Πέρυσι, η Γερμανία εμφάνισε εμπορικό πλεόνασμα-ρεκόρ, ύψους 217 δισ. ευρώ, ποσό που τη φέρνει δεύτερη, μετά την Κίνα, στην παγκόσμια εξαγωγική κυριαρχία. Για ορισμένους, αυτό καθιστά τη Γερμανία «λαμπρό σημείο» σε μια κατά τα άλλα αναιμική οικονομία της ευρωζώνης -έναν «οδηγό ανάπτυξης» όπως το έθεσε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Στην πραγματικότητα, τα χρόνια εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας είναι η καρδιά των προβλημάτων της Ευρώπης: όχι μόνο δεν τονώνουν την παγκόσμια οικονομία, αλλά αντιθέτως τη σέρνουν στον πάτο. Ο καλύτερος τρόπος για να τερματιστεί αυτή η διεστραμμένη κατάσταση είναι η Γερμανία να φύγει από την ευρωζώνη.
Οι Γερμανοί συνήθως αντιδρούν σε τέτοιες επικρίσεις με κάποιο πληγωμένο σάστισμα. Έχουμε εμπορικά πλεονάσματα, εξηγούν, διότι απλά είμαστε πολύ πιο ανταγωνιστικοί απ' ό,τι οι περισσότεροι εμπορικοί μας εταίροι. Μπορείτε να μας κατηγορήσετε, διερωτούνται, αν ο κόσμος προτιμά να αγοράζει ανώτερης ποιότητας γερμανικά προϊόντα (και δεν έχει τίποτα που να θέλουμε εμείς ως αντάλλαγμα); Το επιχείρημά τους είναι το εξής: ο υπόλοιπος κόσμος απλώς πρέπει να προσπαθήσει πιο σκληρά, να βάλει σε τάξη τα του οίκου του και να γίνει πιο πολύ σαν τη Γερμανία. Στο μεταξύ, μη μας μισείτε γιατί είμαστε ωραίοι...
Σε αντίθεση με τον μύθο, όμως, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος ότι το να είναι κανείς «ανταγωνιστικός» σημαίνει ότι θα πρέπει να εμφανίζει εμπορικό πλεόνασμα. Το 1817 ο οικονομολόγος Ντέιβιντ Ρικάρντο σημείωσε πως η βέλτιστη βάση για το εμπόριο είναι το συγκριτικό και όχι το απόλυτο πλεονέκτημα. Με άλλα λόγια, ακόμα και αν μια χώρα είναι καλύτερη στα πάντα, θα πρέπει να εξάγει αυτό στο οποίο είναι καλύτερη και να εισάγει αυτό στο οποίο δεν είναι τόσο καλή. Το να έχει ένα συνολικό πλεονέκτημα δεν σημαίνει ότι είναι λογικό από οικονομική άποψη να παράγει τα πάντα μόνη της, πόσω δε μάλλον να πουλά περισσότερα από αυτά που θα ήθελε ως αντάλλαγμα. Ή, για να το θέσουμε λίγο διαφορετικά, δεν υπάρχει κανένας λόγος το να βγάζεις περισσότερα δεν μπορεί να σημαίνει ότι θα ξοδεύεις και περισσότερα, για την κατανάλωση τόσο δημόσιων όσο και ιδιωτικών αγαθών, καθώς και για επένδυση στη μελλοντική παραγωγική δυνατότητα.
