Οι δυσάρεστες εξελίξεις στην Αργεντινή, όπου η δυστυχία και η φτώχεια συνεχίζονται, 14 χρόνια μετά την επίσημη χρεοκοπία, μεταφέρουν ισχυρό μήνυμα για τους Έλληνες πολιτικούς, αλλά και την κοινωνία μας.
Αποδεικνύουν ότι η χρεοκοπία ενός κράτους αποτελεί γεγονός με μακροχρόνιες συνέπειες, που ξεπερνιούνται δύσκολα. Ούτε μαγικές λύσεις υπάρχουν, ούτε η αθέτηση υποχρεώσεων λησμονείται με ευκολία από το διεθνές περιβάλλον.
Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί. Ο πληθωρισμός καλπάζει (με ρυθμό που σύμφωνα με τα ανεπίσημα στοιχεία φτάνει το 30%), το νόμισμά της υποτιμάται συνεχώς (το 2000, η ισοτιμία του πέσο ήταν 1:1 με το δολάριο, σήμερα σε 1 δολάριο αντιστοιχούν… 12 πέσος), ενώ το 48% του πληθυσμού εξακολουθεί να βρίσκεται σε επίπεδα φτώχειας, παρουσιάζοντας μείωση μόλις κατά 5%, σε σχέση με την κορύφωση εκείνης της κρίσης.
Όλα αυτά βεβαίως αφορούν πρωτίστως όσους ισχυρίζονται (είτε στην αριστερή, είτε στη δεξιά πλευρά του πολιτικού φάσματος) ότι η έξοδος από το ευρώ θα ήταν καλύτερη λύση «από αυτό που ζούμε σήμερα» κι ότι «δεν υπάρχουν χειρότερα».
Χειρότερα υπάρχουν. Ενίοτε, δε, επιβαρύνουν ολόκληρες γενεές.
Οι συνέπειες των απανωτών υποτιμήσεων στην Αργεντινή έχουν επηρεάσει δραματικά το επίπεδο ζωής, παρότι, αντίθετα με τη σημερινή Ελλάδα, η συγκεκριμένη χώρα δεν εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τις εισαγωγές (ακόμη και σε είδη πρώτης ανάγκης), ενώ επιτυγχάνει και σημαντικές εξαγωγές. Το ατύχημα για εκείνη είναι ότι οι εξαγωγές της δεν έχουν αρκούντως υψηλή «ελαστικότητα» σε σχέση με την τιμή, ώστε να αντισταθμίσουν τα δυσμενή αποτελέσματα των υποτιμήσεων.
Το ατύχημα για εμάς είναι ότι το μήνυμα της Αργεντινής δεν αφορά μόνον όσους έχουν προσχωρήσει σε λιγότερο ή περισσότερο ακραίες παρατάξεις. Αφορά και τα κόμματα που είτε κατέχουν είτε φιλοδοξούν να αποκτήσουν εξουσία σύντομα.
Η πορεία της χτυπά καμπανάκι και για τη Νέα Δημοκρατία, (που έσπευσε να εκμεταλλευθεί τα συμβάντα για να χτυπήσει τη μείζονα αντιπολίτευση), αφορά ασφαλώς τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τις μικρότερες παρατάξεις που φιλοδοξούν να παίξουν ρόλο σε μια κυβέρνηση.
Διότι φέρνει στην επιφάνεια την αχίλλειο πτέρνα της πολιτικής μας σκηνής συνολικά.
Την έλλειψη ενός συγκροτημένου σχεδίου για την ανασυγκρότηση (θεσμική, οικονομική, κοινωνική) της χώρας και την εξάλειψη των γενεσιουργών αιτιών που προκάλεσαν με τέτοια ένταση την ελληνική κρίση. Την έλλειψη στοιχειώδους συναίνεσης, ακόμη και στα αυτονόητα.
Ασφαλώς, οι πολιτικές λιτότητας που εφαρμόστηκαν στη χώρα όχι μόνον έχουν φτάσει στα όριά τους, γεγονός που θα έπρεπε να έχει συνειδητοποιήσει και η τρόικα, αλλά και λειτουργούν συχνά εις βάρος της ανάπτυξης
Στο μέτωπο των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, όμως, ελάχιστα έχουν γίνει από τις εγχώριες ηγεσίες, σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες της χώρας. Σχεδόν ουδείς συζητά για τις μεγάλες θεσμικές, πιθανόν και συνταγματικές, αναθεωρήσεις που πρέπει να γίνουν, από τον περιορισμό του αριθμού των βουλευτών, έως τον πραγματικό διαχωρισμό της νομοθετικής από την εκτελεστική εξουσία.
