Ν. Γεωργιάδης: Σημασία της εταιρικής διακυβέρνησης

Το επίπεδο της εταιρικής διακυβέρνησης διαδραματίζει όχι μόνο ποιοτικό αλλά και ποσοτικό ρόλο στην αξιολόγηση μιας εισηγμένης εταιρίας, διαπιστώνει ο κ. Ν. Γεωργιάδης σε σχετική ανάλυση, αναφέροντας παράλληλα παραδείγματα ελλιπούς εταιρικής διακυβέρνησης που αποθαρρύνουν τους θεσμικούς.

Ν. Γεωργιάδης: Σημασία της εταιρικής διακυβέρνησης
του Ν. Ηρ. Γεωργιάδη*

Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο θεσμικός επενδυτής αρκούταν σε μία θεμελιώδη ανάλυση και αποτίμηση προκειμένου να καταλήξει στην αγορά ή την πώληση της μετοχής μιας εισηγμένης στο Χρηματιστήριο εταιρίας.

Όμως από τα τέλη της εν λόγω δεκαετίας, οι επενδυτές άρχισαν να γίνονται περισσότερο επιφυλακτικοί απέναντι στον ορισμό της επενδυτικής ευκαιρίας, επιθυμώντας να διαβάζουν και αξιολογήσεις εταιρικής διακυβέρνησης, μαζί με τις αποτιμήσεις – αναλύσεις των διεθνών επενδυτικών οίκων, προτού επενδύσουν σε μία εισηγμένη εταιρία.

Με την κρίση της Ρωσίας στα τέλη της δεκαετίας του 1990, τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια που είχαν εισρεύσει στη συγκεκριμένη αγορά τέθηκαν σε πολύ μεγάλο κίνδυνο, καθώς οι ρωσικές επιχειρήσεις μετατράπηκαν σε εταιρίες με όχι μόνο αβέβαιες οικονομικές επιδόσεις, αλλά και με ασαφείς δομές εταιρικής διακυβέρνησης.

Οι θεσμικοί επενδυτές οι οποίοι είχαν ήδη επενδύσει ή θα επένδυαν εκ νέου κεφάλαια σε ρωσικές επιχειρήσεις ήθελαν να γνωρίζουν όχι μόνο την ποιότητα των ισολογισμών τους, αλλά και τον τρόπο λειτουργίας της διοίκησής τους, το βαθμό ανεξαρτησίας των αποφάσεών τους, καθώς και το επίπεδο αρτιότητας των οργανωτικών τους δομών.

Από τις χρηματιστηριακές φούσκες του 1999-2000, μέχρι τη σημερινή εποχή των συγκριτικά ορθολογικότερων αποτιμήσεων, η ανάγκη για αξιολογήσεις εταιρικής διακυβέρνησης έγινε ”μεταδοτική ασθένεια” και σε άλλες Ευρωπαϊκές ή διεθνείς αγορές, όπως τη Μ. Βρετανία, τη Γερμανία, την Ιταλία και τις Η.Π.Α..

Μέσα στο 2005, παρατηρήθηκαν οι πρώτες ανάλογες κινήσεις και στο χώρο της Ελληνικής Κεφαλαιαγοράς, σε μία προσπάθεια να αξιολογηθεί το πλαίσιο εφαρμογής αυτών των αρχών στο Ελληνικό περιβάλλον με διεθνή όμως κριτήρια.

Ο θεσμικός επενδυτής, ως γνωστόν, επενδύει όχι μόνο παθητικά αλλά και στρατηγικά σε μία εισηγμένη εταιρία. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι αρκετές φορές αγοράζει μετοχές με σκοπό τη μακροχρόνια διακράτηση, και ταυτόχρονα επιθυμεί να διαδραματίσει το ρόλο του ενεργού επενδυτή, διατυπώνοντας – στο διοικητικό συμβούλιο ή τη γενική συνέλευση - τις απόψεις του για τη στρατηγική ανάπτυξη της εκάστοτε εισηγμένης επιχείρησης.

Επίσης, ο θεσμικός επενδυτής θέλει να διασφαλίζεται το γεγονός ότι η εκάστοτε εισηγμένη επιχείρηση λειτουργεί με γνώμονα την εξυπηρέτηση των συμφερόντων όλων των ενδιαφερομένων μερών (μεγαλομετόχων, στρατηγικών επενδυτών, μικρομετόχων, στελεχών, κοινωνικού περιβάλλοντος, κ.λ.π.), έτσι ώστε όλα τα παραπάνω μέρη να απολαμβάνουν – βάσει ενός δίκαιου καταμερισμού - την ωφέλεια που τους αναλογεί από τη λειτουργία της επιχείρησης.

Σε κάθε περίπτωση, ο θεσμικός επενδυτής επιθυμεί τη διασφάλιση ότι θα ακουσθεί η γνώμη του και θα υπολογίζεται η παρουσία του στο μετοχικό κεφάλαιο της εισηγμένης εταιρίας.