Τα εμπορικά πλεονάσματα εμφανίζονται όταν μια χώρα επιλέγει να δαπανά λιγότερα από αυτά που παράγει – όταν έχει πλεονάζουσες αποταμιεύσεις, που ξεπερνούν τις εγχώριες ανάγκες πίστωσης. Δανείζει αυτές τις υπερβάλλουσες αποταμιεύσεις στο εξωτερικό, χρηματοδοτώντας την ικανότητα άλλων χωρών να δαπανήσουν περισσότερα από αυτά που παράγουν και, εμφανίζοντας εμπορικό έλλειμμα, να αγοράσουν την υπερβάλλουσα παραγωγή του δανειολήπτη. Πράγματι, μια χώρα με υψηλή παραγωγή μπορεί να έχει τα μέσα για να δημιουργήσει υπερβάλλουσες αποταμιεύσεις, ενώ μια λιγότερο παραγωγική χώρα μπορεί να τείνει περισσότερο στο να δανείζεται παρά στο να δημιουργεί τις αποταμιεύσεις που χρειάζεται. Όμως θεμελιωδώς, οι εμπορικές ανισορροπίες δεν προκύπτουν από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, αλλά από τις επιλογές για το ύψος των αποταμιεύσεων και το πώς αυτές θα αξιοποιηθούν –στο εσωτερικό της χώρας ή στο εξωτερικό.
Υπάρχει λογική στις εμπορικές ανισορροπίες; Ναι. Τον 19ο αιώνα, η Βιομηχανική Επανάσταση της Βρετανίας έδωσε τη δυνατότητα στη χώρα να αποκομίσει τεράστια κέρδη από την επέκταση της παραγωγής, μέρος των οποίων επένδυσε στις ΗΠΑ. Τα χρήματα που δάνεισε στην ταχέως αναπτυσσόμενη αμερικανική οικονομία απέφεραν υψηλότερες αποδόσεις που θα επέστρεφαν στη βάση τους (στη Βρετανία δηλαδή), δημιουργώντας παράλληλα μια αγορά για αγαθά κατασκευασμένα στη Βρετανία. Τα πιθανά κέρδη από την παραγωγικότητα δημιουργούσαν μια κατάσταση όπου όλοι ήταν κερδισμένοι: είχε λογική οι Αμερικάνοι να δανείζονται και οι Βρετανοί να δανείζουν. Όμως η περίπτωση αυτή τονίζει επίσης κάτι που είναι εύκολο να ξεχάσουμε: τα εμπορικά πλεονάσματα σημαίνουν χρηματοδότηση των εμπορικών ελλειμμάτων κάποιου άλλου.
Η κρίση της ευρωζώνης συχνά αποκαλείται κρίση χρέους. Στην πραγματικότητα όμως η Ευρώπη στο σύνολό της δεν είχε πρόβλημα εξωτερικού χρέους, αλλά εσωτερικού: τα γερμανικά πλεονάσματα και το αυξανόμενο χρέος της ευρωπεριφέρειας ήταν οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος.
Οι Γερμανοί αποταμίευαν (πολλά), και η νομισματική ένωση τους παρακινούσε –αντί να αποταμιεύουν λιγότερα ή να επενδύουν στο εσωτερικό- να δανείζουν τα χρήματα αυτά στους εμπορικούς εταίρους της ευρωζώνης, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τα χρήματα για να αγοράζουν γερμανικά προϊόντα. Έως το 2007, το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας έφτασε τα 195 δισ. ευρώ, τα τρία πέμπτα από τα οποία προήλθαν από το εσωτερικό της ευρωζώνης. Το Βερολίνο μπορεί να το ονομάζει αυτό «προσεκτική διαχείριση χρημάτων», όμως είναι δύσκολο να υποστηρίξει πως οι υπερβάλλουσες αποταμιεύσεις της Γερμανίας, τις οποίες οι γερμανικές τράπεζες συχνά δυσκολεύονταν να χρησιμοποιήσουν, επενδύθηκαν σωστά. Αντιθέτως, έδωσαν στους Γερμανούς την ψευδαίσθηση της ευημερίας, ανταλλάσσοντας την πραγματική εργασία (όπως φαίνεται στο ΑΕΠ) με χάρτινα IOUs που μπορεί ποτέ να μην ξεπληρωθούν.
