«Οι Τούρκοι ποτέ δεν θα έμπαιναν στην Αφρίν, αν οι Ρώσοι δεν μπλόκαραν την αντιαεροπορική άμυνα των Κούρδων και δεν τους παρέδιδαν έτσι στον σουλτάνο Ερντογάν».
Αυτά μάς λέει ο υποστράτηγος και συγγραφέας κ. Νίκος Καρατουλιώτης, που εδώ και πολλά χρόνια παρακολουθεί και καταγράφει τις εξελίξεις στη ΝΑ Μεσόγειο και ιδιαιτέρως στην Τουρκία.
Την άποψή του μας την επιβεβαίωσαν και γαλλικές στρατιωτικές πηγές, τονίζοντας ότι η εξόντωση των Κούρδων είναι και ο μείζων λόγος που η Τουρκία έτεινε χείρα βοηθείας στον Βλαδίμηρο Πούτιν. Έτσι, το νέο οθωμανικό καθεστώς κατάφερε να σπάσει την «παραδοσιακή» στήριξη της Ρωσίας προς τους Κούρδους -στο μέτρο, βέβαια, που οι τελευταίοι αποσταθεροποιούσαν με τις διεκδικήσεις τους το φιλικό προς τη Δύση τότε τουρκικό καθεστώς. Στο πλαίσιο αυτό, εξάλλου, την εποχή του Ψυχρού Πολέμου η Σοβιετική Ένωση στήριζε το κουρδικό ΡΚΚ, το εξόπλιζε και το τροφοδοτούσε και με την απαραίτητη τεχνογνωσία για «ανταρτοπόλεμο» και τρομοκρατικές ενέργειες.
Σήμερα, όμως, η κατάσταση ανατρέπεται. Η Τουρκία παίρνει τις αποστάσεις της από τη Δύση, καταλαβαίνει ότι δεν είναι πλέον ευπρόσδεκτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και υπολογίζει ότι στη Μέση Ανατολή και γενικότερα στη ΝΑ Μεσόγειο θα υπάρξουν γεωπολιτικές ανακατατάξεις.
Προς την κατεύθυνση αυτή, βέβαια, συνέβαλε και η πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών για τη Συρία, η οποία επί Ομπάμα σχεδιάστηκε αρχικά ως μία στενά αντιτρομοκρατική εκστρατεία για την έξωση του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) από το έδαφος που είχε καταλάβει στην ανατολική Συρία. Η πολιτική αυτή απαιτούσε από την Ουάσινγκτον να συμμαχήσει με τις Δημοκρατικές Δυνάμεις της Συρίας (SDF), στις οποίες κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι Μονάδες Προστασίας του Κουρδικού Λαού (YPG) στην Αφρίν και ο συριακός κλάδος του ΡΚΚ. Με τον τρόπο αυτόν οι ΗΠΑ αποξένωσαν τη σύμμαχό τους Τουρκία στο ΝΑΤΟ, αλλά κατάφεραν να διαλύσουν εδαφικά στη Συρία το ISIS.
Όπως επισημαίνει ο συνεργάτης του Ατλαντικού Συμβουλίου στις ΗΠΑ Άαρων Στάιν, από την αρχή του χρόνου, καθώς ο πόλεμος μετατοπίστηκε από τις επιθετικές επιχειρήσεις προς την κατοχή κατακτημένων περιοχών, οι Ηνωμένες Πολιτείες συμβιβάστηκαν με μία πολιτική χρήσης των εδαφών που ελέγχουν ως μοχλού προκειμένου να αναγκάσουν τη συριακή κυβέρνηση να κάνει παραχωρήσεις στις ειρηνευτικές συνομιλίες του ΟΗΕ στη Γενεύη.
