Η ανάπτυξη στην Ελλάδα με τα σημερινά δεδομένα είναι ανέφικτη, αν δεν πραγματοποιηθεί ριζική μεταβολή νοοτροπίας και θεσμικών ρυθμίσεων. Αυτό ισχύει είτε η χώρα παραμείνει, είτε αποχωρήσει από την ευρωζώνη.
Χρειάζεται πλέον επικέντρωση ολόκληρης της κοινωνίας σε έναν και μόνο σκοπό: την προώθηση και θεμελίωση κατάλληλων συνθηκών για την άμεση βελτίωση της «ουσιαστικής» ανταγωνιστικότητας.
Κάθε ρύθμιση και κρατική ενέργεια πρέπει να στοχεύει στη δημιουργία τέτοιου κοινωνικοπολιτικού κλίματος και οικονομικού περιβάλλοντος, έτσι ώστε η χώρα να καταστεί ελκυστική στις ξένες άμεσες επενδύσεις και φιλική στην επιχειρηματικότητα και, κυρίως, να αποδεχθεί ανεπιφύλακτα την ανάγκη κερδοφόρου οικονομικής δραστηριότητας του ιδιωτικού τομέα.
Προς το παρόν, όμως, μοιάζει μάλλον απίθανο η Ελλάδα να αλλάξει όπως χρειάζεται για να ξεπεράσει την κρίση. Με τις επικρατούσες συνθήκες, οι επενδύσεις που απαιτούνται για να ξεκινήσει η ανάπτυξη δεν είναι εφικτές, τουλάχιστον στα αναγκαία μεγέθη, και επομένως, το καλύτερο δυνατόν που μπορεί κανείς ρεαλιστικά να προσδοκά είναι η σταθεροποίηση της οικονομίας κοντά στα σημερινά χαμηλά επίπεδα του ΑΕΠ. Συγχρόνως, όσο διαρκεί η οικονομική στασιμότητα, το πιθανότερο είναι ότι η χώρα θα παραπαίει μεταξύ της παραμονής και της εξόδου από την ευρωζώνη...
Για την επίτευξη πραγματικά γρήγορης ανάπτυξης είναι ζωτική η ριζική αλλαγή της νοοτροπίας που διέπει την ελληνική κοινωνία, με αντίστοιχη αλλαγή του πολιτικού σκηνικού, προς την αποδοχή και υιοθέτηση φιλελεύθερων θέσεων και αντιλήψεων.
Η στάση της Γερμανίας απέναντι στην ελληνική κρίση αποτελεί πρόσθετο λόγο για το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική οδός για την ελληνική οικονομία και ότι οι ατέρμονες διαπραγματεύσεις των ελληνικών κυβερνήσεων καταλήγουν να είναι ανώφελες και επιζήμιες. Η σχέση της Γερμανίας με την ευρωζώνη είναι καθοριστικής σημασίας για την κατανόηση της γερμανικής στάσης.
Κατ' αρχάς, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Γερμανία ωφελήθηκε σημαντικά από την ευρωζώνη. Παρά το ότι δεν επεδίωξε την ίδρυση της ευρωζώνης, μέσω της μόχλευσης της «ουσιαστικής» της ανταγωνιστικότητας που της παρέσχε η ευρωζώνη, πέτυχε να αποσπάσει τα μεγαλύτερα οφέλη.
Συγχρόνως, στο πολιτικό επίπεδο, παρά το ότι αποδέχθηκε την ίδρυση της ευρωζώνης για να αποδείξει την προσήλωσή της στην ενωμένη Ευρώπη, μέσω της οικονομικής της επικυριαρχίας στην οποία συνετέλεσε η ευρωζώνη, κατάφερε σε σημαντικό βαθμό να μετατρέψει την «Ευρωπαϊκή Γερμανία» σε «Γερμανική Ευρώπη».
