Με το που τσίμπησε λίγο η οικονομία λόγω τουρισμού και το αρνητικό της πρόσημο έγινε κατ’ ελάχιστον θετικό, αμέσως ανέβηκαν οι εισαγωγές. Αντιθέτως, οι εξαγωγές δυσκολεύονται να πάρουν τα πάνω τους και το γενικό τους επίπεδο είναι απελπιστικά χαμηλό για (έστω και χρεοκοπημένη) αναπτυγμένη χώρα.
Σαφώς δε, στο επίπεδο αυτό εντοπίζεται και η συνολική προβληματική για την οικονομία και την δυνατότητά της να αφήσει πίσω της την βαθιά διαρθρωτική της κρίση. Ας επαναλάβουμε λοιπόν «μία από τα ίδια», μήπως και κάποιοι καταλάβουν ότι η πραγματικότητα δεν αλλάζει με ωραία και ευτραφή λόγια, αλλά με έργα.
Μείζον πρόβλημα της χώρας είναι η έξοδός της στις αγορές και η αναδιάρθρωση του χρέους της, ή ο ριζικός μετασχηματισμός της οικονομίας της από καταναλωτική σε παραγωγική; Για να το πούμε διαφορετικά, κύριο μέλημα ενός αλκοολικού θα πρέπει να είναι η ανεύρεση αλκοόλ σε καλές τιμές ή η απαλλαγή του από μία θανατηφόρα συνήθως έξη;
Κλείνοντας την ανάγνωση μίας εξαιρετικής δωδεκασέλιδης μελέτης των έγκριτων οικονομολόγων Δημήτρη και Χρήστου Α. Ιωάννου, οι παραπάνω σκέψεις ήλθαν αυτόματα στο μυαλό μου γιατί μού θύμισαν το περίφημο «αυγό του Κολόμβου». Μόνον με ρήξη μπόρεσε να σταθεί όρθιο. Μόνον με ανατροπή, λοιπόν, η ελληνική οικονομία θα μπορέσει να συνέλθει. Όλα τα άλλα λόγια είναι φτώχεια.
Βαρύτατο πρόβλημα της χώρας είναι ότι υπερκαταναλώνει χωρίς να παράγει εμπορικό πλούτο που να στηρίζει σε ικανοποιητικό επίπεδο τον καταναλωτισμό της. Και αυτή η διαρθρωτική αδυναμία οφείλεται στο ότι η Ελλάδα δεν παράγει τόσα διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα ώστε να καλύπτει μέρος των εισαγωγών της και τα διεθνώς μη εμπορεύσιμα αγαθά της, που είναι για παράδειγμα οι οικοδομές.
Μία οικονομία που έχει παρόμοια διαρθρωτικά χαρακτηριστικά, πριν ανοιχτεί στον διεθνή ανταγωνισμό θα έπρεπε να φροντίσει την παραγωγική της θωράκιση και όχι να επιλέξει την εύκολη προσφυγή στον δανεισμό.
Θα έπρεπε επίσης να αποφευχθεί και η επιπόλαιη ένταξη στην οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ), η οποία τελικά, αντί να ενισχύσει την παραγωγή και τις επενδύσεις, κατέληξε να αντιπροσωπεύει η κατανάλωση με δανεισμό το 90% του Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος μας. «Αυτή η διαρκής ασυμμετρία αποτελεί το κύριο εμπόδιο για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και θα έπρεπε να βρίσκεται στο κέντρο της προσοχής της οικονομικής πολιτικής», επισημαίνουν οι Δημήτρης και Χρήστος Α. Ιωάννου.
