Δεν νομίζουμε ότι υπάρχουν στη νεότερη παγκόσμια Ιστορία χώρες που μέσα σε 40 χρόνια δέχθηκαν 1.260 δισεκατομμύρια ευρώ για να αναπτυχθούν και να μεταρρυθμιστούν και κατάφεραν, αντί γι' αυτό, να χρεοκοπήσουν.
Σε κάποιο βαθμό το φαινόμενο αυτό μάς θυμίζει μία ιστορία που του άρεσε να διηγείται ο αείμνηστος Κορνήλιος Καστοριάδης: «Εμπιστευθείτε», έλεγε, «σε κομμουνιστές γραφειοκράτες την έρημο της Σαχάρας και κάποια στιγμή θα αρχίσουν να κάνουν εισαγωγές άμμου».
Κάτι παρόμοιο συνέβη και στην τελευταία κομμουνιστική χώρα της Ευρώπης, λένε περιπαικτικά πολλοί παράγοντες στις Βρυξέλλες. Και ίσως να μην έχουν άδικο. Αν και η Ελλάδα απέφυγε το 1945 να καταστεί δορυφόρος της Σοβιετικής Ένωσης, εν τούτοις το πελατειακό κράτος που είχε εγκατασταθεί στη χώρα από την εποχή του Κωλέττη ελάχιστα διαφέρει από το αντίστοιχο σοβιετικό σε αναποτελεσματικότητα, διαφθορά και αδιαφάνεια.
Όταν υπουργός της σημερινής κυβέρνησης ομολογεί με θλίψη ότι στο υπουργείο επί 3.000 υπαλλήλων το 90% δεν κάνει τίποτε, εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι η χώρα είναι πέρα για πέρα προβληματική και θα παραμείνει στην κατάσταση αυτή. Όταν δεν υπάρχει μαζική λαϊκή βούληση για πραγματικές και σε βάθος αλλαγές, τότε οι ευκαιρίες έρχονται και παρέρχονται με αρνητικά αποτελέσματα.
Ενώ μπήκε το 2017, οι σκέψεις αυτές έρχονται αυθόρμητα στον νου καθ’ όσον φέτος είμαστε στην όγδοη μνημονιακή χρονιά, με ανύπαρκτες σχεδόν ελπίδες βελτιώσεως. Η χρεοκοπημένη Ελλάδα δεν θέλει, γι' αυτό δεν μπορεί να απαλλαγεί από τη θηλιά που τη στραγγαλίζει. Και οι ευθύνες για την κατάσταση αυτή είναι συλλογικές, είτε αυτό αρέσει είτε όχι.
Πριν σαράντα χρόνια, το 1977, η τότε γαλλο-γερμανική ηγεσία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος αποφάσιζε -παρά τις αντίθετες γνωμοδοτήσεις των τεχνοκρατών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής- να κάνει αποδεκτό το ελληνικό αίτημα για ένταξη της χώρας μας στην εννεαμελή ευρωπαϊκή οικογένεια, γεγονός που επισημοποιήθηκε το 1979 με την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας στο Ζάππειο. Η απόφαση αυτή, αν και είχε ξεκάθαρες πολιτικές διαστάσεις, ήταν ιδιαιτέρως σημαντική για τη χώρα, γιατί της προσέφερε την ευκαιρία ενός ισχυρού διαρθρωτικού και θεσμικού μετασχηματισμού, με ιστορική σημασία.
Η Ελλάδα θα μπορούσε σχετικά γρήγορα και με χαμηλό επενδυτικό κόστος να γίνει μία σύγχρονη δυτικοευρωπαϊκή χώρα, με αξιοζήλευτες επιδόσεις σε πολλούς τομείς της οικονομίας. Τίποτε από αυτά δεν συνέβη.
Τον Οκτώβριο του 1981, που ήταν και το πρώτο έτος εισόδου στην ΕΟΚ, ο ελληνικός λαός έφερε στην εξουσία έναν αντιευρωπαϊκό πολιτικό σχηματισμό, πρότυπα του οποίου ήταν τα αυταρχικά καθεστώτα του Τρίτου Κόσμου. Έτσι, την πρώτη τετραετία της εντάξεώς της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, η Ελλάδα όχι μόνον δεν άλλαξε αλλά υπέστη και δεινή παραγωγική και οικονομική συντριβή, με αποτέλεσμα να ζητήσει από τους εταίρους της -τους οποίους η κυβέρνηση καθύβριζε- ένα σταθεροποιητικό δάνειο σωτηρίας της.
