Αρθρογράφος στο Mises Institute, ο οικονομολόγος Ράσελ Λαμπέρτι, οπαδός της Αυστριακής Σχολής Οικονομικής Σκέψεως, γράφει, μεταξύ άλλων, και τα εξής πολύ ενδιαφέροντα: «Η Ελλάδα δύσκολα θα βγει από την κρίση της και, με δεδομένη τη σημερινή κυρίαρχη κουλτούρα της, η χρεοκοπία της είναι το πιθανότερο σενάριο. Όταν κάνω λόγο για κουλτούρα δεν αναφέρομαι ούτε στο ντύσιμο, ούτε στη μουσική, ούτε στις παραδόσεις και, κυρίως, ούτε στο φαγητό.
Ομιλώ για την αντικαπιταλιστική κουλτούρα που διέπει τη χώρα, η οποία ως εκ τούτου δεν έχει ιδιαίτερα καλές σχέσεις με την ελευθερία. Και αυτό είναι πρόβλημα...».
Στο πλαίσιο λοιπόν αυτής της αντιφιλελεύθερης κουλτούρας, ο αρθρογράφος προβλέπει ότι η Ελλάδα –όπως χώρες σαν την Αργεντινή, τη Βενεζουέλα, την Γκάνα, τη Ζιμπάμπουε και άλλες– δεν πρόκειται να διδαχθεί πολλά πράγματα από την κρίση, κάτι που συμβαίνει όταν ο κρατισμός και η νοοτροπία του επιδοτούμενου πολίτη αποτελούν κυρίαρχη ιδεολογία.
«Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Ελλάδα δεν είναι η λιτότητα ή η χρεοκοπία, ούτε το ευρώ ή η δραχμή. Σαφώς, δε, δεν είναι ο αποκλεισμός της από τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Όλα αυτά είναι δευτερεύοντα μπροστά σε μία κουλτούρα που, αντί για την ελευθερία, προκρίνει τις νοθευμένες αγορές, τη μόνιμη κρατική εξάρτηση και τον άκρατο συντεχνιασμό... Ακόμα χειρότερα, στη σημερινή κρίση η κουλτούρα αυτή διώχνει από την Ελλάδα και τα πιο δυναμικά στοιχεία της κοινωνίας της, τα οποία αναζητούν νέους τρόπους για να αναπτύξουν και να αξιοποιήσουν τα προσόντα και τη δημιουργικότητά τους», γράφει.
Χάνεται έτσι για τη χώρα και ένα πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο, που σε κάποια φάση θα μπορούσε να πάρει την τύχη της στα χέρια του και να την απογειώσει. Δυστυχώς όμως οι 250.000 Έλληνες επιστήμονες, επιχειρηματίες και ελεύθεροι επαγγελματίες που τα τρία τελευταία χρόνια πήραν την άγουσα για τον εκτός Ελλάδος κόσμο, δύσκολα θα επιστρέψουν σε μία χώρα που δεν έχει μόνον πρόβλημα αντιφιλελευθερισμού.
Κατά την ταπεινή μας γνώμη, η εγχώρια αντιφιλελεύθερη κουλτούρα υπαγορεύεται από τη βαθιά ριζωμένη στη χώρα μας αντιδυτική –και ειδικότερα αντιευρωπαϊκή– σκέψη. Η σκέψη αυτή έγινε λάβαρο για τις φαιοκόκκινες ομάδες του νεοελληνικού σκοταδισμού και στην ουσία ακύρωσε και ακυρώνει κάθε προσαρμογή της χώρας στις σύγχρονες πραγματικότητες. Συνεπώς, το σημερινό ελληνικό πρόβλημα δεν περιορίζεται σε αριθμούς και σε θεσμικές ρυθμίσεις.
Είναι βαθύτατα πολιτιστικό και, ως τέτοιο, θα παραμένει άλυτο για πάρα πολλά χρόνια.
