Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η υποβοηθούμενη από κράτη τρομοκρατία ήταν ένα μαρξιστικό-λενινιστικό/μαοϊκό φαινόμενο που είχε εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο.
Στην Ευρώπη, οι Σοβιετικοί και οι σύμμαχοί τους εξόπλιζαν και εκπαίδευαν ακροαριστερές ομάδες όπως οι Ερυθρές Ταξιαρχίες στην Ιταλία, ο IRA στην Ιρλανδία και η Φράξια Κόκκινος Στρατός στη Γερμανία, για την εκτέλεση βομβιστικών επιθέσεων, απαγωγών και δολοφονιών, με στόχο την υπονόμευση των αντιπάλων τους στη Δύση.
Oι ομάδες αυτές δέχτηκαν ένα ισχυρό χτύπημα το 1991, όταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση. Τα επόμενα χρόνια, η χρηματοδότηση, η παροχή συμβουλών και προγραμματισμού από τους Σοβιετικούς, καθώς και η μαρξιστική ιδεολογία που ενέπευσε τους ακροαριστερούς τρομοκράτες διαλύθηκαν. To κύμα ριζοσπαστικοποίησης που ξεκίνησε από την Ευρώπη με τις φοιτητικές διαμαρτυρίες στα τέλη της δεκαετίας του 1960 πέρασε γρήγορα σε άλλα ζητήματα όπως η οικολογία και η αντι-αγκοσμιοποίηση, δημιουργώντας ένα περίεργο μίγμα επάλληλων ιδεολογιών.
Η επανένωση της Γερμανίας, η συμφωνία στη Βόρεια Ιρλανδία και ο πόλεμος κατά του Ισλάμ μετά το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ έκαμψαν ακόμα περισσότερο την ορμή των Ευρωπαίων εξτρεμιστών. Τα συνεχή οικονομικά προβλήματα της Ευρώπης, oι πιο χαλαροί νόμοι για τη μετανάστευση και η αλλαγή των δημογραφικών, μαζί με την αύξηση του πληθυσμού των νεαρών μουσουλμάνων, που είναι πιο ευάλωτοι στον εξτρεμισμό, συμπεριλαμβάνονται στις εξελίξεις που θα είναι καθοριστικές για το φαινόμενο της τρομοκρατίας.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι πιο βίαιοι εξτρεμιστές στην Ευρώπη ήταν οι αναρχικοί που υποστήριζαν την ανατροπή των εγκαθιδρυμένων κυβερνήσεων και τη δημιουργία κοινωνικών συστημάτων που βασίζονται στην εθελοντική συνεργασία.
Οι πολιτικές μεταμορφώσεις που ακολούθησαν τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, συμπεριλαμβανομένων της ανόδου του κουμμουνισμού στη Ρωσία και των φασιστικών δικτατοριών στη Γερμανία και στην Ιταλία, εισήγαγαν μια νέα μιλιταριστική δυναμική στην Ευρώπη, όπως έκανε η βία και η απελπισία που έφερε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Στη δεκαετία του 1950, οι πιο βίαιοι εξτρεμιστές στην Ευρώπη ανήκαν σε μια χούφτα ακροαριστερών οργανώσεων, που ο στόχος τους ήταν η ανατροπή δημοκρατικών κυβερνήσεων και η αντικατάστασή τους με μαρξιστικά καθεστώτα. Ακόμα και πριν από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, ορισμένες από τις ομάδες αυτές διαλύθηκαν επειδή δεν είχαν τη στήριξη από κάποιο κράτος ή γιατί ηττήθηκαν από τις ολοένα και πιο αποτελεσματικές δράσεις των στρατιωτικών, νομικών και μυστικών υπηρεσιών.