Κατά τους δύο οικονομολόγους, η μελέτη των οποίων υπάρχει στην ιστοσελίδα του ΚΕΠΕ, οι «μικρές ανοικτές οικονομίες» αντιμετωπίζουν κίνδυνο διαρθρωτικής ανισορροπίας αν διαταραχθεί η σχέση μεταξύ των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών (Τ) και των μη εμπορεύσιμων (Ν). Είναι δε ακόμη μεγαλύτερος ο κίνδυνος αν οι εν λόγω οικονομίες λειτουργούν σε καθεστώς σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών και δεν διαθέτουν την δυνατότητα διακύμανσης της εξωτερικής συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Με άλλα λόγια, εάν δεν μπορούμε να πραγματοποιήσουν υποτιμήσεις για να αντιρροπήσουν τις αποσταθεροποιητικές επιδράσεις, από την εισροή για παράδειγμα μεγάλων χρηματικών ροών, οι οποίες δεν αντιστοιχούν σε μεγέθυνση της εγχώριας παραγωγής, λόγω αύξησης της παραγωγικότητας.
Στην Ελλάδα, λόγου χάρη, από το 1998 έως και το 2007, εισέρρευσαν πάνω από 700 δισεκατομμύρια ευρώ κερδοσκοπικά, δανειακά και άλλα κεφάλαια από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν μόνον για την αξιοποίηση συγκυριακών δυνατοτήτων υψηλής κερδοφορίας, αλλά και για την επέκταση μίας άγονης δημοσιονομικής πολιτικής χωρίς παραγωγικό αποτέλεσμα. Παρατηρήθηκε έτσι, κατά τους αδελφούς Ιωάννου, σοβαρή καταστροφή ανθρώπινου κεφαλαίου, η οποία θα χρειαστεί πολλές δεκαετίες για να αποκατασταθεί.
Συγκεκριμένα, την περίοδο 2001-2009, ενώ οι επενδύσεις αποχωρούσαν από τον τομέα των «Τ» για να στραφούν στα πιο προσοδοφόρα «Ν», το ίδιο συνέβαινε και με την απασχόληση: την στιγμή που παραγωγικές μονάδες διεθνώς εμπορεύσιμων, δηλαδή εκεί που διαπλάθεται και διαμορφώνεται κατά κύριο λόγο το «ανθρώπινο κεφάλαιο», διέκοπταν την λειτουργία τους λόγω των πολλαπλών επιπτώσεων που είχε η καταστροφικά ασύμμετρη υπερθέρμανση της ελληνικής οικονομίας, περισσότερες από 500.000 νέες θέσεις εργασίας δημιουργούνταν στον τομέα των διεθνώς μη εμπορεύσιμων.
Επρόκειτο όμως για θέσεις εργασίας οι οποίες όχι μόνον μεσο-μακροπρόθεσμα ήταν καταδικασμένες να εξαλειφθούν, αλλά και οι οποίες ούτε απαιτούσαν ιδιαίτερες γνώσεις και δεξιότητες, ούτε και προσέφεραν την δυνατότητα πρόσκτησης γνώσεων και δεξιοτήτων σε όσους τις κάλυπταν. (Αίφνης π.χ. οι πωλητές στα εμπορικά καταστήματα που διοχέτευαν στο καταναλωτικό κοινό τους ποταμούς των εισαγόμενων, ή οι εργαζόμενοι στον ηφαιστειακά αναπτυχθέντα και στην συνέχεια εν ριπή οφθαλμού καταρρεύσαντα κλάδο του ελληνικού property development(!) –δηλαδή τον κλάδο που τελείως χαρακτηριστικά είχε την πλέον αλματώδη αύξηση πριν και την μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση της απασχόλησης και του κύκλου εργασιών μετά την εκδήλωση της κρίσης– έμειναν άνεργοι και κατέστησαν μακροχρόνια άνεργοι).
«Στην πραγματικότητα, η περίοδος 2001-2009, με τις ασυμμετρίες και τις αστοχίες της, ισοδυναμεί με μία γενοκτονία ανθρώπινου κεφαλαίου για την ελληνική οικονομία», επισημαίνουν οι Δημήτρης και Χρήστος Α. Ιωάννου. Στην ουσία δε, προσφέρουν σε ποικίλες διαστάσεις την εικόνα μίας υπό διαρθρωτική κατάρρευση οικονομίας, την οποία κάποιοι νομίζουν ότι μπορούν να σώσουν πιπιλίζοντας τις λέξεις επενδύσεις, ανάπτυξη και άλλα χαζοχαρούμενα παρόμοια…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.