Από το τέλος του 16ου έως την αρχή του 21ου αιώνα, η Δύση κυριάρχησε στην ιστορία των ανθρώπων ανακαλύπτοντας την νεωτερικότητα και εξάγοντας ανά τον κόσμο τις αξίες, τους θεσμούς, τις πολιτικές αρχές της και τους τρόπους παραγωγής της. Έτσι, για μια μακρά περίοδο 200 και πλέον ετών, έως το 1900, η Δύση είχε καταφέρει να ελέγχει το 70% του παγκόσμιου πληθυσμού, γεγονός με τεράστια ιστορική σημασία.
Όμως, στη διάρκεια του 20ού αιώνα, η Δυτική Ευρώπη, προκαλώντας δύο παγκόσμιους πολέμους, έφερε τις ΗΠΑ στο προσκήνιο της γεωπολιτικής και στην ουσία τούς παραχώρησε την ηγεσία του μεγαλύτερου μέρους του πλανήτη. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι οι ΗΠΑ, χώρα που θεμελιώθηκε από εκδιωχθέντες από τη Γηραιά Ήπειρο πολίτες, υπήρξαν και αυτές ευρωπαϊκή αποικία και υπό αυτή την έννοια είχαν κάποια ρεβάνς να πάρουν απέναντι στην ιστορία. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στην Ευρώπη γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν οι εγκληματικές, ως συστήματα εξουσίας, ιδεολογίες του εθνικοσοσιαλισμού και του κομμουνισμού, που πέρα από τα εκατομμύρια θύματά τους, συνέβαλαν και στην πολυετή διαίρεση της Ευρώπης, υπό συνθήκες ισορροπίας του τρόμου. Τελικά όμως, μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού στην Ανατολική και την Κεντρική Ευρώπη και στη Σοβιετική Ένωση, στις αρχές του 1990, κάποιοι θεώρησαν ότι η κυριαρχία της φιλελεύθερης δημοκρατίας μπορούσε να σημάνει και το τέλος της Ιστορίας. Συνέβαινε, όμως, ακριβώς το αντίθετο.
Η κατάρρευση των φαιοκόκκινων ολοκληρωτισμών δεν ήταν το τέλος της ιστορίας αλλά ο πρόλογος μίας νέας ιστορικής περιόδου, η οποία από το 2010 και μετά δείχνει να επιταχύνεται. Η παγκοσμιοποίηση, που διευρύνεται από την πρώτη πετρελαϊκή κρίση του 1973 και μετά, αφυπνίζει σταδιακά τις υπερδυνάμεις του Νότου -Κίνα, Ινδία, Βραζιλία- και φέρνει έτσι στο προσκήνιο μία επαναδιανομή των συντελεστών ισχύος κατά τρόπον αισθητά πιο διαφοροποιημένο. Την ίδια στιγμή, στο εσωτερικό της Δύσης αναπτύσσονται οι δυνάμεις της αποσταθεροποίησής της, με αποτέλεσμα ο μη δυτικός κόσμος να κερδίζει οικονομική και πολιτική δύναμη.
Σήμερα, λοιπόν, έχουμε ένα ξαναμοίρασμα της γεωπολιτικής τράπουλας με τις αποκαλούμενες ευφυώς «δημοκτατορίες» να παίζουν σημαντικό ρόλο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Χώρες με αυταρχικά καθεστώτα, που στηρίζονται στον εθνικισμό, τον θρησκευτικό φανατισμό και τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, ελέγχουν μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά σύνολα, διατηρούν ένα πολεμικό κλίμα εντός και εκτός της επικράτειάς τους και βεβαίως δακτυλοδείχνουν τη Δύση ως τον μεγάλο εχθρό.
Την ίδια στιγμή, όμως, μία ριζική αλλαγή πραγματοποιείται στο εσωτερικό του δυτικού κόσμου, ο οποίος ήδη μπήκε στην εποχή του τέλους της αμερικανικής υπεροχής. Ο Ντόναλντ Τραμπ επιταχύνει την αποδέσμευση των ΗΠΑ από το δυτικό πλέγμα σχέσεων, εξαρθρώνει μεθοδικά τα εργαλεία της αμερικανικής επιρροής στον κόσμο και καταστρέφει τις πολιτικές και ηθικές αρχές πάνω στις οποίες είχε θεμελιωθεί η δύναμή τους. Η αμερικανική στροφή προς τον προστατευτισμό και τα ξόρκια του Τραμπ κατά των ελεύθερων συναλλαγών ανοίγουν διάπλατα τον δρόμο στην Κίνα να διαδώσει το ελεγχόμενο οικονομικό της μοντέλο μέσω των νέων οδών του μεταξιού. Επίσης, η αποσταθεροποίηση των συμμαχιών -που ξεκίνησε με την άρνηση του Αμερικανού προέδρου να προσυπογράψει το άρθρο 5 του ΝΑΤΟ, το οποίο ορίζει τη διασυμμαχική αλληλεγγύη- στην ουσία ναρκοθετεί και το μέλλον των δημοκρατιών.