Eξτρεμιστικές και Τρομοκρατικές Οργανώσεις της Σοβιετικής Εποχής
IRΑ
Μία από τις πιο δραστήριες τρομοκρατικές ομάδες κατά τη σοβιετική εποχή ήταν ο IRA (Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός), ο οποίος ιδρύθηκε το 1920 ως μια εθνικιστική παραστρατιωτική οργάνωση με βάση τη Βόρεια Ιρλανδία. Η οργάνωση ξεκίνησε μια σειρά επιθέσεις εναντίον βρετανικών στόχων, με σκοπό να επιτύχει την πλήρη ανεξαρτησία για το Ελεύθερο Ιρλανδικό Κράτος και την ένωσή του με τη Βόρεια Ιρλανδία για τη δημιουργία ενός ενιαίου έθνους-κράτους ανεξάρτητου από τη βρετανική κυριαρχία.
Η ιστορία του IRA είναι γεμάτη από εσωτερικές συγκρούσεις οι οποίες οδήγησαν πολλές φορές σε διάσπαση. Η πρώτη συνέβη το 1969, κυρίως εξαιτίας διαφορών όσον αφορά την ιδεολογία και τη χρήση βίας. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία του Επίσημου IRA και του Προσωρινού IRA. Ο πρώτος αποτελούσε τη μαρξιστική φράξια της οργάνωσης, η οποία διαφωνούσε με την ένοπλη δράση κατά των Βρετανών. Ο Προσωρινός IRA -η πιο μιλιταριστική φράξια- επιδίωκε την κλιμάκωση των αιματηρών επιθέσεων κατά της Βρετανίας και της Β. Ιρλανδίας.
Το πρόβλημα ήταν ότι δεν ήταν καλά εξοπλισμένος και είχε υιοθετήσει τη μαρξιστική ιδεολογία κυρίως ως μέσο για να διασφαλίσει την εισροή σύγχρονων σοβιετικών όπλων από χώρες όπως η Λιβύη, η Σοβιετική Ένωση και η Υεμένη και στρατιωτικές οργανώσεις όπως η παλαιστινιακή PLO (Παλαιστινιακή Απελευθερωτική Οργάνωση).
Μέλη του IRA και των παρακλαδιών του είχαν στενούς δεσμούς με τρομοκρατικές ομάδες στην Ευρώπη, τη Λατινική Αμερική και τη Μέση Ανατολή, συμπεριλαμβανομένων των αποσχιστικών ομάδων στη Χώρα των Βάσκων, των Επαναστατικών Ενόπλων Δυνάμεων στην Κολομβία και της Παλαιστινιακής Απελευθερωτικής Οργάνωσης. Εκτός από την παροχή τεχνογνωσίας για την κατασκευή εκρηκτικών μηχανισμών, οι ομάδες αυτές προσέφεραν στον IRA όπλα και χρηματοδότηση.
Μετά την ανακωχή που κήρυξε ο Προσωρινός IRA το 1994, η ομάδα διασπάστηκε ξανά, αυτήν τη φορά στον Πραγματικό IRA και στον Συνεχιζόμενο IRA, με τα συνολικά μέλη να είναι πάνω από εκατό. Αρκετές φράξιες του IRA, συμπεριλαμβανομένων του Συνεχιζόμενου IRA και του Πραγματικού IRA, έχουν χαρακτηριστεί τρομοκρατικές οργανώσεις στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ ο Προσωρινός IRA έχει κηρυχθεί τρομοκρατική οργάνωση μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η Συμφωνία της «Καλής Παρασκευής» το 1998 καθιέρωσε μεταξύ άλλων ένα σύστημα διακυβέρνησης στη Β. Ιρλανδία και ομαλοποίησε τις σχέσεις μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου, Ιρλανδίας και Β. Ιρλανδίας. Σε συνδυασμό με την οργανωμένη επίθεση κατά των ένοπλων και τρομοκρατικών οργανώσεων σε όλο τον κόσμο μετά το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου, η συμφωνία περιόρισε την ισχύ του IRA, οδηγώντας στη μείωση των μελών και της τεχνογνωσίας.
