Γερμανία: Τα στρατηγικά συμφέροντα και οι κάλπες

Τι κρίνεται στις γερμανικές κάλπες. Τα στρατηγικά συμφέροντα του Βερολίνου και ο «ομφάλιος λώρος» με την Ευρώπη. Ποιο είναι το μεγάλο δίλημμα στο εσωτερικό. Ποια στρατηγική θα ακολουθήσει στις διασώσεις. Ο γαλλογερμανικός άξονας.

Γερμανία: Τα στρατηγικά συμφέροντα και οι κάλπες

Η οικονομική απόδοση της Γερμανίας είναι συνδεδεμένη στενά με εξωτερικούς παράγοντες, λόγω της εξάρτησης της χώρας από τις εξαγωγές. Σύμφωνα με τη Eurostat, οι εξαγωγές αντιστοιχούσαν στο 52% του ΑΕΠ της το 2012. Η Ευρώπη είναι ο μεγαλύτερος πελάτης της, οπότε η γερμανική οικονομία εξαρτάται από την ισχύ της ευρωπαϊκής καταναλωτικής βάσης. Η πολιτική και η οικονομική σταθερότητα της Γερμανίας βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην πρόσβασή της στις ξένες αγορές, γεγονός που εξηγεί την ακλόνητη στήριξή της στην ευρωζώνη και στη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου στην Ευρώπη.

Μέχρι σήμερα, οι γερμανικές εξαγωγές έχουν επιβιώσει από την αναταραχή εξαιτίας της ευρωπαϊκής κρίσης. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις έχουν καταφέρει να βρουν νέες αγορές για τις εξαγωγές τους. Από το 2007, οι εξαγωγές στην Ευρώπη και στην ευρωζώνη έχουν υποχωρήσει χάρη άλλων αγορών, κυρίως των ΗΠΑ και ασιατικών χωρών. Ειδικότερα, οι ΗΠΑ είναι πλέον ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγικός προορισμός για τα γερμανικά αγαθά. Το 2012, περίπου το 30% όλων των ευρωπαϊκών αγαθών που εξάχθηκαν στις ΗΠΑ προήλθε από τη Γερμανία. Την ίδια ώρα, περίπου το 16% των γερμανικών εξαγωγών κατευθύνθηκε στην Ασία, με την Κίνα να είναι η τέταρτη μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά της Γερμανίας.

Ωστόσο, η κρίση έχει επιφέρει κάποια πλήγματα στη γερμανική οικονομία. Τα τελευταία χρόνια, η ανάπτυξή της έχει επιβραδυνθεί. Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το ΑΕΠ της αυξήθηκε μόλις κατά 0,9% το 2012, χαμηλότερα από το 4% το 2010. Το 2013, το ΔΝΤ αναμένει ότι το ΑΕΠ θα αναπτυχθεί μόνο κατά 0,3%. Η ανεργία αναμένεται να επηρεαστεί από την επιβράδυνση και οι Γερμανοί ψηφοφόροι θα πιέσουν το Βερολίνο να αυξήσει τις κυβερνητικές δαπάνες, κάτι που οι Γερμανοί αξιωματούχοι έχουν ζητήσει από τις άλλες χώρες να αποφύγουν.

Το δίλημμα της Γερμανίας

Αυτός είναι ο πυρήνας του διλήμματος της Γερμανίας. Η ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης μέσω της αύξησης των μισθών, για παράδειγμα, θα περιορίσει την έκθεσή της στα εξωτερικά ρίσκα, αλλά επίσης θα κάνει λιγότερο ανταγωνιστικές τις γερμανικές εξαγωγές. Η γερμανική ζήτηση είναι σχετικά ισχυρή παρά την ευρωπαϊκή κρίση. Το σχετικά φθηνό κόστος δανεισμού έχει διευκολύνει την εγχώρια κατανάλωση, όπως και το χαμηλό ποσοστό ανεργίας, το οποίο βρισκόταν στο 5,3% τον Ιούλιο του 2013, σύμφωνα με τη Eurostat. Αυτό είναι το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας από τότε που ξεκίνησε την καταγραφή η στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 1991.

H σταθερή εγχώρια ζήτηση της Γερμανίας έχει βοηθήσει τις χώρες της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης ειδικότερα να αποφύγουν μια βαθύτερη οικονομική συρρίκνωση, αλλά το Βερολίνο πιέζεται να τονώσει ακόμα περισσότερο τη ζήτηση. Αναμένουμε ότι η Γερμανία θα συζητήσει πώς μπορεί να το κάνει μετά τις κοινοβουλευτικές εκλογές.

