η Σαουδική Αραβία θέλει να διατηρήσει το μερίδιό της στην παγκόσμια αγορά και έχει τη δυνατότητα, βραχυπρόθεσμα, να βασιστεί στα σημαντικά αποθέματα ξένου συναλλάγματός της και στα χαμηλά κόστη παραγωγής. Η παραγωγή πετρελαίου του Ριάντ είναι ο πιο σημαντικός πόρος της χώρας, μια πηγή που η κυβέρνηση χρησιμοποιεί προς όφελός της.
Καθώς οι υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού αρχίζουν να υποχωρούν και αρχίζει να ελαττώνεται η κατανάλωση στην περιοχή, το Ριάντ μπορεί να απελευθερώσει μεγαλύτερους όγκους πετρελαίου για εξαγωγή, ακόμα και σε χαμηλότερες τιμές. Οι Σαουδάραβες ψάχνουν επίσης τρόπο να εκμεταλλευτούν τη βραχυπρόθεσμη οικονομική σταθερότητά τους για να πάρουν προβάδισμα έναντι ανταγωνιστών όπως η Ρωσία, ιδιαίτερα σε μια περίοδο αναμέτρησης με το Ιράν αναφορικά με το μέλλον της κυβέρνησης της Συρίας.
Η Σαουδική Αραβία έχει επίσης τη δυνατότητα να βγάλει από την παραγωγή έναν σημαντικό αριθμό βαρελιών, εάν το επιθυμεί. Πρόσφατα, όμως, προσέφερε έκπτωση στο αργό πετρέλαιό της για να εξασφαλίσει μερίδιο αγοράς για τον Νοέμβριο, κάτι που ίσως σηματοδοτεί στις άλλες χώρες μέλη του OPEC ότι, ενώ το Ριάντ μπορεί να είναι πρόθυμο να βγάλει «εκτός» τις προμήθειές του, το ίδιο θα πρέπει να κάνουν και οι άλλες χώρες. Εκείνες, όμως, δεν έχουν κίνητρο να μειώσουν την παραγωγή τους, αφού οι περισσότεροι παραγωγοί του Κόλπου θα συνεχίσουν να καταφέρνουν να βγάζουν κέρδος ακόμα και με τις τιμές του πετρελαίου στο εύρος των 90-100 δολαρίων το βαρέλι. Ως εκ τούτου, η μείωση της παραγωγής τους απλώς θα μείωνε τα έσοδά τους.
Πέρα από την Αμερική
Εκτός από τη Μέση Ανατολή, η υποχώρηση των τιμών του πετρελαίου θα επηρεάσει επίσης τη Βενεζουέλα. Επισήμως, το Καράκας ορίζει τον προϋπολογισμό του με τον χαμηλό στόχο των 60 δολαρίων το βαρέλι, ποσοστό που άρχισε να υπολογίζεται από τον πρώην πρόεδρο της χώρας Ούγκο Τσάβεζ. Τα υπερβάλλοντα έσοδα θα μπορούσαν στη συνέχεια να διοχετευτούν αλλού, σε δαπάνες εκτός προϋπολογισμού, ώστε να ικανοποιηθούν οι πολιτικοί πάτρωνες. Η Βενεζουέλα βρίσκεται σε πολύ δύσκολη οικονομική θέση, και χρειάζεται τιμές έως και 110 δολαρίων το βαρέλι για να ανταποκριθεί στις επίσημες και ανεπίσημες δαπάνες της.
Η διατήρηση των τιμών του πετρελαίου σε χαμηλό επίπεδο θα έφερνε σοβαρά εμπόδια στην ικανότητα του Καράκας να χρηματοδοτήσει τις εισαγωγές του, αναγκάζοντας ίσως τους κυβερνητικούς αξιωματούχους να σκεφτούν σοβαρά την πώληση ξένων περιουσιακών στοιχείων, όπως η Citgo, και χρυσού από τα αποθέματα της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας, ή να προσφέρει ακόμα πιο ελκυστικούς όρους στα δάνεια για πετρελαϊκές συμφωνίες με τους Κινέζους, αν και το Πεκίνο πρόσφατα αρνήθηκε το ενδεχόμενο αυτό. Αν οι τιμές του πετρελαίου παραμείνουν χαμηλές για παρατεταμένη περίοδο, το Καράκας θα μπορέσει επίσης να αναγκαστεί να επανεξετάσει τις συμφωνίες του με την Κούβα, ή προγράμματα όπως η Petrocaribe (την πετρελαϊκή συμμαχία κρατών της Καραϊβικής με τη Βενεζουέλα για την αγορά πετρελαίου με όρους προνομιακής πληρωμής).
Εν τω μεταξύ, για τους ανεπτυγμένους εισαγωγείς πετρελαίου -την Ιαπωνία, την Κίνα, την Ινδία και την Ευρωπαϊκή Ένωση- οι χαμηλές τιμές μαύρου χρυσού θα προσφέρουν κάποια οικονομική ανακούφιση. Από την άλλη πλευρά, οι τιμές του πετρελαίου θα μπορούσαν να αυξήσουν τις βραχυπρόθεσμες πιέσεις στην Ευρώπη, όπου η ενέργεια αποτελεί τον βασικό παράγοντα που πιέζει χαμηλότερα τον μηνιαίο πληθωρισμό. Αν και τα χαμηλότερα κόστη ενέργειας είναι θετικά για την Ευρώπη μακροπρόθεσμα, την ίδια ώρα οξύνουν την απειλή του αποπληθωρισμού και εντείνουν τις προστριβές μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Γερμανίας.
Η πρόσφατη βουτιά στις τιμές του πετρελαίου λειτουργεί ως υπενθύμιση του πόσο σημαντικές είναι γεωπολιτικά οι τιμές ενέργειας. Οι προμήθειες ενέργειας είναι η ραχοκοκαλιά των σύγχρονων βιομηχανοποιημένων οικονομιών, και οι ενεργειακοί πόροι αποτελούν κρίσιμα εξαγωγικά εμπορεύματα γι' αυτούς που τους διαθέτουν. Όσο τα ορυκτά καύσιμα παραμένουν η κυρίαρχη πηγή ενέργειας -κάτι που πιθανότατα θα διαρκέσει αρκετές δεκαετίες ακόμα- η προμήθεια πετρελαίου και οι τιμές του θα παραμείνουν κρίσιμα στοιχεία.