Ερυθρές Ταξιαρχίες
Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες σχηματίστηκαν το 1970 με έδρα την Ιταλία. Ήταν μια οργάνωση αντάρτικου πόλεων με βάση τη μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία η οποία είχε ως στόχο την αποσταθεροποίηση της Ιταλίας μέσω του ένοπλου αγώνα και την απομάκρυνση της χώρας από το ΝΑΤΟ. Προερχόμενη από τα φοιτητικά και εργατικά κινήματα της δεκαετίας του 1960, η ομάδα προσπάθησε να βρει στήριξη από τοπικά εργατικά συνδικάτα. Στο απόγειο της δράσης της ήταν υπεύθυνη για μεγάλο αριθμό επιθέσεων, μεταξύ των οποίων ληστείες και δολοφονίες. Οι μυστικές υπηρεσίες της Τσεχοσλοβακίας και η PLO προσέφεραν στην τρομοκρατική ομάδα χρηματοδότηση, όπλα και εκρηκτικά, ενώ μέλη της λάμβαναν εκπαίδευση στην Πράγα, τη Β. Αφρική και τη Συρία.
Στην αρχή η οργάνωση των Ερυθρών Ταξιαρχιών ήταν δραστήρια σε όλη την Ιταλία, αν και οι ενέργειές της επικεντρώνονταν στην περιοχή γύρω από τη Ρέτζιο Εμίλια και στις μεγάλες βιομηχανικές περιοχές στο βόρειο Μιλάνο και στο Τορίνο. Στα τέλη του 1970, η οργάνωση εξαπλώθηκε στη Ρώμη, στη Γένοβα και στη Βενετία, ενώ αύξησε τα μέλη της και τις δράσεις της. Την περίοδο αυτή, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες πραγματοποίησαν την πιο διάσημη απαγωγή - αυτή του ηγέτη του κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών, του πρωθυπουργού Άλντο Μόρο, ο οποίος δολοφονήθηκε τελικά από τους απαγωγείς του.
Το 1981, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες διασπάστηκαν σε δύο φράξιες, με τη μεγαλύτερη να επιλέγει το όνομα Μαχόμενο Κομμουνιστικό Κόμμα και τη μικρότερη να υιοθετεί την πολεμική ονομασία Ένωση Μαχόμενων Κομμουνιστών.
Οι ενέργειες της οργάνωσης συνεχίστηκαν και τη δεκαετία του 1980. Στις αρχές του 1990, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και τη μείωση της στήριξης προς την ακροαριστερά, η ιταλική αστυνομία κλιμάκωσε τις επιχειρήσεις εναντίον της οργάνωσης. Ένα μεγάλο σκάνδαλο διαφθοράς είχε οδηγήσει σε κατάρρευση το μεταπολεμικό πολιτικό σύστημα της Ιταλίας και με την πτώση του αναδείχθηκε ο κεντρώος πολιτικός και μεγιστάνας των μέσων, Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με τις ευρύτερες πολιτικές αλλαγές στην Ευρώπη, εκμηδένισε οποιαδήποτε ιδεολογική ή κοινωνική στήριξη υπήρχε για τις Ερυθρές Ταξιαρχίες.
Η αύξηση των επιχειρήσεων κατά της οργάνωσης οδήγησε τελικά στην προσαγωγή χιλιάδων μελών και ηγετικών στελεχών. Τον Οκτώβριο του 2007, ο πρώην αρχηγός των Ερυθρών Ταξιαρχιών, ο οποίος είχε βγει από τη φυλακή λόγω καλής συμπεριφοράς, συνελήφθη από τις Αρχές για τη συμμετοχή σε ληστεία τράπεζας.
Φράξια Κόκκινος Στρατός
Η Φράξια Κόκκινος Στρατός, την οποία τα μέσα αποκαλούσαν η συμμορία Μπάαντερ - Μάινχοφ, δημιουργήθηκε στις αρχές του 1970 στη Δυτική Γερμανία και έγινε η πιο ισχυρή ακροαριστερή τρομοκρατική οργάνωση της χώρας. Αποτελούνταν κυρίως από νέους της μεσαίας τάξης, αποφασισμένους να διεξάγουν ένα αντιιμπεριαλιστικό αντάρτικο πόλεων, χρησιμοποιώντας τακτικές που έμαθαν σε στρατόπεδα εκπαίδευσης στη Μέση Ανατολή από ομάδες όπως η PLO και το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Επίσης λάμβανε οικονομική στήριξη από την Ανατολική Γερμανία.
