Όλα δείχνουν ότι μέσα σε σύντομο διάστημα θα παιχτεί η τελευταία πράξη αυτής της φάσης του ελληνικού «δράματος». Και ότι θα έχει την προσωπική σφραγίδα της κυρίας Μέρκελ, ως απόλυτα κυρίαρχης πολιτικής φυσιογνωμίας στον ευρωπαϊκό χώρο.
Οι μέχρι τώρα πληροφορίες για τη διαπραγμάτευση είναι αρκετά σαφείς. Από τη μία πλευρά υπάρχει η Κομισιόν, η οποία εμφανίζεται περισσότερο πρόθυμη για μια πολιτική λύση στο ελληνικό πρόβλημα, που θα επιτρέψει να πάει πιο πέρα η πραγματική λύση και να κερδηθεί χρόνος.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει το ΔΝΤ που επιμένει σε μέτρα «εδώ και τώρα», χωρίς όμως να διασφαλίζει μια εξίσου άμεση λύση στο πρόβλημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Το ΔΝΤ που όμως, όπως φάνηκε από την προηγούμενη «πενταμερή» συνάντηση κορυφής, στην οποία ΔΕΝ συμμετείχε η Ελλάδα, έχει την ανοχή, αν όχι την υποστήριξη, του γαλλογερμανικού «άξονα» της Ευρώπης.
Υπό αυτή την έννοια, η απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης να απορρίψει την πρόταση των Θεσμών (στην οποία χθες απέσπασε έστω και έμμεση, αλλά πάντως σαφή συναίνεση όλου του κοινοβουλίου) και κυρίως, η κίνηση της να πακετάρει τις δόσεις προς το ΔΝΤ, που είναι και η πρώτη κίνηση που πραγματικά υπονοεί πολιτικά τη ρήξη, δεν στερείται νοήματος, πέρα από την προφανή πολιτική σημασία της στο εσωτερικό μέτωπο.
Αφενός στέλνει μήνυμα προς τις αρχές του Ταμείου ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος μη πληρωμής των οφειλόμενών. Γεγονός που, δεδομένων και των διαφωνιών που υπήρξαν μεταξύ των μελών του εξ αρχής, για το ελληνικό ζήτημα, θα προκαλούσε τεράστια αναταραχή και κριτική για την ανάμιξη του στην ευρωπαϊκή κρίση,
Κι αφετέρου, μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για την επίλυση των διαφωνιών μεταξύ ΔΝΤ και Ευρώπης. Αυτό θα μπορούσε να γίνει με αρκετούς τρόπους: Είτε να υποχωρήσει το ΔΝΤ στις αξιώσεις του για νέα μέτρα, είτε να υποχωρήσουν οι Ευρωπαίοι (κυρίως οι Γερμανοί που το θεωρούν θέμα ταμπού) στο πότε επιτέλους θα γίνει η ρύθμιση του ελληνικού χρέους, είτε να φύγει το ΔΝΤ από την εικόνα, με εξαγορά ή πρόωρη αποπληρωμή των δανείων του προς την Ελλάδα, με χρηματοδότηση των Ευρωπαίων, παραμένοντας σε ρόλο συμβούλου.
Ωστόσο η επιλογή αυτή της ελληνικής κυβέρνησης, εμπεριέχει σημαντικά στοιχεία ρίσκου, διότι καμία από τις παραπάνω εκδοχές δεν είναι εύκολη πολιτικά, ούτε για την Ευρώπη, ούτε για το ΔΝΤ, ούτε, το σημαντικότερο, για την ίδια τη Γερμανία.
Σε κάθε περίπτωση, η πίεση του χρόνου που εξαντλείται, αλλά και η ελληνική κίνηση, ωθούν πλέον όλες τις πλευρές να δουν σε ποιους επώδυνους συμβιβασμούς θα καταλήξουν, αυξάνοντας όμως και τις πιθανότητες ατυχήματος, καθώς η κατάσταση είναι περίπλοκη, οι εμπλεκόμενες πλευρές πολυάριθμες και τα πολιτικά συμφέροντα συχνά αντικρουόμενα.
Αναμφίβολα όμως, το κλειδί των εξελίξεων, το κρατά η κυρία Μέρκελ.
