Ο στενός κορσές της γερμανικής Ευρώπης

Το οικοδόμημα που ακούει σήμερα στο όνομα «Ευρωπαϊκή Ένωση» κτίστηκε ώστε οι οικονομικοί και εμπορικοί δεσμοί να οδηγήσουν τους λαούς της Γηραιάς Ηπείρου σε ειρηνική συνύπαρξη, κυρίως δε με τη Γερμανία. Όχι για μια «γερμανική Ευρώπη».  

Ο στενός κορσές της γερμανικής Ευρώπης
Φίλτατοι, καλή σας ημέρα!

Σε μία χώρα όπως η Ελλάδα, στην οποία οι επενδύσεις είναι ακόμη είδος εν ανεπαρκεία και τα δεσμά της κρίσης κρατούν καλά, το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται είναι να κόψουμε δεσμούς με όσους ήδη τόλμησαν να επενδύσουν στη χώρα μας.

Με εκείνους οι οποίοι είδαν τις ευκαιρίες που προσφέρει αυτή η χώρα -μετά από τόσα χρόνια εσωτερικής υποτίμησης- και έβαλαν τα χρήματά τους με στόχο -προφανώς- το κέρδος τους αλλά και απότοκο τη δική μας ανάκαμψη.

Υπό το πρίσμα αυτό, η κριτική που άσκησε πρόσφατα η Γερμανίδα καγκελάριος Α. Μέρκελ, με συνέντευξή της στο περιοδικό WirtschaftsWoche, ως προς τις επιδιώξεις του ευρωπαϊκού Νότου -συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας- για την τόνωση των διμερών επενδυτικών και εμπορικών δεσμών τους με την Κίνα, μόνον αχρείαστη είναι.

Αχρείαστη αλλά και παράδοξη, υπό το φως των -ορθών κατά τα λοιπά- πιέσεων της ΕΕ για την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων και τη μεταρρύθμιση των αγορών στην Ελλάδα.

Είναι αδιανόητο από τη μία πλευρά να υφίσταται η πίεση αυτή και από την άλλη, ορισμένα από τα κυριότερα “deals” ιδιωτικοποιήσεων να κατέρρευσαν κατόπιν κοινοτικών ενστάσεων, όπως αυτό της ΔΕΠΑ με τη ρωσική Gazprom και του ΔΕΣΦΑ με την αζέρικη Socar.

Τόσο η επένδυση της Cosco στο λιμάνι του Πειραιά, όσο και η επενδυτική δίοδος «Μία ζώνη, ένας δρόμος», στην οποία πορεύονται η Κίνα και η Ελλάδα, αποτελούν χαρακτηριστικές περιπτώσεις υγιών επενδύσεων, του είδους που έχει ανάγκη η χώρα μας για να ξανασταθεί στα πόδια της.

Η κα Μέρκελ μπορεί να θεωρεί ότι η Κίνα, μέσω των επενδύσεων που πραγματοποιεί, ασκεί «πολιτική πίεση» σε «οικονομικά αδύναμες χώρες όπως η Ελλάδα», όμως παραβλέπει έτσι τη σαφέστατη ανάγκη ανάκαμψης της χώρας μας.

Επιπρόσθετα, δε, η προφανής αναφορά της στις ενστάσεις που διετύπωσε πρόσφατα η Αθήνα σε δήλωση της Ε.Ε. στο Συμβούλιο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών για τα προβλήματα που υφίστανται στην Κίνα στον τομέα αυτόν, παραγνωρίζει αντίστοιχες ενστάσεις που υπέβαλαν και άλλες χώρες στο πλαίσιο του ιδίου Συμβουλίου, όπως -κατά τρόπο διπλωματικό- επεσήμανε πρόσφατα και η Αθήνα.

Η ΕΕ θα έπρεπε όντως να μιλά με μία φωνή προς την Κίνα, όπως υποστηρίζει η φιλτάτη κα Μέρκελ, όμως θα έπρεπε να ακούει κατά ακριβώς τον ίδιο τρόπο και τις ανησυχίες των κρατών-μελών της, τόσο σχετικά με την ύπαρξη τάσεων γερμανικής οικονομικής επικυριαρχίας, όσο και για την ανάγκη της δικής τους ανάκαμψης.

Ανησυχίες όπως αυτές είναι που έθρεψαν το κύμα ευρωσκεπτικισμού, το οποίο οδήγησε στο Brexit, και στην επικράτηση λαϊκιστικών φωνών σε όλο το εύρος της Γηραιάς Ηπείρου.

Εάν η Κίνα κρατά ακόμη ψηλά τα τείχη του προστατευτισμού σε σειρά αγορών της, η ΕΕ οφείλει να επιδιώξει την κατάρρευσή τους. Ευθέως όμως και όχι εμμέσως και μάλιστα με τρόπο που πλήττει την ανάκαμψη των οικονομικά πλέον αδύναμων μελών της.

Διότι η ρητορική περί ενδεχόμενου αποκλεισμού κινεζικών επενδύσεων σε ορισμένους «στρατηγικούς» τομείς, στην οποία εμφανίζεται να συμπλέει και η Γαλλία, ως «εργαλείου» πίεσης με στόχο την είσοδο ευρωπαϊκών εταιριών στην κινεζική αγορά, φέρει όλα τα χαρακτηριστικά ακόμη ενός -και πάλι αχρείαστου- εμπορικού πολέμου, όταν το ζητούμενο είναι ακριβώς το αντίθετο.

Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v