Κάτι έπρεπε να αλλάξει, αλλά τι; Κανονικά, κάθε χώρα θα επεδίωκε τη δική της νομισματική πολιτική, βασιζόμενη σε προσαρμογές της συναλλαγματικής οικονομίας ώστε να μετατοπιστεί το κέντρο βάρους της ζήτησης από αυτούς που δεν μπορούσαν να το αντέξουν οικονομικά, σε αυτούς που μπορούσαν. Όμως, με το ενιαίο νόμισμα αυτό δεν μπορούσε να συμβεί. Αντιθέτως, οι δανειολήπτες της Ευρώπης αναγκάστηκαν να περιορίσουν τη ζήτηση, μέσω ενός συνδυασμού δημοσιονομικής λιτότητας και απομόχλευσης χρέους. Τα εμπορικά τους ελλείμματα έναντι της Γερμανίας μειώθηκαν δραματικά –με το να αγοράζουν όμως λιγότερα και όχι να πωλούν περισσότερα. Όλα τα επονομαζόμενα PIIGS (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ελλάδα και Ισπανία) είδαν το συνολικό τους εμπορικό ισοζύγιο με τη Γερμανία να συρρικνώνεται – στην περίπτωση της Ελλάδας και της Ιρλανδίας κατά περισσότερο από ένα τρίτο. Έτσι, στον βαθμό που έγινε rebalancing στην Ευρώπη, έγινε σε βάρος της ανάπτυξης.
Η ευρωζώνη έπεσε σε παγίδα. Οι χώρες της χρειάζονταν να κινηθούν σε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις, όμως με ένα ενιαίο νόμισμα μπορούσαν να κινηθούν μόνο περιοριστικά. Μια Ευρώπη που ζούσε εντός των δυνατοτήτων της σήμαινε μια Γερμανία που συνέχιζε να αποταμιεύει περισσότερα από αυτά που δαπανούσε, αντί να προωθεί την απαραίτητη ζήτηση. Η νομισματική χαλάρωση -και ένα πιο αδύναμο ευρώ- απλώς ανακατευθύνει τις εσωτερικές ανισορροπίες προς το εξωτερικό. Το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας έναντι των ΗΠΑ έφτασε σε εκρηκτικά επίπεδα (+49% από το 2007 έως το 2013), και τα ελλείμματα έναντι της Κίνας και της Ιαπωνίας κατέρρευσαν (-71% και -78% αντίστοιχα). Εν τω μεταξύ, το εμπορικό ισοζύγιο της Γερμανίας με τη Βραζιλία και τη Νότια Κορέα γύρισε από έλλειμμα σε πλεόνασμα.
Από το 2012 σχεδόν όλη η ανάπτυξη του καθαρού ΑΕΠ της ευρωζώνης, σε ετήσια βάση, προέρχεται από τις καθαρές εξαγωγές –μια ακόμα απόδειξη της αδυναμίας της εγχώριας ευρωπαϊκής ζήτησης να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη. Είναι αμφίβολο, ωστόσο, το αν το να βασίζεται κανείς στο ότι οι Αμερικάνοι θα αυξήσουν το χρέος τους –και θα ρισκάρουν να ακολουθήσουν τον δρόμο της Ελλάδας- είναι αξιόπιστη στρατηγική. Επί της αρχής, ο περιορισμός του εμπορικού ελλείμματος της Ευρώπης με την Κίνα είναι πιο λογικό. Πρακτικά όμως αυτό περιελάμβανε λιγότερο τη στόχευση στην τεράστια κινεζική καταναλωτική αγορά και περισσότερο την πώληση μηχανολογικού εξοπλισμού και πολυτελών αγαθών στην επενδυτικά ακμάζουσα Κίνα, που με τη σειρά της στηρίζεται στη διατήρηση ενός υπερμεγέθους εμπορικού πλεονάσματος με τις ΗΠΑ. Το θέμα δεν είναι τι είναι δίκαιο, αλλά τι είναι βιώσιμο. Και το να παίζουν οι Αμερικάνοι τον καταναλωτή ύστατης καταφυγής του κόσμου, με το να δανείζονται για να ζουν πέρα από τις δυνατότητές τους, δεν είναι βιώσιμο.