Όλα δείχνουν ότι στον σημερινό παγκοσμιοποιημένο κόσμο ο Ντόναλντ Τραμπ επιδιώκει να αποσταθεροποιήσει τη Δύση και τους θεσμούς της, χωρίς ωστόσο να είναι ξεκάθαρο τι προτείνει εις αντικατάσταση. Μπορούμε έτσι να πούμε ότι ο πολυπολικός κόσμος του 21ου αιώνα συνοδεύεται από το τέλος της Δύσης, η οποία κινδυνεύει λιγότερο από την αντιπαλότητα των αναδυόμενων δυνάμεων απ’ ό,τι από τον λαϊκισμό που αναπτύσσεται και ευδοκιμεί στο εσωτερικό της. Είμαστε μάρτυρες της ανάδυσης ενός νέου στρατηγικού τετραγώνου, μεταξύ των ΗΠΑ, της Κίνας, της Ρωσίας και της Ευρώπης.
Στο πλαίσιο αυτό, οι ΗΠΑ ναι μεν διατηρούν τεράστιους συντελεστές ισχύος, πλην όμως τους αποστειρώνουν με την έλλειψη εμπιστοσύνης που προκαλούν και τη στρατηγική τους αδυναμία. Παραχωρούν έτσι μεγάλα κομμάτια ισχύος στην Κίνα, η οποία επενδύει στους χώρους που εγκαταλείπουν οι ΗΠΑ και είναι η μεγάλη κερδισμένη των παγκόσμιων ανακατατάξεων. Από την πλευρά τους, Ρωσία και Τουρκία, παρά την πολιτική και οικονομική τους αδυναμία, έχουν ελεύθερα τα χέρια τους να προχωρήσουν στην Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή.
Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση για την Ευρώπη. Παράλληλα, όμως, και για την Ελλάδα.
«Οι καιροί όπου η Ευρώπη μπορούσε να στηρίζεται ολοκληρωτικά σε άλλους είναι πίσω μας. Ως Ευρωπαίοι πρέπει εμείς οι ίδιοι να αγωνιστούμε για το μέλλον και το πεπρωμένο μας», δήλωσε πρόσφατα η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ. Και με τον τρόπο της προσκαλεί τους Ευρωπαίους να μετατρέψουν σε ευκαιρία τους κινδύνους που απορρέουν από το τέλος της αμερικανικής ηγεσίας και το Brexit.
Πρόκειται, κατά τη γνώμη μας, για μία ιστορική ευκαιρία, ικανή να δρομολογήσει μία νέα δυναμική. Με τέσσερις προτεραιότητες: την ανάπτυξη και την τόνωση της απασχόλησης, την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων, τη νομισματική σταθερότητα χάρη στην ενίσχυση της ευρωζώνης και την ασφάλεια μέσω μίας Ένωσης για την άμυνα της ηπείρου. Οι Ευρωπαίοι, και μαζί με αυτούς και εμείς οι Έλληνες, θα πρέπει να καταλάβουμε ότι εφεξής τα αγαθά κόποις κτώνται μέσα από την ενότητα και την κοινή ασφάλεια.
Όπως επεσήμανε πριν λίγο καιρό και ο καλός συνάδελφος Αλέξης Παπαχελάς, μετά την επίσκεψη Ντ. Τραμπ στην Ευρώπη:
«Έχει φτάσει η στιγμή της αλήθειας. Πρέπει όμως να γίνουν πολλά. Η διαδικασία που ακολουθεί η ΕΕ δεν μπορεί να εφαρμόζεται σε θέματα που απαιτούν άμεσες και πρακτικές αποφάσεις. Οι συλλογικές και μακρόσυρτες διαβουλεύσεις που μπορεί να μπλοκαριστούν με το βέτο μιας χώρας είναι καλές για θέματα γεωργίας, όχι ασφάλειας και άμυνας. Θα χρειαστεί ένας πιο σφιχτός πυρήνας ευρωπαϊκών χωρών. Για να γίνει όμως μία, μικρή έστω, υπερδύναμη η Ευρώπη, θα απαιτηθεί ένας κοινός αμυντικός σχεδιασμός. Είναι βλακώδες και αντιπαραγωγικό να υπάρχουν πολλοί τύποι αεροσκαφών, τανκς ή πολεμικών σκαφών στην Ευρώπη.
Και στον τομέα της εσωτερικής ασφάλειας και της συλλογής πληροφοριών, η Ευρώπη θα χρειαστεί να ενηλικιωθεί και, το κυριότερο, να δουλεύει σαν να πρόκειται για ένα κράτος. Όλα αυτά συζητούνται τώρα στο Βερολίνο και στο Παρίσι. Η Γερμανία διστάζει, λόγω του παρελθόντος και των αναστολών της. Χρειάζεται τη Γαλλία σε αυτό το νέο κεφάλαιο ευρωπαϊκής συνεργασίας.
Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να παίξει ρόλο στο νέο σκηνικό. Όχι “κουτοπόνηρα”, για να κερδίσει ένα μικρό αντάλλαγμα εδώ ή παραπέρα. Βρίσκεται στην πρώτη γραμμή απέναντι σε κάθε απειλή. Τα σύνορά της είναι τα σύνορα της ΕΕ έναντι μιας τεράστιας μαύρης τρύπας που έχει δημιουργηθεί στην περιοχή μας. Είναι ώρα να “παίξουμε μπάλα”. Χρειάζεται όμως σοβαρότητα, τεχνοκρατική προετοιμασία και υψηλή πολιτική συμμαχιών. Για να πάρουμε, θα πρέπει να συνεισφέρουμε. Ο τελικός στόχος ασφαλώς και θα είναι η προστασία των ελληνικών συνόρων ως ευρωπαϊκών. Για να φτάσουμε όμως εκεί, θα πρέπει να διεκδικήσουμε και να εξασφαλίσουμε στρατηγικό ρόλο στον στενό πυρήνα της Ευρώπης».
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.