Ο στόχος της οργάνωσης ήταν να ενώσει τις διάφορες επαναστατικές και ριζοσπαστικές ομάδες που ξεπετάγονταν σε όλη την Ευρώπη, να αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση της πατρίδας της, καθώς και να υπονομεύσει τις σχέσεις της Δυτικής Γερμανίας με τις ΗΠΑ.
Για να επιτύχει τον στόχο της, η Φράξια Κόκκινος Στρατός πραγματοποίησε ληστείες τραπεζών, απαγωγές και δολοφονίες, μεταξύ των οποίων και την επίθεση του 1979 με νάρκη στο όχημα του διοικητή του ΝΑΤΟ και αρχηγού του Γενικού Επιτελείου των ΗΠΑ, Αλεξάντερ Χέιγκ, καθώς διέσχιζε γέφυρα στο Βέλγιο. Τρεις σωματοφύλακες του Χέιγκ τραυματίστηκαν, αλλά ο ίδιος δεν έπαθε τίποτα. Η Φράξια Κόκκινος Στρατός πραγματοποίησε επιθέσεις και σε αμερικάνικες στρατιωτικές εγκαταστάσεις στη Γερμανία, σε αστυνομικά τμήματα και σε κτίρια της μιντιακής αυτοκρατορίας Άξελ Σπρίνγκερ. Η οργάνωση έχει σκοτώσει πάνω από 30 ανθρώπους, ενώ είχε έναν βαθμό στήριξης από μερίδα πολιτών της Δυτικής Γερμανίας.
Το 1972, οι ιδρυτές της Φράξιας Κόκκινος Στρατός -ο Αντρέας Μπάαντερ, η Γκούρντουν Ένσλιν, ο Χορστ Μάλερ και η Ούρλικε Μάινχοφ- συνελήφθησαν και τελικά πέθαναν στη φυλακή. Ωστόσο, τα πιστά μέλη της οργάνωσης συνέχισαν το αντάρτικο, με σποραδικές βομβιστικές επιθέσεις και εκτελέσεις στη Δυτική και την Ανατολική Γερμανία. Αυτό που τελικά οδήγησε στην παρακμή της οργάνωσης ήταν η επανένωση της Γερμανίας το 1990. Το 1998, τα απομεινάρια της Φράξιας Κόκκινος Στρατός έστειλαν επιστολή στο Reuters με την οποία διακήρυτταν τη διάλυση της ομάδας.
Η οργάνωση 17 Νοέμβρη
Η 17 Νοέμβρη ήταν μια μαρξιστική ομάδα αντάρτικου πόλεων, η οποία εμφανίστηκε στην Ελλάδα στα τέλη του 1970, μετά τη φοιτητική εξέγερση του 1973 κατά της χούντας των συνταγματαρχών.
Με χτυπήματα κυρίως στην Αθήνα, η οργάνωση είχε μια ακραία αριστερή, αντικαθεστωτική και αντιδυτική ιδεολογία που ήταν ενάντια στις ελληνικές κυβερνήσεις, στις σχέσεις της Ελλάδας με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ και στην τουρκική παρουσία στην Κύπρο. Η οργάνωση επιδίωκε ακόμα την απομάκρυνση των αμερικάνικων στρατιωτικών βάσεων από την Ελλάδα.
Αμέσως μετά τον σχηματισμό της, η 17 Νοέμβρη εμφανίστηκε στον παγκόσμιο χάρτη της τρομοκρατίας με τη δολοφονία του πρώην σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα, Ρίτσαρντ Γουέλς και τη διενέργεια επιθέσεων που οδήγησαν στον θάνατο πέντε υπαλλήλων της πρεσβείας των ΗΠΑ και του βασανιστή της χούντας, Ευάγγελου Μάλλιου.
Τη δεκαετία του 1980, η οργάνωση άρχισε βομβιστικές επιθέσεις εναντίον ελληνικών τραπεζών, εγκαταστάσεων μεγάλων ξένων πολυεθνικών και αστυνομικών τμημάτων και στη συνέχεια συμπεριέλαβε στους στόχους και κτίρια της Ε.Ε.