Όλες οι πληροφορίες καταλήγουν στο συμπέρασμα, ότι ο «γαλλογερμανικός άξονας», από τον οποίο παραδοσιακά λαμβάνονται όλες οι μεγάλες αποφάσεις στην Ευρώπη, κινείται με βάση τις πρωτοβουλίες της, στις οποίες απλώς «ακολουθεί» ο κ. Ολάντ.
Ομοίως, η κα Μέρκελ είναι το μόνο πρόσωπο που μπορεί να ελέγξει τον κ. Σόιμπλε, ο οποίος με όλες τις δηλώσεις του ως σήμερα έχει κάνει ότι μπορεί για να βάλει την Ελλάδα στο «γωνία», υποδαυλίζοντας την γερμανική κοινή γνώμη, αλλά και βουλευτές του κυβερνητικού συνασπισμού της Γερμανίας. Ούτε είναι βεβαίως τυχαίο ότι και οι όποιας αποτελεσματικότητας παρεμβάσεις των ΗΠΑ για το ελληνικό θέμα, έχουν ως βασικό αποδέκτη την ισχυρή ηγέτιδα της Γερμανίας.
Πρέπει δε να σημειωθεί, ότι ο διχασμός στην κορυφή της γερμανικής πολιτικής, ακόμη κι αν ως ένα βαθμό αποτελεί τακτική διαπραγμάτευσης, στη λογική του «καλού και κακού μπάτσου», αποτυπώνει έναν απολύτως υπαρκτό διχασμό στην Ευρωζώνη γενικότερα, στον οποίο πολλάκις έχει αναφερθεί εμμέσως πλην σαφώς ο κ. Τσίπρας:
Ορισμένοι στην Ευρώπη πιστεύουν ότι το ευρώ δεν μπορεί να επιβιώσει παρά μόνον αν όλα τα μέλη του συνεχίσουν προς την ίδια κατεύθυνση, υπάρχουν όμως κι εκείνοι που θεωρούν ότι οι αδύναμοι κρίκοι του Νότου (δηλαδή σε αυτή τουλάχιστον τη φάση κυρίως η Ελλάδα) πρέπει είτε να προσαρμοστούν με κάθε κόστος (για τις κοινωνίες τους), είτε να αποχωρήσουν, προκειμένου να υπάρξουν ενιαίοι αυστηροί κανόνες που θα υποκαταστήσουν την έλλειψη «ομοσπονδιακών δομών» στην περιοχή του κοινού νομίσματος.
Η τελευταία άποψη, προφανώς αγνοεί βαρυσήμαντους γεωπολιτικούς, πολιτικούς ακόμη και ιστορικούς και πολιτισμικούς παράγοντες, είναι ωστόσο απολύτως υπαρκτή κι έχει όπως αποδεικνύεται ισχυρά ερείσματα, ιδίως στον Βορρά της Ευρωζώνης, που αισθάνεται περισσότερο αδιάφορος για τα όσα συμβαίνουν νοτίως της Ευρώπης, στην Αφρική τη Μέση και την Εγγύς Ανατολή.
Όπως και νάχει, οι επιλογές της κας Μέρκελ δεν είναι πολλές και ο χρόνος πλέον την πιέζει, σε συνδυασμό με την διαφαινόμενη αναζωπύρωση της σύρραξης στην Ουκρανία και το ενδεχόμενο ενός Brexit.
Είτε θα πρέπει να ρίξει το βάρος της σε μία από τις δύο πλευρές που προαναφέραμε, είτε θα πρέπει να κερδίσει χρόνο, μέσω μιας «μικρής» συμφωνίας, που θα παρατείνει την διαπραγμάτευση για τα επίμαχα, έως το φθινόπωρο.
Με βάση τον τρόπο που έχει επιλέξει να κινηθεί σε σειρά θεμάτων τα τελευταία χρόνια η Γερμανίδα καγκελάριος, πιθανότερο σενάριο, δείχνει να είναι το τελευταίο.
Η εξάντληση όλου του διαθέσιμου χρόνου, προκειμένου να περιοριστεί το ρίσκο της οιασδήποτε απόφασης.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.