Από το 2002, που η Ελλάδα έγινε δεκτή στην ευρωζώνη, έως και το τέλος του 2015, η διαφημιστική δαπάνη στη χώρα μας ξεπέρασε σωρευτικά τα 6,2 δισεκατομμύρια ευρώ.
Από αυτό το ιδιαιτέρως σημαντικό ποσό, που διαχρονικά αντιπροσωπεύει το 0,5% του ΑΕΠ μας, τo 1,7 δισ. ευρώ (ήτοι ποσοστό πάνω από 20%) ήταν η άμεση κρατική διαφήμιση. Αν δε στο ποσοστό αυτό προσθέσουμε και τη διαφημιστική δαπάνη κρατικών επιχειρήσεων, τραπεζών και οργανισμών, τότε το σχετικό νούμερο πάει πολύ πιο ψηλά και πλησιάζει τα 3 δισεκατομμύρια ευρώ.
Επίσης, αν στην κρατική διαφήμιση, όπως και σε αυτήν των ΔΕΚΟ, προσθέσουμε και τις κρατικές επιχορηγήσεις προς τον Τύπο (ΕΛΤΑ, τηλεπικοινωνιακά, αεροπορική μεταφορά, διάφορα), τότε έχουμε αθροιστικά για την προαναφερόμενη περίοδο ένα ποσόν επιχορηγήσεων που πλησιάζει τα 300 εκατομμύρια ευρώ. Από την άλλη πλευρά, στις σχέσεις κράτους και μέσων μαζικής επικοινωνίας θα πρέπει να προστεθούν τα έσοδα εκδοτών, καναλαρχών και ενώσεων από το αγγελιόσημο, τις δημοσιεύσεις ισολογισμών (οι οποίες καταργήθηκαν πριν δύο χρόνια) και τις διάφορες φοροαπαλλαγές.
Όλα αυτά, συμποσούμενα, μας οδηγούν στο πολύ ασφαλές συμπέρασμα ότι στην Ελλάδα, με τις 6.500 έντυπα (και τους λιγότερους αναγνώστες στην Ευρώπη), τα 212 εθνικά και περιφερειακά τηλεοπτικά κανάλια και τις 2.500 ραδιοφωνικούς σταθμούς, το κράτος είναι μεγάλος χρηματοδότης τους και άρα το πολύ ισχυρό αφεντικό τους.
Το κράτος αυτό, στις δικές του τηλεοπτικές, ραδιοφωνικές και δημοσιογραφικές υπηρεσίες, σε κάποια εποχή έφθασε να απασχολεί και περί τις 6.000 δημοσιογράφους, τεχνικούς και λοιπούς αργόμισθους, που υπηρετούσαν το πελατειακό σύστημα εξουσίας.
Για παράδειγμα, το 2008, λόγου χάρη, έδωσε σε γνωστό «μάγκα» εκδότη περί τα 3 εκατ. ευρώ κρατική διαφήμιση, για να στηρίξει δύο εφημερίδες του με σκάρτη κυκλοφορία 5.000 φύλλα την ημέρα.
Το 2009, επίσης, το κράτος αυτό μοίρασε σε φιλικά του μέσα περί τα 6 εκατ. ευρώ, για να προβάλει το Κτηματολόγιο -το οποίο όμως είναι ανύπαρκτο στην Ελλάδα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η εφημερίδα Καθημερινή ήταν αυτή που έγραφε, στις 9-12-2007, ότι τα νούμερα του κρατικού χρήματος με τα οποία συντηρούνται σήμερα εκατοντάδες έντυπα και ηλεκτρονικά Μέσα είναι απίστευτα και ξεφεύγουν κάθε ελέγχου και λογικής. Η "τελευταία" Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση μπορεί να μοιράζει σε οποιονδήποτε το ποσό των 100 χιλιάδων ευρώ, κάνοντας παιχνίδι σε τοπικό επίπεδο με τα ΜΜΕ, χωρίς να ενδιαφέρεται για κυκλοφορίες, αναγνωσιμότητες και άλλες τέτοιες "έννοιες". Φανταστείτε τι γίνεται σε "κεντρικό" επίπεδο. Η κρατική εξουσία, σε όλες τις εκφάνσεις της, κινεί τα νήματα. Οικονομικοί οργανισμοί και στενός δημόσιος τομέας είναι εκείνοι που κάνουν τη μεγαλύτερη διαφημιστική δαπάνη στα Μέσα και κρατούν στη ζωή (για την ακρίβεια, καλοζούν) όποιον θέλουν, λειτουργώντας εις βάρος όλων των υπολοίπων.