Το 2002, μια αποτυχημένη επίθεση σε ναυτιλιακή εταιρεία οδήγησε στη σύλληψη του βομβιστή και προσέφερε στοιχεία, με την βοήθεια του FBI και της Scotland Yard, για τη σύλληψη πάνω από δέκα μελών της οργάνωσης, συμπεριλαμβανομένων ηγετικών της στελεχών.
Μετά τις συλλήψεις, η ελληνική κυβέρνηση διακήρυξε τη νίκη ενάντια στην τρομοκρατία και οι επιθέσεις της 17 Νοέμβρη σταμάτησαν.
Αντικαθεστωτικές και κινηματικές απειλές
Σήμερα υπάρχουν λίγες αντικαθεστωτικές εξτρεμιστικές και τρομοκρατικές ομάδες που να είναι τόσο βίαιες και επιθετικές όσο εκείνες που έδρασαν στην Ευρώπη κατά τη σοβιετική εποχή. Η δυσαρέσκεια με τις κυβερνώσες ελίτ της Ευρώπης εκφράζεται κυρίως με τη στήριξη σε εναλλακτικά πολιτικά κόμματα, τα οποία προσπαθούν να αλλάξουν το σύστημα εκ των έσω.
Μια μεγαλύτερη απειλή είναι o πολλαπλασιασμός των μιλιταριστικών αντικαθεστωτικών οργανώσεων, των ριζοσπαστικών μοναχικών λύκων και των μουσουλμανικών κινημάτων, καθώς συνεχίζεται η οικονομική κρίση στην Ευρώπη, προσφέροντας πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη ενός κλίματος ευνοϊκού για αυτές τις οργανώσεις.
Σε πολλές περιπτώσεις τα αντικαθεστωτικά κόμματα στην Ευρώπη έχουν εθνικιστικές ή ευρωσκεπτικιστικές τάσεις, όπως το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων στην Ιταλία, δύο νόμιμα πολιτικά κόμματα που δεν δείχνουν ροπή προς τη βία.
Την ίδια ώρα η Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα και το Jobbik στην Ουγγαρία, γνωστό και ως Κίνημα για μια καλύτερη Ουγγαρία, είναι πιο ακραία και βίαια νεοναζιστικά κόμματα.
Ενώ οι περισσότερες αντικαθεστωτικές οργανώσεις της Ευρώπης εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους μέσω διαδηλώσεων, συνήθως ως αντίδραση στα μέτρα λιτότητας και στην οικονομική ανέχεια, ορισμένες έχουν κατέβει στους δρόμους για να εκφράσουν τη διαφωνία τους με τους νόμους και τις πολιτικές για τη μετανάστευση, πραγματοποιώντας επιθέσεις σε μετανάστες και προκαλώντας ζημιές στις επιχειρήσεις τους.
Tην ίδια ώρα αναδύονται κινήματα πολιτών όπως το Κίνημα των Πιρουνιών στην Ιταλία. Το κίνημα αυτό περιλαμβάνει ανθρώπους από διάφορες κοινωνικές ομάδες -φοιτητές, συνδικαλιστές και επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στις μεταφορές και στη γεωργία- που έχουν ως στόχο να προστατέψουν συγκεκριμένα συμφέροντα ή να επιτύχουν συγκεκριμένους στόχους, όπως η χαλάρωση των μέτρων λιτότητας, η μείωση της φορολογίας ή ενίσχυση της απασχόλησης. Εξαιτίας της ποικιλομορφίας αυτών των σχετικά ειρηνικών κινημάτων πολιτών και την πιθανότητα να τους εκμεταλλευτούν εξτρεμιστές που εισδύουν στις πορείες τους, οι αρχές δυσκολεύονται να διαχειριστούν τις ταραχές και να ξεχωρίσουν τους ειρηνικούς διαδηλωτές από τους βίαιους εξτρεμιστές.
