Το αν η Ελλάδα έπρεπε να μπει στην ευρωζώνη ή όχι είναι σήμερα ένα ενδιαφέρον θεωρητικό οικονομικό ερώτημα, άνευ όμως πρακτικής σημασίας. Διότι, αν όντας μέσα σε ένα αεροπλάνο εν πτήσει, αντιληφθείς ότι μπήκες κατά λάθος, δεν ανοίγεις έτσι απλά την πόρτα για να κατέβεις.
Δεν κάνεις, δηλαδή, με την βεβαιότητα της καταστροφής, αυτό που προτείνουν οι αποκαλούμενοι «δραχμοαπατεώνες», οι οποίοι, με βαρύγδουπες αναλύσεις, συνιστούν την έξοδο από το ευρώ –που έτσι κι αλλιώς είναι τεχνικά και θεσμικά αδύνατη.
Τα ίδια άτομα επικαλούνται και τον Κέϋνς ως φάρμακο στην ελληνική κρίση. Υπό την έννοια αυτή, όμως, πού το πάνε;
Αν υποθέσουμε ότι υπάρχει οικονομική επιστήμη, πράγμα που αμφισβητείται, αυτή θα πρέπει να υπακούει σε κάποιους κανόνες –ασχέτως αν στην οικονομία πολλά εξαρτώνται από τις ανθρώπινες συμπεριφορές, οι οποίες σαφώς και δεν είναι πάντα ορθολογικές.
Όπως και να έχουν πάντως τα πράγματα, το αντικείμενο της οικονομικής αναλύσεως είναι απλό και αμετάβλητο: πρόκειται για τις συναλλαγές. Οι τελευταίες, από την εποχή του Αδάμ Σμιθ βρίσκονται στην καρδιά της οικονομικής πρακτικής και πολύ πριν τον Διαφωτισμό παίζουν σημαντικό διαρθρωτικό ρόλο στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Από τους Φοίνικες εμπόρους έως τους Βενετούς τραπεζίτες, τους Βρεταννούς βιομηχάνους του 18ου και του 19ου και τους Έλληνες εφοπλιστές του 20ου αιώνα, οι συναλλαγές και η αναζήτηση των καρπών τους οδήγησαν και έφεραν την ανάπτυξη τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία και την Αμερική.
Τελικά δε, μέρος της οικονομικής φιλοσοφίας εδράζεται στο φαινόμενο της προσφοράς και της ζητήσεως αγαθών, είτε αυτά είναι εμπράγματα είτε υπηρεσίες. Και επειδή το μέσον που χρησιμοποιείται για την ικανοποίηση της προσφοράς και ζητήσεως αγαθών είναι το χρήμα, πολύ σοβαρό φαινόμενο είναι και ο εκχρηματισμός μιας οικονομίας. Όσο για το επίκεντρο της οικονομίας και βασικό υποκείμενό της είναι το άτομο, η αυτονομία του, η πληροφόρησή του, ο ορθολογισμός και ο μέσω της αγοράς συντονισμός των συμπεριφορών του.
Υπό τους όρους αυτούς, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η οικονομία μελετά τις ατομικές επιλογές και τις εν συνεχεία κοινωνικές τους επιπτώσεις. Αυτή περίπου ήταν και η αρχή πάνω στην οποία στηρίχθηκε ο Τζων Μαίηναρντ Κέϋνς την δεκαετία του 1930 για να διατυπώσει την «Γενική Θεωρία» του, για την οποία έχει χυθεί άφθονο μελάνι. Στο πλαίσιο αυτό, ο Κέϋνς θεωρείται «νεκροθάφτης της οικονομίας της αγοράς» από τους ακροφιλελεύθερους, «σωτήρας» του παραπαίοντος το 1930 καπιταλισμού για τους μαρξίζοντες, για δε τους δημοκράτες σοσιαλιστές είναι ο άνθρωπος που έδωσε κοινωνικό περιεχόμενο και άρα ανθρώπινο πρόσωπο στην αμιγώς φιλελεύθερη οικονομία της αγοράς.
Κατά την δική μας ταπεινή γνώμη, ο Βρεταννός οικονομολόγος, σε μια κρίσιμη για την οικονομία της αγοράς περίοδο, πραγματοποίησε μία πραγματιστική ανάλυση των ορίων της. Δεν προτείνει την εγκατάλειψη της κλασσικής φιλελεύθερης λογικής, αλλά μία επανατοποθέτηση των λειτουργιών της μέσω κυβερνητικών παρεμβάσεων στο επίπεδο των οικονομικών πολιτικών. Με άλλα λόγια, ο Κέϋνς, χωρίς να είναι αντιφιλελεύθερος, ενίσχυσε την παρουσία της πολιτικής στην οικονομία –αλλά δεν μπορούσε βεβαίως να προβλέψει ότι πιθανότατα, από την εξέλιξη αυτή μύρια έπονται.