Την περίοδο 1981-1990, το ελληνικό δημόσιο χρέος εκτινάχθηκε, από το 25% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), στο 90%, με τις παραγωγικές επενδύσεις να είναι μηδενικές. Με άλλα λόγια, την πρώτη οκταετία του ΠΑΣΟΚ ρίχτηκαν οι βάσεις ώστε η ελληνική οικονομία από παραγωγική να γίνει καταναλωτική σε ποσοστό πάνω από το 80% του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να επιβιώσει παρά μόνον μέσω δανεισμού και διαδοχικών υποτιμήσεων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι την περίοδο αυτή η δραχμή υποτιμήθηκε 46% έναντι του δολλαρίου -αλλά με μηδενικό παραγωγικό αποτέλεσμα, καθ’ όσον η Ελλάδα δεν είχε επαρκή παραγωγή ικανή να απορροφηθεί στο εξωτερικό. Υπενθυμίζουμε, επίσης, για όσους έχουν ασθενική μνήμη, ότι το 1989 η Ελλάδα ήταν η 16η πιο υπερχρεωμένη χώρα στον κόσμο και πρώτη στην Ευρώπη των δώδεκα χωρών μελών.
Αντί λοιπόν η ένταξή μας στην ΕΟΚ, από την οποία αντλήσαμε και πολύτιμα παραγωγικά κεφάλαια, να γίνει εφαλτήριο αναπτύξεως και διαρθρωτικών αλλαγών, οδήγησε σε περαιτέρω θεσμική απορρύθμιση και σε σημαντική παραγωγική στασιμότητα.
Δυστυχώς δε, χρειάστηκαν τρεις εκλογικές αναμετρήσεις για να σχηματιστεί μία αδύναμη υπό τον κ. Κωνσταντίνο Μητσοτάκη κυβέρνηση, η οποία, αφού υπονομεύθηκε σφόδρα τόσον από μέσα όσο και απέξω, τελικώς έπεσε επτά μήνες πριν λήξει η θητεία της, έχοντας αφήσει πίσω της κάποιες δειλές μεταρρυθμίσεις.
Από το 1990, ένα νέο παγκόσμιο οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον είχε αρχίσει να διαμορφώνεται, απότοκο της πτώσεως του κομμουνισμού. Όμως ούτε αυτό αξιοποιήθηκε από τη χώρα μας. Η Ελλάδα, με τις τότε γεωπολιτικές επιλογές της, προτίμησε να είναι με το μέρος των προβλημάτων που είχαν ανακύψει στα Βαλκάνια παρά να αποτελέσει παράγοντα επιλύσεώς τους και άρα σταθερότητος στην περιοχή μας.
Παρ' όλα αυτά, από το 1996 και μετά, όταν την πρωθυπουργία ασκούσε ο κ. Κώστας Σημίτης με σημαία του τον «εκσυγχρονισμό» και τη συμμετοχή μας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ), η Ελλάδα εισέρχεται σε μία πολύ ευνοϊκή περίοδο. Κερδίζει τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, προγραμματίζει σημαντικά έργα υποδομής και δείχνει προς τα έξω ότι έχει πλέον τη θέληση να μετασχηματίσει τις παραγωγικές της δυνάμεις και το καθυστερημένο θεσμικό της περιβάλλον. Το γεγονός αυτό έφερε μέσα σε μία επταετία στην ελληνική αγορά περί τα 700 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό ασύλληπτο για τα ελληνικά δεδομένα, το οποίο όμως έμεινε ανεκμετάλλευτο από πλευράς παραγωγικών δομών.
Από το σημείο αυτό και μετά, η χρεοκοπία ήταν πλέον θέμα χρόνου. Όσο για τις χαμένες ευκαιρίες, θα αργήσουν πάρα πολύ να ξανάρθουν -αν αυτό συμβεί. Ίσως μετά από είκοσι έτη…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.