Γιατί το γερμανικό μοντέλο μισεί τον κεϋνσιανισμό

Πέρα από τον άκρατο καπιταλισμό και τον κεϋνσιανισμό, στη μεταπολεμική Γερμανία εφαρμόστηκε ένα τρίτο μοντέλο που σήμερα δέχεται κριτική από παντού. Πόσο ορθή είναι αυτή. Γράφει ο Α. Παπανδρόπουλος.

Το ότι μεταπολεμικά υπήρξε ένα γερμανικό οικονομικό θαύμα πιστοποιείται, πέρα από τα ποσοτικά και τα ποιοτικά στοιχεία, και από το γεγονός ότι, σωρευτικά, πάνω από 500.000 Έλληνες μετανάστευσαν στη χώρα του Γκαίτε και αποτέλεσαν πολύτιμη πηγή συναλλάγματος για την Ελλάδα. Και όχι μόνον. Επίσης, κανείς δεν αμφισβητεί ότι, για γεωπολιτικούς λόγους, η μεταπολεμική γερμανική οικονομία ενισχύθηκε γενναιόδωρα από τις ΗΠΑ.

Όπως, βέβαια, δεν αμφισβητείται και η αποτελεσματική αξιοποίηση των αμερικανικών κεφαλαίων -τα οποία, όπως συνέβη αλλού, θα μπορούσαν να είχαν κατασπαταληθεί. Κάτι παρόμοιο, όμως, ήταν αδιανόητο στη γερμανική περίπτωση.

«Πέρα από ανάπτυξη, η μεταπολεμική Γερμανία έπρεπε να αποκαταστήσει κύρος, αξιοπρέπεια και να δείξει ότι δεν ήταν μία ηττημένη, περιθωριοποιημένη και διαιρεμένη χώρα», μας έλεγε πριν αρκετά χρόνια ο συνάδελφος Γκούντερ Βαγκενλένερ -ο τελευταίος Γερμανός στρατιώτης που αποφυλακίστηκε από τους Σοβιετικούς, το 1947.

Απέναντι λοιπόν στο γερμανικό «οικονομικό θαύμα», το ερώτημα που προβάλλει είναι πώς ανοικοδομήθηκε και ποια είναι η φιλοσοφία πάνω στην οποία στηρίχθηκε.

«Η απάντηση δεν είναι δύσκολη», μας λέει ο Γάλλος οικονομολόγος Ζαν-Μαρκ Ντανιέλ, που πολλά χρόνια τώρα αναλύει και παρακολουθεί τη γερμανική οικονομία. «Ο αποκαλούμενος ρηνανικός καπιταλισμός στην ουσία είναι ο φιλελευθερισμός των κανόνων και της τάξης. Πρόκειται γερμανιστί για τον Ordoliberalismus, που διαφέρει αισθητά από τις κεϋνσιανής εμπνεύσεως πολιτικές οι οποίες ακολουθούνται στη Δύση.

Ο ρηνανικός καπιταλισμός δεν αποδέχεται ποσοτικές χαλαρώσεις με το νόμισμα, ούτε βλέπει με καλό μάτι τον πληθωρισμό. Δίνει επίσης μεγάλη έμφαση στις εξαγωγές, γι' αυτό και ενισχύει την ανταγωνιστικότητα των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων της οικονομίας. Υπό αυτή την οπτική γωνία, η γερμανική σχολή οικονομικής σκέψης εδώ και καιρό κινείται σε διαφορετικό μήκος κύματος από το κεντρικό ρεύμα σκέψης άλλων χωρών, συμπεριλαμβανομένων και άλλων χωρών της ευρωζώνης.

Τα τελευταία έξι χρόνια, τα χρόνια της κρίσης, το χάσμα αυτό διευρύνθηκε, έγινε πιο φανερό και πιο αντιπαθητικό. Ο Sebastian Dullien, μελετητής του think tank European Council on Foreign Relations, θεωρεί ότι αυτό οδηγεί σε "αποσύμπλεξη" της Γερμανίας από τον υπόλοιπο κόσμο».