Πρακτικά, αυτό μπορεί να συμβεί ευκολότερα, εάν οι δομές και οι λειτουργίες της εταιρίας σε επίπεδο εταιρικής διακυβέρνησης βρίσκονται στο υψηλότερο δυνατό σημείο, με βάση τα διεθνή πρότυπα.

Σε αυτήν την περίπτωση – βέβαια υπό την ικανοποίηση και άλλων παραγόντων – ο θεσμικός επενδυτής θα πεισθεί πιο εύκολα να επενδύσει σε μία εισηγμένη εταιρία.

Ιστορικά έχει διαφανεί ότι οι Ελληνικές εισηγμένες εταιρίες επιδιώκουν τη συμμετοχή των θεσμικών επενδυτών, την αύξηση της διασποράς του μετοχικού τους κεφαλαίου, και τη βελτίωση της εμπορευσιμότητάς τους.

Όμως για να το επιτύχουν αυτό, οι διοικήσεις τους πρέπει να πείσουν τους υποψήφιους επενδυτές όχι μόνο ότι τα θεμελιώδη μεγέθη τους είναι ισχυρά και προδιαγράφουν βελτιούμενη κερδοφορία στο μέλλον, αλλά και ότι οι δομές οργάνωσης και λειτουργίας τους είναι οι καλύτερες δυνατές, και ότι ακολουθούν πλέον τα διεθνή πρότυπα.

Οι Ελληνικές εισηγμένες εταιρίες δεν φαίνεται να προσέχουν ιδιαίτερα ότι η νομοθεσία περί εταιρικής διακυβέρνησης (μέσω μιας σειράς νόμων και οδηγιών) στην Ελλάδα είναι πράγματι επαρκής και ορίζει τις τυπικές παραμέτρους που πρέπει να πληρούνται, όμως από την άλλη πλευρά, υπάρχουν οι διεθνείς πρακτικές μεγιστοποίησης αυτών των αρχών που ήδη εφαρμόζονται και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.

Ο νόμος σχεδόν πάντα υποδηλώνει αυτό που κατ’ ελάχιστο πρέπει να γίνεται, όμως δεν σημαίνει ότι η εισηγμένη εταιρία δεν οφείλει να ακολουθεί το καλύτερο δυνατό δρόμο σε επίπεδο εταιρικής διακυβέρνησης.

Για παράδειγμα, ο νόμος ορίζει τον ελάχιστο αριθμό των ανεξάρτητων μελών του διοικητικού συμβουλίου μιας εισηγμένης στο Χρηματιστήριο εταιρίας, όμως μία εισηγμένη επιχείρηση που θα είχε ακόμη περισσότερα, και πραγματικά, ανεξάρτητα μέλη στο διοικητικό της συμβούλιο θα βρισκόταν σε καλύτερο επίπεδο εφαρμογής των αρχών της εταιρικής διακυβέρνησης.

Παραδείγματα ελλιπούς εταιρικής διακυβέρνησης που αποθαρρύνουν τους Θεσμικούς Επενδυτές περιλαμβάνουν:

- Ανεπαρκείς δομές εσωτερικού ελέγχου και ελλιπής λειτουργία των επιτροπών

- Μικρός αριθμός ανεξάρτητων μελών Δ.Σ.

- Ύπαρξη ομάδας μετόχων με μεροληπτική στάση απέναντι στο γενικό συμφέρον της εταιρίας

- Αδιαφάνεια στη λήψη αποφάσεων από τη γενική συνέλευση

Οι εισηγμένες εταιρίες χρειάζονται πλέον διεθνή αξιολόγηση του επιπέδου της εταιρικής διακυβέρνησης που εφαρμόζουν, ώστε να προσελκύουν μεγαλύτερα επενδυτικά κεφάλαια με περισσότερο αξιόπιστη επενδυτική συμπεριφορά (μεσοπρόθεσμη έως μακροπρόθεσμη διακράτηση).

Ταυτόχρονα, δεν αμφισβητείται πλέον το γεγονός ότι οι θεσμικοί επενδυτές δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στα συμπεράσματα ενός διεθνούς επενδυτικού οίκου με διαχρονική παρουσία στο χώρο της εταιρικής διακυβέρνησης και με ανεξάρτητη άποψη, η οποία θα συνυπολογισθεί στη λήψη των τελικών επενδυτικών αποφάσεων.

Συνεπώς, σε αντίθεση με το παρελθόν, η ανάλυση και η αποτίμηση μιας εταιρίας, δεν αποτελεί το μοναδικό κριτήριο στην επιλογή μετοχών, και αντίθετα το επίπεδο της εταιρικής διακυβέρνησης διαδραματίζει όχι μόνο ποιοτικό αλλά και ποσοτικό ρόλο στην αξιολόγηση μιας εισηγμένης εταιρίας.

* Ο κ. Ν. Ηρ. Γεωργιάδης είναι Υπεύθυνος Ανάλυσης της VRS -

Σύμβουλος ΜΕΤΑΧΟΛΝΤΙΝΓΚ για την S&P’s Governance Services


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v