Μία από τις επιλογές που εξετάζεται είναι η εισαγωγή ενός κατώτατου μισθού. Το κόστος εργασίας στη χώρα έχει αυξηθεί με ήπιο ρυθμό τα τελευταία οικονομικά τρίμηνα. Στα 30 ευρώ την ώρα, αυτό το μέσο κόστος εργασίας είναι ελάχιστα πάνω από τον μέσο όρο στην ευρωζώνη. Ο βιομηχανικός τομέας θα αντισταθεί σε ένα τέτοιο μέτρο, εκφράζοντας φόβους για απώλεια ανταγωνιστικότητας.

Το Βερολίνο θα αντιμετωπίσει και το ζήτημα της μετανάστευσης. Με πληθυσμό που γερνάει και μειώνεται, η Γερμανία αναζητά τρόπους για να προσελκύσει ξένους που μπορούν να τονώσουν το εργατικό της δυναμικό. H Γερμανία έχει γνωρίσει άνοδο στον αριθμό των μεταναστών τα τελευταία χρόνια λόγω της αντοχής της στην κρίση, αλλά ιστορικά έχει πρόβλημα να τους συγκρατήσει. Η νέα γερμανική κυβέρνηση θα πρέπει να εισαγάγει πολιτικές για τη συγκράτηση των μεταναστών και να καθησυχάσει τις ανησυχίες για την κατάχρηση του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

Μια τρίτη προτεραιότητα για τη νέα γερμανική κυβέρνηση θα είναι η επαναξιολόγηση της ενεργειακής στρατηγικής της χώρας. Το ενεργειακό κόστος για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια λόγω της μετάβασης προς την ανανεώσιμη ενέργεια. Η μετάβαση έχει αποδειχθεί πιο ακριβή από ό,τι αναμενόταν και έχει φέρει ανησυχίες για μείωση της ανταγωνιστικότητας. Δεδομένων των πόρων που έχουν δεσμευτεί και των έργων που βρίσκονται υπό εξέλιξη, η Γερμανία δεν μπορεί απλώς να εγκαταλείψει την τρέχουσα στρατηγική, αλλά οι στόχοι της πιθανότατα θα αναθεωρηθούν και θα εξεταστούν εναλλακτικοί όπως το σχιστολιθικό αέριο.

Επειδή η Γερμανία έχει λίγες εγχώριες πηγές ενέργειας, η ενεργειακή στρατηγική της αποτελεί τμήμα της εξωτερικής της πολιτικής. Η ενοποίηση υποδομών με άλλες χώρες είναι σημαντική για την εισαγωγή ενέργειας της Γερμανίας, όπως και οι διμερείς σχέσεις με τη Ρωσία, τον βασικό προμηθευτή της πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η διασφάλιση της πρόσβασης στο φυσικό αέριο και στο πετρέλαιο της Ρωσίας θα παραμείνει προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής, αν και οι σχέσεις με τη Μόσχα θα διαταράσσονται από τον στόχο της για ενοποίηση της Ευρώπης.

Η στήριξη της Ευρώπης

H δυνατότητα της Γερμανίας να ενοποιήσει την Ευρώπη θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την προθυμία της να βοηθήσει άλλα ευρωπαϊκά κράτη, ειδικά αυτά στην ευρωζώνη. Τα μεγάλα πολιτικά κόμματα της χώρας κατανοούν ότι η παροχή επιπρόσθετης βοήθειας από τη Γερμανία αποτελεί βασικό συστατικό της εθνικής στρατηγικής της για τη διασφάλιση της συνοχής στην Ευρώπη και τη διατήρηση της νομισματικής ένωσης.

Ως εκ τούτου, η Γερμανία είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα συνεχίσει τη χρηματοδότηση. Το Βερολίνο έχει ήδη συνεισφέρει μεγάλα ποσά για τη διάσωση κρατών. Η κυβέρνηση υπολογίζει ότι η άμεση έκθεση στην ευρωπαϊκή κρίση φτάνει μέχρι σήμερα τα 95 δισ. ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι σε θέση να διακινδυνεύσει ούτε το ξέσπασμα νέας οικονομικής κρίσης, ούτε τη διάλυση της ευρωζώνης. Το γερμανικό think tank Ιfo υπολογίζει ότι αν διαλυθεί η ευρωζώνη και τα πέντε κράτη που έλαβαν βοήθεια χρεοκοπήσουν, η Γερμανία θα χάσει περίπου 530 δισ. ευρώ. Το πραγματικό κόστος θα είναι πολύ υψηλότερο αν αναλογιστεί κανείς τις οικονομικές συνέπειες που θα είχε η διάλυση του ευρώ πέρα από τον χρηματοπιστωτικό τομέα.

Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η Γερμανία θα αλλάξει ξαφνικά στρατηγική και θα αρχίσει να χρηματοδοτεί προγράμματα τόνωσης για υπερχρεωμένες χώρες. Η γερμανική βοήθεια θα συνεχίσει να έρχεται μόνο ως αντίδραση στις πιέσεις των χρηματοπιστωτικών αγορών και στην πολιτική αστάθεια σε μεμονωμένες χώρες που απειλούν τη σταθερότητα της ευρωζώνης. Ωστόσο, ενδέχεται η Γερμανία να παραχωρήσει περισσότερο χρόνο στις χώρες που έχουν ζητήσει στήριξη για να αποπληρώσουν το χρέος τους. Επιπλέον, μπορεί να μειώσει το κόστος αυτών των αποπληρωμών και να επιτρέψει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να παρέμβη στις αγορές ομολόγων, αν χρειαστεί.

Νομικά και θεσμικά εμπόδια θα περιορίσουν τη δυνατότητα του Βερολίνου να κινηθεί πιο δραστικά για τη βοήθεια άλλων κρατών. Ακόμα και αν υπήρχε μεγαλύτερη συναίνεση στην πολιτική ελίτ για πιο εκτεταμένη παροχή βοήθειας από τη Γερμανία, μικρές αντιπολιτευτικές ομάδες μπορούν να καθυστερήσουν και να αμφισβητήσουν σχετικά εύκολα τα σχέδια αυτά. Το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο κλήθηκε ήδη να ελέγξει τη νομιμότητα των γερμανικών παροχών στα μέτρα στήριξης της Ε.Ε. (ως τώρα το δικαστήριο δεν έχει αποφασίσει ότι οι προσπάθειες αυτές παραβίασαν το σύνταγμα). Μέσα στο επόμενο έτος, το δικαστήριο θα πρέπει να καθορίσει αν η συγχώρεση χρέους σε άλλες χώρες, επιλογή που εξετάζεται για την Ελλάδα, παραβιάζει το γερμανικό σύνταγμα.

Η σχέση με τους Γάλλους

Για να διασφαλίσει την επιβίωση της ευρωζώνης, η Γερμανία θα προσπαθήσει να διατηρήσει τη γαλλογερμανική συμμαχία.

Ιστορικά, η ευρωπαϊκή ενοποίηση σήμαινε τόνωση της γερμανικής οικονομικής ισχύος και της γαλλικής πολιτικής ηγεσίας, αλλά η ευρωπαϊκή κρίση έχει δυσχεραίνει τη σχέση. Η πίεση που θα αντιμετωπίσει το Βερολίνο να ενδώσει στις απαιτήσεις της Γαλλίας, όπως να επιτρέψει περισσότερες κυβερνητικές δαπάνες και να αλλάξει τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ώστε να δέχεται μεγαλύτερο πληθωρισμό και παρεμβάσεις στις αγορές ομολόγων ή την αμοιβαιοποίηση του χρέους, θα εξαρτηθεί από το πόσο θα αποκλίνει η οικονομική απόδοση μεταξύ των δύο χωρών.

Καθώς η κρίση θα επιμένει και θα εφαρμόζονται περαιτέρω μέτρα λιτότητας, η πρόκληση για το Βερολίνο θα είναι να πείσει όχι μόνο τους Γερμανούς ψηφοφόρους, αλλά και μικρότερες χώρες στη βόρεια Ευρώπη για τη σημασία της συμμετοχής σε κοινές προσπάθειες στήριξης για την αποφυγή περαιτέρω αποσύνθεσης της ευρωζώνης. Οι χώρες αυτές, στις οποίες περιλαμβάνονται η Ολλανδία, η Φινλανδία ή η Αυστρία, είναι συνήθως διστακτικές για την παροχή βοήθειας σε πληγείσες χώρες, όπως είναι και η Γερμανία.

Η Γερμανία παρουσιάζεται συχνά ως η ηγετική δύναμη της Ευρώπης, η χώρα που μπορεί να καθορίσει το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μπορεί να υπάρχουν ψήγματα αλήθειας στην αντίληψη αυτή, όμως στην πραγματικότητα οι δράσεις του Βερολίνου καθοδηγούνται από την ισχύ της εξωτερικής δύναμης και την ανάγκη να διατηρηθεί η συνοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v