Ελάχιστοι δείχνουν να αγωνιούν για τις αλλαγές που… δεν γίνονται σε τομείς οι οποίοι αποτελούν υπόβαθρο της ανάπτυξης, όπως η αναβάθμιση της Παιδείας και η ταχεία απονομή Δικαιοσύνης.
Ακόμη όμως και στο επίπεδο των αμιγώς οικονομικών μεταρρυθμίσεων τα αποτελέσματα είναι μάλλον πενιχρά, όσο κι αν κομπορρημονεί η κυβέρνηση. Το άνοιγμα του επαγγέλματος των… ταξιτζήδων ελάχιστη σημασία έχει σε μια χώρα που ούτως ή άλλως είχε τα περισσότερα και τα φθηνότερα ταξί. Ομοίως, μικρή σημασία για το μέλλον της έχει αν τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα πωλούνται εκτός φαρμακείων.
Θέματα ζωτικά, όπως η χάραξη ενός συνολικού «μοντέλου» τουριστικής ανάπτυξης, σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα, η ενίσχυση της εξαγωγικής βιομηχανίας που πλήττεται από τη φορολογική λαίλαπα και το υψηλότατο κόστος ενέργειας, η εγκαθίδρυση κτηματολογίου και ο καθορισμός χρήσεων γης ανά την επικράτεια, η οργανωμένη οικονομική διπλωματία, ανήκουν ακόμη στη σφαίρα της… φαντασίας.
Όσο για τις προτάσεις της αντιπολίτευσης…, μηδέν εις το πηλίκον. Θεωρητικές προσεγγίσεις, συνήθως πάνω σε ξεπερασμένα μοντέλα, που δείχνουν να αγνοούν τους περιορισμούς και τις προκλήσεις που επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση.
Το περιβάλλον διεθνούς ανταγωνισμού δεν συγχωρεί τις χώρες που αδυνατούν να ανακαλύψουν και να αξιοποιήσουν τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα. Σίγουρα αυτό το περιβάλλον επιδέχεται μεγάλες βελτιώσεις. Ασφαλώς εγκυμονεί πρωτόγνωρους κινδύνους, ακόμη και για τις ισχυρές ανεπτυγμένες οικονομίες, ενισχύοντας τις ανισότητες και την ανεργία στο εσωτερικό τους.
Ωστόσο, η Ελλάδα δεν μπορεί να περιμένει τις αλλαγές. Ήδη αποδείχτηκε μία φορά «ο πιο αδύναμος κρίκος». Η συνέπειες μιας επανάληψης ίσως αποδειχτούν πολύ βαρύτερες από όσα έχουμε ζήσει.
Ήδη, εν όψει των διπλών εκλογών, η χώρα έχει εισέλθει σε παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, την ένταση της οποίας ενισχύει το ενδεχόμενο μιας εκλογικής αναμέτρησης για τη διακυβέρνησή της.
Ακολουθώντας τη συνήθη -για τα ελληνικά ήθη- πρακτική, η κυβέρνηση δείχνει να περνά σε φάση πρακτικής «ακινησίας» συνοδευόμενης από ψήγματα υποσχέσεων (αφού οι συνθήκες δεν επιτρέπουν τα… μεγαλεία του παρελθόντος). Ομοίως, η αντιπολίτευση ανεβάζει τους τόνους και μοιράζει φρούδες ελπίδες προκειμένου να καρπωθεί εκλογικά οφέλη. Ουδείς μιλά για τις πικρές αλήθειες, ουδείς προσφέρει ουσιαστικό «όραμα» για το μέλλον.
Λογικά ίσως αυτά, από πολιτική σκοπιά, απαράδεκτα όμως όταν η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται σε κίνδυνο. Διότι αν η ξανακυλήσουμε προς τα κάτω, δεν θα υπάρχει χώρος για νικητές και ηττημένους.
Το μήνυμα της Αργεντινής είναι σαφές και μας αφορά όλους. Η επιστροφή στην ευμάρεια κατόπιν μιας χρεοκοπίας αποτελεί πολύ απαιτητικό εγχείρημα, που υποκρύπτει κινδύνους μετάπτωσης ακόμη κι όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι «τα χειρότερα έχουν περάσει».
Αν επιλέξουμε να το αγνοήσουμε, αναλαμβάνουμε και το ρίσκο.
Ακολουθήστε τον Γιώργο Παπανικολάου στο twitter: @tigerstr