Στη βάση λοιπόν αυτής της λογικής, κατά το βρετανικό περιοδικό The Economist, η στάση των Γερμανών προκαλεί σάστισμα και απορία στους οικονομολόγους του υπόλοιπου κόσμου, ιδιαίτερα δε στους αγγλοσάξονες.

Γιατί οι Γερμανοί δείχνουν εχθρότητα απέναντι στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ποιοι λόγοι τούς σπρώχνουν να είναι επιφυλακτικοί έναντι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όταν αυτή τονώνει τις ευρωπαϊκές οικονομίες; Γιατί επιμένουν σε δημοσιονομική λιτότητα σε χώρες όπου καταρρέει η ζήτηση; Και γιατί έχουν αυτή την εμμονή στους κανόνες ως αυταξία και όχι λόγω των πρακτικών συνεπειών τους;

Την απάντηση, υποστηρίζουν το Economist και γνωστοί Αμερικανοί οικονομολόγοι, θα χρειαστεί να την αναζητήσετε στην πνευματική ιστορία της ίδιας της Γερμανίας, ιδιαίτερα δε στην έννοια του Ordoliberalismus. Πρόκειται για παρακλάδι του κλασικού φιλελευθερισμού, το οποίο ξεπετάχτηκε κατά τη διάρκεια της ναζιστικής εποχής -όπου αντιφρονούντες γύρω από τον Walter Euchen, οικονομολόγο στο Freiburg, ονειρεύονταν ένα καλύτερο οικονομικό σύστημα. Ήταν μία αντίδραση εναντίον των σχεδιασμένων οικονομιών της ναζιστικής Γερμανίας αλλά και της Σοβιετικής Ένωσης, πλην όμως απέρριπτε τόσο το καθαρό laissez-faire όσο και τη διαχείριση της ζήτησης των κεϋνσιανών.

Το αποτέλεσμα ήταν μία σχολή σκέψης που υπήρξε -και προσωπικά, και ως προς το περιεχόμενό της- πλησιέστερη προς την αυστριακή σχολή του Friedrich Hayek. Και οι δύο αυτές σχολές μοιράζονται την άποψη ότι η διαχείριση της ζήτησης μέσω των δημοσιονομικών ελλειμμάτων αποτελεί αφροσύνη. Η γερμανική προσέγγιση, όμως, διαφοροποιείται κατά τούτο: θεωρεί ότι ο καπιταλισμός απαιτεί μία ισχυρή κυβέρνηση προκειμένου να δημιουργείται ένα πλαίσιο κανόνων που παρέχει τάξη (ordo στα λατινικά), την οποία χρειάζονται οι ελεύθερες αγορές, αν είναι να λειτουργούν πιο αποτελεσματικά.

Από τους αρχικούς ορντολιμπεραλιστές ξεκίνησε μία μεγάλη ιδέα για την κρατική παρέμβαση, την εποχή όπου στην οικονομία κυριαρχούσαν τα καρτέλ: αναγκαία, λοιπόν, μία ισχυρή πολιτική ανταγωνισμού. Μία δεύτερη ιδέα, όμως, ήταν μία αυστηρή νομισματική πολιτική, επικεντρωμένη με άκαμπτο τρόπο και αποκλειστικά στη σταθερότητα των τιμών. Μία τρίτη, ήταν η αυστηρή τήρηση της haftung, που δεν είναι η λέξη μόνο για την οφειλή αλλά και εκείνη για την ευθύνη. Έτσι, η Γερμανία έχει αυστηρότερη νομοθεσία για τη χρεοκοπία απ' ό,τι η Αμερική ή η Μεγάλη Βρετανία.

Μέσα από την προσωπικότητα του Ludwig Erhard, του πρώτου υπουργού Οικονομικών της Δυτικής Γερμανίας (και δεύτερου καγκελαρίου της), ο Ordoliberalismus βρέθηκε να ασκεί ισχυρή επιρροή στη μεταπολεμική οικονομική πολιτική της χώρας. Τη δεκαετία του 1960 υπήρξε ένα σύντομο φλερτ των Γερμανών με τον κεϋνσιανισμό.