Σήμερα, λοιπόν, ο κεϋνσιανισμός βρίσκεται εκ νέου στο προσκήνιο και κάποιοι τον επικαλούνται ως το απόλυτο «φάρμακο» σε μία κρίση χρηματοοικονομική την οποία αποδίδουν στον «νεοφιλελευθερισμό», την στιγμή που η κρίση αυτή είναι γνησιότατο «κεϋνσιανό» προϊόν.
Ωστόσο, ας υποθέσουμε ότι η κρίση στην ελληνική εκδοχή της είναι «νεοφιλελεύθερη» και άρα χρίζει «κεϋνσιανής» θεραπείας –την οποίαν εσχάτως επικαλούνται ο πρωθυπουργός και οι περί αυτόν βαρύγδουποι, νομπελίστες και μη, οικονομολόγοι, μερικοί από τους οποίους θεωρούν ότι η χώρα μπορεί να «σωθεί» επιστρέφοντας στην δραχμή, Πώς, όμως;
Κατά τον Βρεταννό οικονομολόγο και όχι μόνον, σε περιόδους παρατεταμένης υφέσεως, η έξοδος από την κατάσταση αυτή μπορεί να γίνει με τρεις τρόπους. Είτε με την ενίσχυση της προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών, είτε με την ενίσχυση της ζητήσεώς τους, η οποία προϋποθέτει και την ικανή ύπαρξη παραγωγής, είτε με την πραγματοποίηση κρατικών επενδύσεων που δημιουργούν απασχόληση. Ακόμα, είχε πει ο γνωστός οικονομολόγος, το κράτος μπορεί για ένα διάστημα να βάζει ανθρώπους να ανοίγουν τρύπες το πρωί κα να τις βουλώνουν το βράδυ. Όλα αυτά, όμως, για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, όχι εφ' όρου ζωής.
Στην ελληνική περίπτωση, η τόνωση της ζητήσεως είναι ουτοπική για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχει αργούσα παραγωγική δραστηριότητα. Η Ελλάδα δεν έχει την παραγωγή που πρέπει για να εφαρμόσει την κεϋνσιανή συνταγή που προτείνουν κάποιοι άσχετοι με την ελληνική πραγματικότητα. Έτσι, πλανώνται πλάνην οικτράν και όλοι αυτοί που υποστηρίζουν την επιστροφή στην δραχμή. Με δεδομένη την παραγωγική δύναμη της χώρας, οποιαδήποτε υποτίμηση και έκδοση χρήματος θα κατέληγε σε υπερπληθωρισμό και όχι σε έξοδο από την ύφεση. Εξάλλου, τα τριάντα τελευταία χρόνια έγιναν τρεις υποτιμήσεις στην Ελλάδα, χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Ερχόμαστε έτσι στο σκέλος της προσφοράς. Πώς μπορεί η τελευταία να ενισχυθεί σε μία χώρα όπου το επιχειρείν ξορκίζεται και η επιχειρηματικότητα καταδιώκεται; Ποια επιχείρηση θα ενισχύσει την προσφορά της όταν, για να επεκτείνει μία αποθήκη της απαιτούνται γραφειοκρατικές διαδικασίες επί δέκα μήνες; Ποια προσφορά μπορεί να προωθήσει, την στιγμή που τεχνογνωσία, κεφάλαια και άνθρωποι είναι είδη εν ανεπαρκεία στην χώρα μας; Μία χώρα που παράγει κατά κόρον δικηγόρους, φιλολόγους και δημοσίους υπαλλήλους τι μπορεί να περιμένει από πλευράς προσφοράς, όταν διεθνώς είναι λιγοστά και αυστηρώς επιλεκτικά τα κεφάλαια που ζητούν να επενδυθούν; Ποια τεχνογνωσία μπορεί να εισαχθεί ή να παραχθεί στην χώρα μας όταν, για να ασκηθεί ηλεκτρονική εμπορική δραστηριότητα, απαιτούνται έξι, επτά ή και οκτώ μήνες ταλαιπωρίας; Ακόμα, πώς μπορεί να επενδύει στο άνοιγμα τρυπών ένα χρεοκοπημένο κράτος, που σαράντα χρόνια τώρα δανειζόταν για να καταναλώνει;
Το πραγματικό, λοιπόν, στοίχημα για να υπάρξει ανάπτυξη σε τούτη την χώρα είναι η ριζική διοικητική της μεταρρύθμιση, για να ακολουθήσει στην συνέχεια, μέσω της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, παραγωγική αναδιάρθρωση και να αρχίσουν να εισρέουν επενδυτικά κεφάλαια.
Την ίδια στιγμή, άμεση θα πρέπει να είναι η σύνδεση του πανεπιστημίου με την παραγωγή και γενναία η χρηματοδότηση νέων επιχειρηματιών που βλέπουν μπροστά. Αν όλα αυτά δεν γίνουν ...χθες, το αύριο μάλλον θα είναι η επανάληψη της ιστορίας ως τραγωδία. Όσο για τον Τζων Μαίηναρντ Κέϋνς, ας τον αφήσουν ήσυχο αυτοί που υπερκαπηλεύονται το όνομά του, και τελικά άλλα έχουν κατά νουν.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.