Όσα δάνεια και όσες διαγραφές χρέους και να δεχθεί η Ελλάδα, θα παραμένουν δώρον άδωρον –όπως ισχύει από το 1830– στο μέτρο που η αντιφιλελεύθερη νοοτροπία θα εμποδίζει κάθε παραγωγικό μετασχηματισμό. Μία μεταπρατική και εργολαβική οικονομία με 200 χρόνια παράδοση πίσω της δεν μετασχηματίζεται από τη μια μέρα στην άλλη. Ιδιαίτερα δε όταν οι σκοτεινές δυνάμεις που απομύζησαν την οικονομία αυτή δίνουν σήμερα τον υπέρ πάντων αγώνα για να την υποχρεώσουν να επιστρέψει σε ένα χρεοκοπημένο εθνικό νόμισμα. Οι δυνάμεις της παρακμής και της οπισθοδρομήσεως είναι πανίσχυρες και πλούσιες. Όπως πάντα, δε, παίζουν το ανιστόρητο και γελοίο παιχνίδι της «εθνικής ταυτότητος», παραχαράσσοντας με απίστευτη αθλιότητα την Ιστορία.
Είναι έτσι εξαιρετικά επίκαιρο ένα κείμενο του Γιάννη Γεράση, ο οποίος το 1989 στο βιβλίο του «Η Νεοελληνική Ταυτότητα και οι μυθικοί μετασχηματισμοί της» έγραφε:
«Το δίκαιο αίτημα της επαναστατημένης Ελλάδος για την πραγματοποίηση ενός κοινωνικού μετασχηματισμού και την εδραίωση ενός κοινωνικού και ιστορικού Λόγου, στα πλαίσια των κατακτήσεων του επαναστατημένου Έλληνα (Καραϊσκάκης, Μακρυγιάννης κλπ) και των κατακτήσεων της μεταναγεννησιακής, ευρωπαϊκής μητρόπολης (Κοραής, Κάλβος, Ρήγας κ.ά.), ουσιαστικά ακυρώνεται με τη σύσταση του νέου Ελληνικού Κράτους, τόσο στο επίπεδο της κοινωνικής πρακτικής όσο και σε κείνο του πνευματικού προσανατολισμού.
Τα ιστορικά συμβάντα, τα οποία έφεραν την ταλαιπωρημένη νεοελληνική κοινωνία από τον φεουδαρχικό κοτζαμπασισμό, μέσω ενός συνεχούς, άλλοτε φανερού (και εν πολλοίς παρεξηγημένου) αλληλοσπαραγμού στα βιομηχανικά ή μεταβιομηχανικά απορρίμματα, χωρίς βιομηχανία, είναι γνωστά. Το αίτημα μεταβλήθηκε σε φάντασμα και η μυθοποίηση ή μυστικοποίησή του προτάθηκε ως πραγματικότητα. Εξηγούμαι.
»Στην πρώτη περίοδο της μετεπαναστατικής Ελλάδος (σχηματικά από το 1832-1897) η Μεγάλη Ιδέα φιλοδόξησε να ενοποιήσει πνευματικά και ιστορικά τη νέα ελληνική κοινωνία (από την αρχαιότητα μέχρι τις αρχές του τρέχοντος αιώνα) και αξίωσε τη θέση της πολιτιστικής ταυτότητας, καταρρέοντας στη δεκαετία του '20, με κορύφωμα τα γεγονότα της μικρασιατικής καταστροφής. Καθώς φαίνεται, η ήττα του '97 δεν στάθηκε ικανός και επαρκής λόγος για τη διάλυση της αυταπάτης...
»Η νέα ελληνική κοινωνία, αντί να δει την επανάσταση ως κατάκτηση μιας νέας πνευματικής ταυτότητας (ή ενός νέου ιστορικού αιτήματος) του επαναστατημένου Έλληνα, με νέους πνευματικούς και ψυχικούς ορίζοντες, με νέες ευαισθησίες και προτάσεις (όπως επίσης και με αμέτρητα προβλήματα και αντιφάσεις) μέσα στη συνθήκη της εποχής της, με τη Μεγάλη Ιδέα είδε και ερμήνευσε την επανάσταση του '21 ως ηρωική συνέχεια της αρχαίας Ελλάδας και ιδιαίτερα του Βυζαντίου και του βυζαντινού μεγαλείου (με τη σημασία του imperium romanum)».
Και εξ ενός κακού μύρια έπονται, μας διδάσκει η Ιστορία. Αλλά ποιος ασχολείται με αυτήν σήμερα;
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.