Όμως, η Γερμανία μετέδωσε στην Ευρωπαϊκή Ένωση -και στην ΕΚΤ- τη φιλοσοφία της σχετικά με την αυστηρότητα των κανόνων ανταγωνισμού και τη λογική ιέρακα στα νομισματικά. Τα ίχνη αυτής της φιλοσοφίας τα ανακαλύπτει κανείς στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ευρωζώνης, όπως αυτό συμφωνήθηκε τη δεκαετία του 1990 ως μέθοδος συγκράτησης των ελλειμμάτων των προϋπολογισμών μέσω κανόνων -ασχέτως αν μία κεντροαριστερή γερμανική κυβέρνηση ήταν εκείνη που πρώτη το παρέβη.

Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ανέδειξε ακόμη περισσότερο το χάσμα ανάμεσα στη Γερμανία και τον υπόλοιπο κόσμο. Στην Αμερική, η κρίση επανέφερε στη μόδα τον κεϋνσιανισμό. Τόσο ο Τζορτζ Μπους όσο και ο Μπάρακ Ομπάμα περιέλαβαν μέτρα δημοσιονομικής τόνωσης στην απάντησή τους στην κρίση. Και η Γερμανία πέρασε σε δημοσιονομική επέκταση, όμως, ως γνωστόν, πολλοί Γερμανοί οικονομολόγοι εξεγέρθησαν εναντίον μιας τέτοιας πρακτικής.

Κατά τον γνωστό Γερμανό κεϋνσιανό οικονομολόγο και μέλος του πενταμελούς Οικονομικού Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων της Γερμανίας, κ. Πίτερ Μποφίνγκερ, οι συνάδελφοί του θεωρούν χρέη και ελλείμματα κακό πράγμα, δίνουν δε πάντα έμφαση στην περικοπή των δημοσίων δαπανών αλλά και στον κοινωνικό εξορθολογισμό τους.

Στην ίδια τη Γερμανία, ένας μηχανισμός «φρένου χρέους» έχει συμπεριληφθεί στο Σύνταγμα: τα ομοσπονδιακά κρατίδια υποχρεούνται να ισοσκελίσουν τον προϋπολογισμό τους μέχρι το 2020, ενώ ο δανεισμός σε ομοσπονδιακό επίπεδο έχει περιορισμούς (ο προϋπολογισμός της Γερμανίας βρίσκεται σήμερα ισοσκελισμένος σε επίπεδο που αυτοαποκαλείται «μαύρο μηδέν»). Η Γερμανία έχει επιβάλει παρόμοιους περιορισμούς στις άλλες χώρες της ΕΕ μέσω της Συνθήκης του 2012 για το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, αποβλέποντας μέχρις ενός σημείου να περιορίσει τη δική της έκθεση σε ευθύνες, εν προκειμένω.

Ακόμη πιο χαρακτηριστική είναι η στάση της Γερμανίας σε επίπεδο κανόνων. Μέχρις ενός σημείου, αυτό αντανακλά την κουλτούρα της χώρας. Και εκεί, όμως, στις ρίζες της στάσης αυτής θα βρει κανείς τον Ordoliberalismus. Ο Γενς Βάιντμαν, πρόεδρος της Bundesbank, συχνά παραπέμπει σε έργα του Walter Euchen -ιδίως εκεί όπου η haftung «πηγαίνει παράλληλα με τον έλεγχο». Αυτό εξασφαλίζει στους Γερμανούς οικονομολόγους ένα ακόμη επιχείρημα προκειμένου να αποκρούουν τη λογική των ευρωομολόγων, ή της αμοιβαιοποίησης του χρέους, παράλληλα με την έμφαση που αποδίδουν στον βασικό κανόνα της ευρωζώνης για non bail-out (μη διάσωση).