Η Ουάσινγκτον προσπάθησε να παντρέψει τη στρατιωτική της εκστρατεία με επιτεύξιμους στόχους πολιτικής, αλλά με τον τρόπο αυτόν σηματοδότησε ότι σκοπεύει να παραμείνει στη βορειοανατολική Συρία για το ορατό μέλλον. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις θέσεις του Ιράν, της Τουρκίας, της Ρωσίας και του συριακού καθεστώτος, που έχουν εξαναγκαστεί σε αλληλεπικαλυπτόμενες και μερικές φορές αντιφατικές «συμμαχίες ευκολίας».
Για την Τουρκία, η αμερικανική παρουσία στη Συρία επιβεβαιώνει ότι η Ουάσιγκτον θα συνεχίσει να εκπαιδεύει και να οπλίζει τις SDF και, κυρίως, ότι οι προσπάθειες υπό την ηγεσία των Κούρδων για τη δημιουργία αυτόνομων δομών διοίκησης στη Συρία -τις οποίες η Άγκυρα θεωρεί ως απειλή για την εθνική της ασφάλεια- δεν θα υπόκεινται σε μία ευρύτερη συμφωνία που θα συγκεντρώνει τον πολιτικό έλεγχο στη Δαμασκό. Για να ασκήσει πιέσεις στις ΗΠΑ και να αποδυναμώσει τους Κούρδους, η Άγκυρα ξεκίνησε δύο στρατιωτικές επιθέσεις στη Συρία -την Επιχείρηση Ασπίδα του Ευφράτη τον Αύγουστο 2016 και την Επιχείρηση Κλάδος Ελαίας τον Ιανουάριο φέτος.
Και στις δύο περιπτώσεις, η Τουρκία χρειάστηκε ρωσική άδεια για να χρησιμοποιήσει στρατιωτική δύναμη, ώστε να μη διακινδυνεύσει μία ακούσια κλιμάκωση με ανώτερη δύναμη. Μετά από μία περίοδο σύγκρουσης μετά τον Νοέμβριο 2015, όταν η Τουρκία κατέρριψε ένα ρωσικό βομβαρδιστικό επειδή παραβίασε τον εναέριο χώρο της, η σχέση μεταξύ των προέδρων Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και Βλαντιμίρ Πούτιν έχει βαθύνει. Η προσέγγισή τους συνέπεσε με την απόφαση της Τουρκίας να χρησιμοποιήσει στρατιωτική βία στη Συρία και οι δύο άνδρες μιλούν τώρα τακτικά στο τηλέφωνο, για να εξομαλύνουν τις εντάσεις και να συντονίζουν τις προσπάθειές τους για να δοκιμάσουν και να διαχειριστούν τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία.
Η Ρωσία και η Τουρκία επέλεξαν επίσης να συνεργαστούν με το Ιράν, ίσως τον πιο ισχυρό υποστηρικτή του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ, σε δύο αλληλένδετες πρωτοβουλίες. Η πρώτη, γνωστή ως η διαδικασία της Αστάνα, είναι ένας τριμερής διπλωματικός μηχανισμός για την επίβλεψη μίας σειράς καταπαύσεων του πυρός και των αποκαλούμενων ζωνών αποκλιμάκωσης. Η δεύτερη είναι μία συμπληρωματική ειρηνευτική διαδικασία που συνήλθε πρόσφατα στο Σότσι, με στόχο να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου και τη σύνταξη συντάγματος. Η διαδικασία του Σότσι ήταν γεμάτη αντιφάσεις και τελικά υποχρέωσε τη Ρωσία να υποχωρήσει έναντι της Τουρκίας σε διάφορα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης της υποβάθμισης του πεδίου εφαρμογής της εντολής της διάσκεψης. Το τουρκο-ρωσικό διπλωματικό «πάρε-δώσε» είναι διδακτικό και βοηθά να εξηγηθεί η δυναμική στην Αφρίν.
Πέρα όμως από τα παραπάνω, αυτό το «πάρε-δώσε» μπορεί να έχει άμεσες επιπτώσεις και στο Αιγαίο, όπου κανείς δεν θα πρέπει να αποκλείει μία τουρκική επίδειξη δυνάμεως. Με τις ευλογίες, ίσως, του «μεγάλου φίλου μας», τσάρου Πούτιν.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.