Επομένως, η ευρωζώνη είναι πολύτιμη για τη Γερμανία και η διατήρησή της είναι απαραίτητη, όχι μόνο για τα οικονομικά οφέλη που της παρέχει αλλά και για τη δυνατότητα που προσφέρει για την εμβάθυνσή της και την ολοκλήρωση μέρους τουλάχιστον της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως Ομοσπονδιακού κράτους της Ευρώπης. Μιας ολοκλήρωσης που θα πραγματοποιηθεί κάτω από την ηγεσία και σύμφωνα με τις προτιμήσεις της Γερμανίας.
Το ελληνικό πρόβλημα
Η στάση της Γερμανίας απέναντι στην Ελλάδα καθορίζεται, πιθανότατα σε μεγάλο βαθμό, από το τι εξυπηρετεί την επίτευξη του παραπάνω στόχου. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, η Γερμανία έδειξε πρόσφατα ότι είναι διατεθειμένη, εάν η Ελλάδα δεν σεβαστεί τις συμφωνημένες υποχρεώσεις της, να τη διευκολύνει (αν όχι και ωθήσει) στην έξοδο από την ευρωζώνη. Το σκεπτικό μοιάζει να είναι ότι ο κλονισμός που θα προκαλέσει μία τέτοια έξοδος στα υπόλοιπα μέλη της ευρωζώνης θα ενισχύσει όχι μόνο την πειθαρχία στις Ευρωπαϊκές Συνθήκες αλλά και τις τάσεις εμβάθυνσης της ευρωζώνης, προκειμένου να αποφευχθεί παρόμοια τύχη σε άλλη χώρα.
Η σημερινή μετέωρη κατάσταση της Ελλάδας, με στάσιμη οικονομία που αιωρείται μεταξύ παραμονής και εξόδου, δείχνει ποια οδυνηρή μοίρα επιφυλάσσεται σε μία χώρα η οποία δεν τηρεί τις υποχρεώσεις της, προσφέροντας ένα παραστατικό παράδειγμα προς αποφυγή.
Ακόμη όμως και αν αμφισβητηθεί ότι η παραμονή της Ελλάδας σε αυτή τη μετέωρη κατάσταση είναι πρόσφορη στη θεσμική εμβάθυνση του πυρήνα της ευρωζώνης, είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί η σημαντική οικονομική ωφέλεια που προσφέρει στη Γερμανία. Αντίθετα με την εντύπωση που επικρατεί στη γερμανική κοινή γνώμη, η ελληνική κρίση όχι μόνο δεν επιβάρυνε τη Γερμανία αλλά αναμφισβήτητα ωφέλησε πολλαπλά τη γερμανική οικονομία.
Κατ' αρχάς, η υψηλή ανεργία και η πτώση των εισοδημάτων ώθησε μεγάλο αριθμό νέων Ελλήνων να μεταναστεύσουν στη Γερμανία, βελτιώνοντας τη στενότητα που χαρακτηρίζει τη γερμανική αγορά εργασίας. Ακόμη περισσότερο δε, ωφελήθηκε η γερμανική οικονομία από το γεγονός ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των μεταναστών μετά το 2010, αντίθετα από ό,τι συνέβαινε σε παλαιότερες εποχές, διέθεταν πανεπιστημιακή μόρφωση.
Μία δεύτερη πηγή οφέλους για τη γερμανική οικονομία είναι η μεταφορά κεφαλαίων από την Ελλάδα και τις άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης. Η ανησυχία για τη μετάδοση της ελληνικής κρίσης, ιδίως σε Ιταλία και Ισπανία, παρότρυνε τη μετακίνηση κεφαλαίων για ασφάλεια στη Γερμανία. Η μετακίνηση αυτή κατευθυνόταν κυρίως στην αγορά ομολόγων της γερμανικής κυβέρνησης και σε λογαριασμούς γερμανικών τραπεζών, καθώς και προς το χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης και την αγορά ακινήτων. Η κατάληξη ήταν μια αύξηση των αξιών και του πλούτου, με αποτέλεσμα μία σημαντική τόνωση της γερμανικής οικονομίας. Το μέγεθος του οφέλους για τη γερμανική οικονομία είναι δύσκολο να υπολογισθεί επακριβώς, αλλά πρέπει να είναι κάποιες εκατοντάδες δισεκατομμύρια.