Αντίστοιχα, βέβαια, οι εκκλήσεις για «αλληλεγγύη» (ή για μεταβιβαστικές πληρωμές) προσκρούουν στις ανησυχίες περί ύπαρξης «ηθικού κινδύνου». Ο Μάριο Μόντι, πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας, χαρακτηρίζει τα οικονομικά των Γερμανών «κλάδο της ηθικής φιλοσοφίας».

Συνεπώς, όπως αναφέρει και το περιοδικό The Economist, ένας κάποιος τόνος ηθικολογίας δεν παύει να εμφιλοχωρεί στις συζητήσεις για το πλεόνασμα των τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας -που σήμερα είναι το μεγαλύτερο παγκοσμίως. Για τους μη Γερμανούς οικονομολόγους, τα πελώρια αυτά πλεονάσματα αντιπροσωπεύουν ανισορροπία της αποταμίευσης έναντι των επενδύσεων, που έχει αντίκρισμα στα ελλείμματα των άλλων χωρών και, όπως αφήνει να φανεί η διαδικασία μακροοικονομικών ισορροπιών της ίδιας της ΕΕ, απαιτεί διορθωτική παρέμβαση.

Για τους Γερμανούς οικονομολόγους, όμως, τα πλεονάσματα αποτελούν απλώς σημάδι ενάρετης οικονομικής διαχείρισης, απλώς αντανακλούν την ανταγωνιστικότητα, οπότε δεν χρειάζονται οποιαδήποτε αντίδραση οικονομικής πολιτικής.

Βεβαίως, δεν θεωρούν τον εαυτό τους οπαδό του Ordoliberalismus όλοι οι Γερμανοί οικονομολόγοι. Όμως, η επιρροή αυτής της παράδοσης παραμένει ισχυρή σε εκείνα τα πανεπιστήμια που έχουν μαζική προσέλευση, καθώς και στην Bundesbank αλλά και στο Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων. Όπως δε οι αρχικοί οπαδοί της θεωρίας πέρασαν στις ανθρωπιστικές σπουδές και στα νομικά, σήμερα συχνά ξεκινούν με νομικές σπουδές -κάτι που κανείς συναντά συχνά π.χ. στο υπουργείο Οικονομικών.

Οι επικριτές της σχολής αυτής τη θεωρούν απαρχαιωμένη ή με λάθος στόχευση. «Δεν πρόκειται για πρακτική θεωρία αλλά για θρησκεία», λέει ο Michael Burda, Αμερικανός οικονομολόγος στο πανεπιστήμιο Humboltd του Βερολίνου. Έτσι, για παράδειγμα, οι περισσότεροι Γερμανοί οικονομολόγοι θεωρούν ότι η θέσπιση κατώτατου μισθού στη Γερμανία θα οδηγήσει σε απώλεια θέσεων εργασίας -και ας μην δείχνει κάτι τέτοιο η εμπειρία των ΗΠΑ ή της Μεγάλης Βρετανίας. Κατά τον M. Burda, το μεγαλύτερο ελάττωμα του Ordoliberalismus είναι ότι «παραλείπει να κάνει το πρόσθετο βήμα προς μία συνολική θεώρηση».

Κατά βάθος πρόκειται για ένα μικροοικονομικό μοντέλο που προσπερνάει τη μακροοικονομική πολιτική, επειδή μεταχειρίζεται τις χώρες (ή ακόμα και μία ολόκληρη νομισματική ζώνη) σαν να ήταν απλά νοικοκυριά.

«Αν συνέβαινε αυτό», μας είπε πρόσφατα ο Γάλλος νομπελίστας οικονομολόγος (2014) καθηγητής Ζαν Τιρόλ, «η ευρωζώνη θα είχε διαλυθεί, η Ελλάδα θα είχε χρεοκοπήσει και η Ιρλανδία με την Πορτογαλία θα τελούσαν υπό δραματικές συνθήκες λιτότητας. Το γερμανικό μοντέλο είναι αυτό της "υπευθυνοποίησης" των οικονομικών φορέων, ώστε μέσω αυτής να συμβάλλουν στο κοινό καλό».

Για κάποιους, βέβαια, αυτά είναι ψιλά γράμματα...


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v