Εξαιτίας των μακροχρόνιων ιστορικών δεσμών μεταξύ της Ευρώπης και των πρώην αποικιών της στον μουσουλμανικό κόσμο, τους φιλελεύθερους νόμους για τη μετανάστευση και το άσυλο και τη δυσαρέσκεια του μουσουλμανικού πληθυσμού, η μεγαλύτερη τρομοκρατική απειλή προέρχεται από μουσουλμανικές οργανώσεις και... μοναχικούς λύκους (μεμονωμένα άτομα, μουσουλμάνοι ή άλλου θρησκεύματος, με ελάχιστη καθοδήγηση από άλλους εξτρεμιστές).
Toν Μάρτιο του 2013, οι βελγικές αρχές διαλεύκαναν υπόθεση στην οποία μετείχε Γάλλος πολίτης με καταγωγή από την Αλγερία, ο οποίος σχεδίαζε επίθεση τον ίδιο μήνα κάπου στην Ευρώπη. Τον επόμενο μήνα, ένας Βρετανός στρατιώτης σφαγιάστηκε μέχρι θανάτου στους δρόμους του Γούλγουιτς, κοντά στο Λονδίνο, από δύο φανατικούς μουσουλμάνους με καταγωγή από τη Νιγηρία.
Επίσης αυξάνεται η ανησυχία ότι ο εμφύλιος στη Συρία, ο οποίος έχει οδηγήσει στον πόλεμο εκατοντάδες Ευρωπαίους μουσουλμάνους, μπορεί να δημιουργήσει μια στρατιά φανατικών μουσουλμάνων πολεμιστών που θα επιστρέψουν στην Ευρώπη με το τέλος του πολέμου. Και υπάρχει πάντα η απειλή των ακροδεξιών μοναχικών λύκων.
Τον Ιούλιο του 2011, ο ακροδεξιός Άντερς Μπρέιβικ, ο οποίος θεωρούνταν ψυχικά διαταραγμένος (αν και το δικαστήριο αποφάσισε διαφορετικά), ανατίναξε κυβερνητικό κτίριο στο Όσλο της Νορβηγίας, σκοτώνοντας οχτώ ανθρώπους και στη συνέχεια δολοφόνησε άλλους 69 σε μια μαζική εκτέλεση σε κατασκήνωση νέων σε νησί κοντά στην ακτή.
Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι οι μαρξιστικές-λενινιστικές/μαοϊκές οργανώσεις που έδρασαν στην Ευρώπη από το 1970 ως το 1990, με επαρκή χρηματοδότηση και έναν κοινό ιδεολογικό σκοπό, ήταν πολύ διαφορετικές από τους σημερινούς Ευρωπαίους εξτρεμιστές, οι οποίοι συχνά δρουν χωρίς κάποιο ενιαίο σκοπό και όπου το μόνο κοινό στοιχείο φαίνεται να είναι το αντικαθεστωτικό μένος.
Στο παρελθόν οι αντικαθεστωτικές μιλιταριστικές ομάδες στην Ευρώπη είχαν χρηματοδότηση, όπλα και μέλη να στρατολογήσουν. Σήμερα δεν έχουν τίποτα από τα τρία. Αυτό που λείπει επίσης είναι η τεχνογνωσία, η οποία μπορεί να είναι πιο σημαντική από τα χρήματα και τα όπλα. Οι σημερινοί τρομοκράτες της Ευρώπης δεν λαμβάνουν τη στρατιωτική εκπαίδευση των προκατόχων τους.
Αυτό σημαίνει πως οι ομάδες που μπορούν να γίνουν επιχειρησιακές οντότητες πρέπει να αντλήσουν χρήματα μέσω εγκληματικών οργανώσεων ή να απευθυνθούν σε ξένες κυβερνήσεις και ομάδες για εκπαίδευση και στήριξη.
Στην εποχή μετά την 11η Σεπτεμβρίου, οι πρόθυμοι υποστηρικτές είναι λίγοι. Ως εκ τούτου, οι επιχειρησιακές δυνατότητες των Ευρωπαίων εξτρεμιστών, είτε είναι αφοσιωμένοι σε μια οικολογική ατζέντα, είτε στη δημιουργία ενός ισλαμικού χαλιφάτου, παραμένουν περιορισμένες στο άμεσο μέλλον.