Με άλλα λόγια, στην Ελλάδα, η κρατική διαφήμιση ποτέ δεν μοιράστηκε με αυστηρά κριτήρια αγοράς. Η κατανομή της υπάκουε πάντα σε πολιτικές σκοπιμότητες, που συντηρούσαν ένα σαθρό πελατειακό πολιτικό καθεστώς.
«Στην Ελλάδα οι κρατικές επιχορηγήσεις στον Τύπο δεν καθορίζονται από ένα σαφές νομικό πλαίσιο, συνεπές προς τη φύση των πελατειακών σχέσεων της ελληνικής πολιτικής», επισημαίνει ο κ. Στ. Παπαθανασόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής του τμήματος Επικοινωνίας και Μαζικών Μέσων Ενημέρωσης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
«Τα δάνεια και άλλες παροχές, είτε με τη μορφή των χαμηλότοκων δανείων, των επιχορηγήσεων, εμφανών και συγκεκαλυμμένων, και των κρατικών εργασιών, χορηγούνται σε ατομικό επίπεδο παρά μέσα από μία συλλογική συμφωνία με την κυβέρνηση». Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι έντυπα μικρής κυκλοφορίας κατορθώνουν να εξασφαλίζουν κρατική διαφήμιση υπό πολιτικές συνθήκες «παντός καιρού», και μάλιστα πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που δίδεται σε ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδες.
Περισσότερο σαφής είναι ο καθηγητής του LSE κ. Νίκος Μουζέλης, όταν λέει για την περίπτωση της Ελλάδας: «Η κομματική λογική της κυριαρχίας και της επιμεριστικής συναλλαγής δεν περιορίζεται στον πολιτικό χώρο μόνον, αλλά διεισδύει και υποσκάπτει την αυτονομία, τις αξίες και την ιδιαίτερη λογική όλων των θεσμικών χώρων -από τα πανεπιστήμια και τα σπορ, ως την εκκλησία και την κοσμική κουλτούρα». Οι εφημερίδες και τα ΜΜΕ γενικότερα θα ξέφευγαν;
Μέσα λοιπόν σε αυτό το σύστημα κρατισμού, λαϊκισμού, διαπλοκής και πνευματικής υπανάπτυξης, οι τρεις εκβιαστές που συνελήφθησαν προσφάτως είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις ανθρώπων που «ανδρώθηκαν» σε ένα κλίμα κρατικής αθλιότητας και πνευματικής ιζηματοποιήσεως, που ωστόσο θαυμάζει και επικροτεί μια ολόκληρη κοινωνία.
Στα πνευματικά σκουπίδια και στις δημοσιογραφικές αθλιότητες που της προσφέρονται, η ελληνική κοινωνία -με εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα- προσφέρει απλόχερα την υποστήριξή της και κάνει τις πολιτικές και όποιες άλλες πολιτιστικές επιλογές της.
Στο μέτρο, συνεπώς, που κρατισμός, λαϊκισμός, ανορθολογισμός και πνευματική αθλιότητα θα κυριαρχούν στο επικοινωνιακό τοπίο της χώρας ως απαραίτητα συστατικά άσκησης της εξουσίας, η έντιμη δημοσιογραφία θα παραμένει στο περιθώριο, με τους εκβιαστές σε όλα τα επίπεδα να έχουν τον πρώτο λόγο. Έως ότου όλο αυτό το σαθρό σύστημα καταρρεύσει, όπως κάποτε συνέβη με όλα τα παρόμοια συστήματα.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.