Η σημαντική μεγέθυνση της γερμανικής οικονομίας μετά το 2005, σε σχέση με τα προηγούμενα έτη μετά την ενοποίηση της Γερμανίας, στηρίχθηκε προφανώς στις αλλαγές που επέφερε η κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Gerhard Schröder (2005) στην αγορά εργασίας, με τη λεγόμενη μεταρρύθμιση Hartz.
Εκείνη την περίοδο η αχίλλειος πτέρνα της γερμανικής οικονομίας ήταν η περιορισμένη δυνατότητά της να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, ειδικά στις υπηρεσίες. Υπήρχαν καλές θέσεις εργασίες στις υπηρεσίες αλλά σε σύγκριση με άλλες χώρες το συνολικό ύψος της απασχόλησης ήταν χαμηλό.
Η μεταρρύθμιση της κοινωνικής ασφάλισης μείωσε τον ελάχιστο μισθό (reservation wage) και έκανε τις μορφές μερικής απασχόλησης περισσότερο προσβάσιμες, εξαπλώνοντας σημαντικά μια δεύτερη αγορά εργασίας, η οποία κυρίως απευθυνόταν στις γυναίκες και στους απασχολούμενους στις υπηρεσίες.
Το αποτέλεσμα ήταν διπλής όψεως.
Από τη μια πλευρά μείωσε σημαντικά την ανεργία στη γερμανική οικονομία (το Μάρτιο 2015 έχει το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ 4,7%, ενώ το μέσο ποσοστό ανεργίας στο χώρο της ΕΕ είναι 9,8% και στην Ευρωζώνη 11,3%. Το 2005 το ποσοστό ανεργίας στην γερμανική οικονομία ήταν 11,3%).
Επίσης αύξησε εντυπωσιακά το ποσοστό απασχόλησης, από 65% το 2003 σε 73,3% το 2013, έναντι 64,1% του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ-28 και 67,4% των ΗΠΑ.
Από την άλλη πλευρά, πολύ περισσότερες θέσεις εργασίας τώρα είναι προσωρινής ή μερικής απασχόλησης , με ελάχιστη πρόσβαση στην κοινωνική ασφάλιση και με χαμηλούς μισθούς.
Μπορούμε να αναφέρουμε ορισμένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της μεταρρύθμισης. Συγκεκριμένα μείωσε τη μέγιστη διάρκεια κάλυψης των ανέργων σε 12 μήνες. Επιπλέον συνέδεσε – αλληλεξάρτησε την αγορά εργασίας με τα μέσα άσκησης της κοινωνικής πολιτικής. Ειδικότερα συνέδεσε τα εργασιακά επιδόματα ανεργίας με τα επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας. Έτσι το κάθε οικονομικά ενεργό άτομο , ηλικίας μεταξύ 15 ετών και συντάξιμης ηλικίας θα απολαμβάνει επίδομα ανεργίας (το ονομαζόμενο 'Arbeitslosengeld II' ή 'Hartz IV').
Επιπροσθέτως εισήχθηκε η δυνατότητα ύπαρξης ενός επιδόματος μισθού σε όσους εργαζομένους μειώνονται οι ώρες εργασίας κατά την κάθοδο του οικονομικού- επιχειρηματικού κύκλου. Η επιτρεπόμενη χρονική διάρκεια χορήγησης αυτού του επιδόματος ήταν αρχικά 6 μήνες. Όταν άρχισε η οικονομική κρίση (2008) η γερμανική κυβέρνηση επέκτεινε τη χρονική περίοδο χορήγησης σε 24 μήνες. Ο αριθμός των εργαζομένων που υπήχθησαν στη ρύθμιση αυτή έφτασε 1,4 εκατομμύρια.
Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε ένα δίχτυ προστασίας την περίοδο της κρίσης. Ο αριθμός των εργαζομένων με κάλυψη από το κοινωνικό σύστημα προστασίας αυξήθηκε από το χαμηλό επίπεδο των 26 εκατομμυρίων το 2005 σε περίπου 30,7 εκατομμύρια το 2014. Επίσης αυξήθηκε ο αριθμός των εργαζομένων με πλήρες ωράριο από 37% το 2006 σε 41% το 2012. Οι συμβάσεις πλήρους απασχόλησης εξακολουθούν να αποτελούν την κύρια μορφή απασχόλησης (60,0%).
Οι άτυπες μορφές εργασίας (προσωρινή, μερική, ή άλλες μορφές απασχόλησης) επίσης αυξήθηκαν τα τελευταία έτη στις οποίες περιλαμβάνονται πολλές μη ασφαλισμένες χαμηλόμισθες εργασίες από επιχειρήσεις δανεισμού, κυρίως στη μεταποίηση καθώς και η γνωστή μορφή ως Mini job (ελάχιστη απασχόληση) στις υπηρεσίες με ύψος μισθού χαμηλότερου των 450 ευρώ αφορολόγητα για τους εργαζόμενους (οι εργοδότες καταβάλουν 20,0% επί του ύψους του μισθού στο οποίο περιλαμβάνονται: 8% για την ασφάλιση, 10% για συντάξεις και 2% για φόρους). Για τις οικιακές βοηθούς το συνολικό ύψος ανέρχεται σε 18%. Ο αριθμός των εταιριών «ενοικίασης εργαζομένων» αυξήθηκε από 200.000 το 1997 σε 815.000 το 2013.
Επίσης ο αριθμός των εργαζομένων με τη μορφή mini-jobs (μοναδική πηγή εισοδήματος) αυξήθηκε από 4,3 εκατομμύρια το 2000 σε 4,9 εκατομμύρια το 2015 ενώ ο αριθμός των εργαζομένων με δεύτερη πηγή εισοδήματος αυξήθηκε από 1,1 εκατομμύρια το 2003 σε 2,4 εκατομμύρια το 2015.
Οι μόνιμες θέσεις μερικής απασχόλησης αυξήθηκαν από 8% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού το 1996 στο 11% το 2012. Επίσης οι εργασίες με σύμβαση έργου αυξήθηκαν από 4% το 2004 σε 7% το 2007.
Η Γερμανία δεν είναι πια χώρα υψηλών μισθών, δεδομένου ότι το ποσοστό χαμηλών μισθών και των μη κοινωνικά καλυμμένων έχει αυξηθεί. Συνολικά υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 5 εκατομμύρια γερμανών εργαζομένων εργάζονται σε προσωρινές εργασίες με πολύ χαμηλούς μισθούς.
*Ο Κώστας Μελάς είναι Δρ Οικονομίας, Όμιλος Κοινωνικού - Οικονομικού Προβληματισμού και Πολιτικής Δράσης.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.