Τι πρέπει να γίνει; Η καλύτερη λύση –και η πιο απίθανη να υιοθετηθεί- είναι η Γερμανία να φύγει από το ευρώ και να αφήσει το γερμανικό μάρκο να ανατιμηθεί. Εδώ, η εμπειρία της Συμφωνίας του Πλάζα το 1985 (*) είναι ενθαρρυντική. Αν και η ισχυροποίηση του γεν περιόρισε ελάχιστα το διαρθρωτικό εμπορικό πλεόνασμα της Ιαπωνίας, η Γερμανία ανταποκρίθηκε περισσότερο στα κίνητρα που ενείχε ένα ισχυρότερο μάρκο.
Τον τελευταίο χρόνο, οι Γερμανοί πολιτικοί έχουν αποδειχτεί πολύ πιο πρόθυμοι να προσπαθήσουν να δώσουν ώθηση στη ζήτηση, αυξάνοντας τον κατώτατο μισθό, μειώνοντας το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης και αυξάνοντας τις συντάξεις - κινήσεις που μπορεί να είναι αποτελεσματικές, όμως κινδυνεύουν να βλάψουν την παραγωγικότητα, η οποία είναι εν τέλει η πηγή της ικανότητας της Γερμανίας να καταναλώνει. Το παράλογο είναι ότι αυτοί οι ίδιοι πολιτικοί αρνούνται να μειώσουν τους φόρους ή να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες, που το 2014 είχα ως αποτέλεσμα η χώρα να εμφανίσει τον πρώτο ισοσκελισμένο ομοσπονδιακό προϋπολογισμό από το 1969, έναν χρόνο νωρίτερα από το σχεδιαζόμενο. Για τους περισσότερους Γερμανούς, η όποια πρόταση να χαλαρώσουν αυτή τη δημοσιονομική πειθαρχία ακούγεται σαν μια ελληνικού τύπου ασωτία, όμως υπάρχει και άλλος τρόπος με τον οποίον μπορούν να δουν το θέμα. Οι υπερβάλλουσες αποταμιεύσεις υπάρχουν. Το μόνο ερώτημα είναι πού να τις δανείσουν. Ο εσωτερικός δανεισμός προκειμένου να υπάρξει μια πραγματική ευρωπαϊκή ανάκαμψη μπορεί να είναι προτιμότερος από το να τα πετάξουν (για μια ακόμα φορά) σε ξένους ώστε να αγοράσουν πράγματα που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν.
Με έναν πληθυσμό που γερνάει, ίσως είναι κατανοητό γιατί οι Γερμανοί θέλουν να αποταμιεύουν. Όμως δεν υπάρχει κανένας λόγος γιατί θα πρέπει να κατευθύνουν τις αποταμιεύσεις αυτές στο εξωτερικό όταν υπάρχει μια πολύ μεγαλύτερη ανάγκη να τις κατευθύνουν στο εσωτερικό. Η «ανάπτυξη» που παράγει η Γερμανία χρηματοδοτώντας μη βιώσιμες εμπορικές ανισορροπίες –εντός και εκτός ευρωζώνης- είναι μια ψευδαίσθηση. Τόσο για τη Γερμανία όσο και για τον υπόλοιπο κόσμο, αυτό είναι μια κακή εμπορική συναλλαγή.
(*) Στη δεκαετία του '80, η αξία του δολαρίου ενισχύθηκε σημαντικά. Την ίδια περίοδο τα επιτόκια των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν πολύ υψηλά. Το εν λόγω γεγονός οφειλόταν σε μία αντιδικία ανάμεσα στην κυβέρνηση Ρίγκαν και την Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα για το έλλειμμα του προϋπολογισμού. Το 1986 οι πιο ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες συμφώνησαν να επέμβουν για να μειώσουν την αξία του δολαρίου. Η συμφωνία υπεγράφη στο ξενοδοχείο Πλάζα της Νέας Υόρκης.
*** Ο Patrick Chovanec είναι chief strategist και διευθυντής της Silvercrest Asset Management, καθώς και καθητηγής του School of International and Public Affairs του Πανεπιστημίου της Κολούμπια.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.