Σύμφωνα με μελέτη, που έγινε πρόσφατα από ένα γερμανικό Ινστιτούτο (Halle Institute for Economic Research), το όφελος για τον γερμανικό προϋπολογισμό από το χαμηλότερο κόστος δανεισμού του γερμανικού δημοσίου, από το 2010 μέχρι τα καλοκαίρι του 2015, ξεπερνά τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ. Οι μελετητές παρατηρούν το πώς ανησυχητικά νέα σχετικά με τις εξελίξεις στην Ελλάδα αύξαναν τη ζήτηση και την τιμή των γερμανικών ομολόγων και μείωναν τα επιτόκια, με τα οποία δανειζόταν σε αυτή την περίοδο το γερμανικό κράτος. Έτσι, καταλήγουν στην εκτίμηση, στη βάση συντηρητικών υποθέσεων, ότι η Γερμανία έχει ωφεληθεί από την ελληνική κρίση, ακόμη και εάν η Ελλάδα δεν αποπληρώσει τίποτα από τα γερμανικά δάνεια, περί τα 90 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ το συντηρητικά εκτιμώμενο όφελος μπορεί να ξεπεράσει τα 100 δισεκατομμύρια.
Αξίζει, σε σχέση με τα παραπάνω, να σημειωθούν δύο παρατηρήσεις. Η πρώτη είναι ότι το παραπάνω ποσό, που πρόσφερε στη Γερμανία η ελληνική κρίση, αντιπροσωπεύει περίπου το 3% του γερμανικού ΑΕΠ. Η δεύτερη είναι ότι η μείωση των επιτοκίων στον δανεισμό του γερμανικού δημοσίου, χάρη στην ελληνική κρίση, επέτρεψε για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια να ισοσκελισθεί το 2014 ο κρατικός προϋπολογισμός στη Γερμανία.
Μία μεγάλη ειρωνεία είναι ότι η «σκληρή και υπερήφανη» διαπραγμάτευση της ελληνικής κυβέρνησης στο πρώτο εξάμηνο του 2015 όχι μόνο ζημίωσε σοβαρά την ελληνική οικονομία, αλλά συγχρόνως, σε όλη της τη διάρκεια, εξυπηρετούσε και πρόσφερε σημαντικό όφελος στη γερμανική οικονομία. Επιπλέον, η κατάληξη της διαπραγμάτευσης σε υπογραφή τρίτου Μνημονίου και η αδυναμία να συντελεστεί πρόοδος στην εκτέλεσή του συνεχίζει να ζημιώνει την ελληνική οικονομία και εξακολουθεί με τον ίδιο τρόπο να ωφελεί τη γερμανική. Αυτός, άλλωστε, είναι ένας καλός λόγος για να διατηρείται η Ελλάδα όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο σε μετέωρη κατάσταση.
Σε αυτή τη μετέωρη κατάσταση συντρέχει, τέλος, και η τρίτη πηγή οφέλους για τη γερμανική οικονομία. Αυτή συνδέεται με τη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Όσο διαρκεί η ελληνική κρίση και υπάρχει ο κίνδυνος εξόδου από την ευρωζώνη, το ευρώ τείνει να παραμένει αδύναμο. Επομένως, ενισχύεται η «φαινομενική» ανταγωνιστικότητα της ευρωζώνης, η οποία κατά το τελευταίο έτος αύξησε το πλεόνασμα στο ισοζύγιο πληρωμών της στο 3% του ΑΕΠ.
Ως αποτέλεσμα, όχι μόνο μοχλεύεται η «ουσιαστική» ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας, η οποία επιτυγχάνει το μεγαλύτερο μέρος του πλεονάσματος, αλλά και το σύνολο των χωρών της ευρωζώνης ωφελείται σε κάποιο βαθμό από την ελληνική κρίση.
* Ομότιμος καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.